Το άγχος και η κατάθλιψη ως δώρα αγάπης

Το άγχος και η κατάθλιψη ως δώρα αγάπης

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

«…Υπάρχει η «νευρολογία της απειλής» και η «νευρολογία της ασφάλειας». Μια απάντηση του ατόμου στην απειλή ή στην ασφάλεια, διαφοροποιούμενη ανάλογα των αναγκών, είναι ξεκάθαρα αυτό που χρειάζεται στα μέλη ενός κοινωνικού είδους που απαρτίζουν συμβιωτικές ομάδες. Ας πάρουμε μια μαϊμού - μητέρα, που παρέχει καταρχήν μια ασφαλή βάση στο μωρό της, τον «ασφαλή παράδεισό» του. Το παιδί της θα πρέπει κάποια στιγμή να μπορέσει να επιβιώνει μόνο του, να ενηλικιωθεί. Καθώς αποκτά προοδευτικά με την ανάπτυξη του σώματος και του εγκεφάλου του τις ανάλογες ικανότητες, η μητέρα, παραμένοντας αξιόπιστη και προστατευτική, οφείλει να του επιτρέπει πλέον την ίδια στιγμή και την αυτονόμηση και την εξερεύνηση. Αυτά είναι τα δύο βασικά στοιχεία της υγείας των σχέσεων εξάρτησης ενός κοινωνικού είδους όπως είναι και ο άνθρωπος: μια «συνδέσιμη αυτονομία» ή μια «αυτόνομη συνδεσιμότητα», με αλλά λόγια, η χρήση της αυτονομίας εντός ενός ασφαλούς περιβάλλοντος. Η μητέρα επιτηρεί· αν εμφανιστεί ένα φίδι, τότε φοβάται και ο φόβος της, που απεικονίζεται στο πρόσωπό της και στις κινήσεις της, καταγράφεται από την όραση και την ακοή του μωρού της, που αμέσως τρέχει στην αγκαλιά της. Όταν το φίδι φύγει, τότε η μητέρα χαλαρώνει και η αίσθηση ασφάλειας αποκαθίσταται: το μωρό νιώθει έτοιμο να ξεκινήσει και πάλι την εξερεύνηση. Τα συναισθήματα που διαμεσολαβούν σπρώχνουν την ταχεία μετατροπή της σχέσης τους από τη χειραφέτηση στην προστασία (όσον αφορά την πλευρά της μητέρας) και από την αυτοδιάθεση στην εξάρτηση (από την πλευρά του παιδιού) και αντίστροφα. Τα βιώματα αυτά εγγράφονται στον εγκέφαλο των παιδιών ως υποσυνείδητη αλλά και βαθιά χαραγμένη μάθηση. Το σύστημα της ασφάλειας και το σύστημα της απειλής δρουν πάντα αντιθετικά μεταξύ τους, αν και το δεύτερο μπορεί να υπερκαλύψει το πρώτο, αφού ως γνωστόν, δεν επιβιώνει εύκολα όποιος χαλαρός χαζεύει στη ζούγκλα!

Οι άνθρωποι με αρνητικά συμπτώματα, όπως αυτά του άγχους, της κατάθλιψης, του θύμου, της ζήλειας ή της ενοχής, που συχνά δεν προσλαμβάνουν έναν «κλινικό χαρακτήρα» αλλά που κάλλιστα μπορεί να τους ταλαιπωρούν ανέκαθεν ή και για όλη τη ζωή τους, εμφανίζουν κατά βάση ένας είδος σύντηξης των δύο συστημάτων. Γιατί να συμβαίνει αυτό; Διότι, ενδεχομένως, κάποια από τα κεντρικά πρότυπα του δικού τους συστήματος ασφάλειας, οι γονείς τους ή και ο ευρύτερος κοινωνικός τους περίγυρος, υπήρξαν ταυτόχρονα και πρότυπα του συστήματος απειλής τους! Τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής τους ήταν ταυτόχρονα πηγή απειλής και ασφάλειας και αυτό στις μέρες μας δεν είναι καθόλου δύσκολο, καθόλου σπάνιο και βέβαια διόλου συνειδητό από τη μεριά των τελευταίων. Οι εσωτερικοί κανόνες των ανθρώπων αυτών έρχονται διαρκώς σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Αποβαίνει πολύ δύσκολο να απαλλαγούν από αυτές τις αυτοματικές, υποσυνείδητες και οπωσδήποτε αυτο-υπονομευτικές συνήθειες, διότι το σύστημα ασφάλειάς τους εξακολουθεί να τους υπαγορεύει ότι η αυτο-υπονόμευση είναι ακριβώς η φυσική τους ασφαλής κατάσταση! Είναι ρουτίνα τους το να αξιολογούν την απειλή ως ασφάλεια, αλλά και να αποζητούν την ασφάλεια μέσω της απειλής…»

Λόρνα Σμιθ Μπένζαμιν [ελεύθερη απόδοση, με προσθήκες]

Τα δεδομένα της έρευνας των τελευταίων ετών στον τομέα των επιστημών της συμπεριφοράς και της νευρολογίας ανατρέπουν ή τροποποιούν πολλά από τα κλασσικά στερεότυπα με τα οποία η ψυχολογία ερμηνεύει ως και σήμερα την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σε αντίθεση με την υποτιθέμενη ύπαρξη μιας συνεχούς σύγκρουσης ανάμεσα στα «ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου» και στα «πρέπει» του ανθρώπινου πολιτισμού, φαίνεται ότι οι ανθρώπινες διαπροσωπικές σχέσεις υποκινούνται από την ανάληψη συγκεκριμένων «ρόλων», με βάση ορισμένα πρότυπα συμπεριφοράς που υιοθετούμε νωρίς κατά την ανάπτυξη. Τα πρότυπα αυτά διαμορφώνονται μέσα μας από την απλή μίμηση της συμπεριφοράς των προσώπων με τα οποία αναπτύσσουμε σχέση εξάρτησης κατά την παιδική μας ηλικία (συνήθως οι γονείς) ή από την υποταγή μας σε αυτά. Ενσωματώνοντας και προοδευτικά κάνοντας αυτοματικά και δικά τους τα πρότυπα αυτά, τόσο οι άνθρωποι όσο και τα κατώτερα συγγενικά με τον άνθρωπο ζωικά είδη (π.χ. μαϊμούδες) αντιλαμβανόμαστε την απειλή (και την αποφεύγουμε) και την ασφάλεια (και την επιδιώκουμε).

Ο μηχανισμός με τον οποίο συμβαίνει αυτό, σύμφωνα με τις πρόσφατες ανακαλύψεις των νευροεπιστημών, είναι αυτός της «υποσυνείδητης μάθησης», δηλαδή η δημιουργία αυτόματων «αντανακλαστικών» απέναντι στα διάφορα ερεθίσματα απειλής ή ασφάλειας. Τα αντανακλαστικά αυτά πυροδοτούν με τη σειρά τους αντίστοιχα συναισθήματα (όπως ο φόβος, το άγχος, η κατάθλιψη, στην περίπτωση της απειλής και η ευφορία, η χαλαρότητα, η διάθεση για παιχνίδι, το ζευγάρωμα, στην περίπτωση της ασφάλειας), τα οποία και κινητοποιούν ανάλογα το άτομο: έχουν από τη φύση τους «αρνητικό και ανεπιθύμητο φορτίο» τα πρώτα –αποτελώντας ένα είδος ψυχικού πόνου- ώστε να αντιμετωπισθεί η απειλή και «θετικό και επιθυμητό φορτίο» τα δεύτερα, ώστε να επιδιωχθεί η ασφάλεια. Οι δύο αυτοί στόχοι -αποφυγή απειλής και επιδίωξη ασφάλειας- προφανώς αποτελούν σημαντικά προαπαιτούμενα για την επιβίωση και την αναπαραγωγή του ατόμου, άρα και για τη διαιώνιση του είδους και είναι βαθιά φυτεμένοι μέσα στο ανθρώπινο DNA.

Εύκολα από τα παραπάνω μπορεί κανείς να υποθέσει, ότι η «δύσκολη παιδική ηλικία», η κακή ανατροφή, η παιδική παραμέληση, η παιδική κακοποίηση, η αδιαφορία των γονιών, η σωματική -ή μόνο η ψυχική- απουσία των γονιών από τη ζωή των παιδιών μπορεί να οδηγήσουν σε στρεβλά τέτοια πρότυπα και επομένως σε ψυχική συμπτωματολογία στον ενήλικα. Ωστόσο, είναι σημαντικό το ότι για την υιοθέτηση τέτοιων δυσπροσαρμοστικών προτύπων στη ζωή μας και κατά συνέπεια, για την εμφάνιση αρνητικών συναισθημάτων, δεν είναι καθόλου ο κανόνας, όπως πολλοί νομίζουν, να προϋπάρχει πάντα κάποια άμεση «παιδική κακοποίηση».

Κάθε άλλο μάλιστα, τα ψυχικά συμπτώματα, ήπια ή σοβαρότερα, συμβαίνει συχνά να είναι κυριολεκτικά «δώρα της αγάπης μας προς τους γονείς», υπό την έννοια της συμμόρφωσης με τα πρότυπα ασφάλειας και απειλής που μας υπαγόρευσαν. Μεταξύ των παρακάτω ενδεικτικών παραδειγμάτων, το κοινό σημείο είναι ότι η αυτοπεποίθηση, η ατομική επιτυχία και η αυτονομία αυτών των ενηλίκων, καθώς και όροι με τους οποίους σχετίζονται με τους άλλους, έχουν υποστεί μια ολοκληρωτική και ακρωτηριαστική «επίθεση» όταν ήταν παιδιά, εξαιτίας της ύπαρξης κάποιας άλλης «σοβαρής» γονεϊκής προτεραιότητας και όχι ως συνέπεια αδιαφορίας ή ξεκάθαρα εχθρικών συναισθημάτων από την πλευρά των γονιών τους. Τα παιδιά αυτά ως ενήλικες, συγκρουόμενα λιγότερο ή περισσότερο με τα συνειδητά ατομικά συμφέροντά τους αυτοκαταστρέφονται, αυτομέμφονται, αυτοαναιρούνται, αυτοακυρώνονται, απλώς γιατί έτσι συνεχίζουν να αισθάνονται μια υποσυνείδητη «ασφάλεια», όπως αυτή τους υποδείχτηκε από τις στάσεις των αγαπημένων προσώπων της παιδικής ηλικίας τους, γιατί έτσι "διαιωνίζουν την οικογένεια που διατηρούν μες στην καρδιά τους": τα συμπτώματά των πρώτων μπορούν να ειδωθούν και ως οι αποδείξεις της αγάπης τους προς τα δεύτερα! Αυτό που στην ουσία συμβαίνει, είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονται ασφάλεια σε περιστάσεις όπου θα όφειλαν να αισθάνονται απειλή και το αντίθετο, απειλή ενώ θα όφειλαν να αισθάνονται ασφάλεια, μια κατάσταση που δυσχεραίνει ή καταστρέφει τη σχέση τους με τους άλλους και με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Ας πάρουμε π.χ. όσους νιώθουν συχνά δυστυχισμένοι χωρίς κάποιο αντικειμενικό εξωτερικό λόγο. Ιατρικώς, αυτό ονομάζεται δυσθυμία. Αγαπημένη τους παροιμιώδης έκφραση μπορεί να είναι το «σε καλό μου, πολύ γέλασα σήμερα!». Όταν εξερευνηθούν τα πρότυπα περί του εαυτού τους, που έχουν υιοθετήσει κατά την παιδική τους ηλικία, πολύ συχνά αναφέρουν πως οι γονείς τους υπέφεραν ή ήταν δυστυχισμένοι για τους δικούς τους λόγους, όπως π.χ. μια σοβαρή χρόνια ασθένεια. Αναμενόμενο όμως είναι ότι αν οι γονείς είναι δυστυχισμένοι, τότε η ευτυχία του παιδιού θα υποδηλώνει την αδιαφορία του για το πώς αισθάνονται οι γονείς του που τους αγαπά. Η υποσυνείδητη σκέψη που κυριαρχεί στα συναισθήματα αυτών των παιδιών και στις πράξεις που απορρέουν από αυτά είναι ότι «αν είμαι ευτυχισμένος/η, τότε θα κάνω τους γονείς μου να στεναχωριούνται». Στην ενήλικη ζωή, συχνά θα κυριαρχεί το συναίσθημα της ένοχης απέναντι στην ευτυχία και η αίσθηση της ανάγκης διαρκούς αυτοθυσίας και προσφοράς, κάτι που οδηγεί σε ψυχική εξάντληση και τελικά σε κατάθλιψη ή σε άλλες ψυχοσωματικές (σωματομετατρεπτικές) εκδηλώσεις.

Υπάρχουν και άλλοι, με παρόμοια συναισθήματα, που αρέσκονται να δηλώνουν ότι η ευτυχία είναι μια ψευδαίσθηση. Όταν εξερευνηθούν τα πρότυπα περί του εαυτού τους, που έχουν υιοθετήσει κατά την παιδική τους ηλικία, πολύ συχνά αναφέρουν πως οι γονείς τους έδιναν την εντύπωση πως είχαν αφιερώσει την κάθε πτυχή της ζωής τους στο να κάνουν τα παιδιά τους ευτυχισμένα. Αναμενόμενο είναι ότι τα παιδιά αυτά βλέπουν την ευτυχία περισσότερο ως υποχρέωση, άρα ως ένα βαρύ φορτίο, παρά ως το αποτέλεσμα της προσωπικής μέριμνας και της αυτοεκτίμησής τους. Η υποσυνείδητη σκέψη που κυριαρχεί στα συναισθήματά τους και στις πράξεις που απορρέουν από αυτά είναι ότι «πρέπει να είμαι ευτυχισμένος/η, γιατί το οφείλω στους γονείς μου που θυσίασαν τη ζωή τους για αυτό». Ως εδώ, ας πούμε ότι κληρονόμησαν απλώς ένα άγχος. Όμως, δεν είναι μόνο αυτό. Τα πολλάκις σοβαρότερο «δώρο αγάπης» τους είναι το βίωμα ότι «είναι αδιανόητη η αποδοχή μου από τους άλλους μου άνευ όρων, παρά μόνο εάν καταφέρω να είμαι ή να δείχνω ευτυχισμένος/η», κάτι που οδηγεί στην απομόνωση και στην υποβόσκουσα κατάθλιψη.

Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι όσο και αν προσπαθούν, ποτέ δεν τα καταφέρνουν στο βαθμό που το επιθυμούν, μια άλλη συχνή περίπτωση. Οι άνθρωποι αυτοί εμφανίζουν έντονο και βασανιστικό χρόνιο άγχος μπροστά στην πιθανότητα αποτυχίας τους σε κάποιο «κρίσιμο» εγχείρημα – και πάντα θα υπάρχει ένα τέτοιο στο προσκήνιο! Όταν εξερευνηθούν τα πρότυπα περί του εαυτού τους, που έχουν υιοθετήσει κατά την παιδική τους ηλικία, πολύ συχνά αναφέρουν πως οι γονείς τους δεν έμεναν ποτέ ευχαριστημένοι από το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους, και τους θεωρούσαν «άχρηστους». Η υποσυνείδητη σκέψη που κυριαρχεί στα συναισθήματά τους και στις πράξεις που απορρέουν από αυτά είναι ότι αν προσπαθήσουν με ακρίβεια και υπερβολικό ζήλο να επιτελέσουν την κάθε τους προσπάθεια, ίσως έτσι να αλλάξουν κάποτε αυτή την εντύπωση των γονιών τους για αυτούς (που έχει ήδη μετατραπεί σε μειωμένη αυτοεκτίμηση του ενήλικα). Στην ενήλικο ζωή τους, προς τους άλλους και ιδίως προς όσους προβάλλουν μεγάλες απαιτήσεις από αυτούς, δίνουν τα πάντα «από υποχρέωση», κάτι που φυσικά τους οδηγεί σε χρόνιο άγχος, απογοήτευση και σε σύνδρομα εξάντλησης και υπερκόπωσης ή σε κατάχρηση διεγερτικών ουσιών.

Μια άλλη περίπτωση είναι οι άνθρωποι που επικεντρώνονται παγίως σε οτιδήποτε δεν πάει καλά, στην αρνητική πλευρά των πραγμάτων, ξεχνώντας συστηματικά τις θετικές. Αισθάνονται συνήθως απογοητευμένοι χωρίς οι περιστάσεις να το δικαιολογούν. Όταν εξερευνηθούν τα πρότυπα περί του εαυτού τους, που έχουν υιοθετήσει κατά την παιδική τους ηλικία, πολύ συχνά αναφέρουν πως οι γονείς τους στην ουσία τους ανταγωνίζονταν, δείχνοντας δυσαρεστημένοι όταν τα κατάφερναν καλά και μεταφέροντας το μήνυμα πως δεν τους αρέσει η πιθανότητα το παιδί τους να τους ξεπεράσει σε κάτι. Η υποσυνείδητη σκέψη που κυριαρχεί στα συναισθήματά τους και στις πράξεις που απορρέουν από αυτά είναι να κρύβουν ακόμη και από τον εαυτό τους την επιτυχία και να την απαξιώνουν, ώστε να μην προκαλέσουν το μίσος ή το φθόνο των γονιών. Στην ενήλικο ζωή τους, μεγαλοποιούν τις αποτυχίες τους και γκρινιάζουν ή «κλαίγονται» διαρκώς χωρίς ικανό λόγο, κάτι που οδηγεί σε υποβόσκουσα κατάθλιψη.

Τέλος, ορισμένοι πιστεύουν ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα σωστά και πράγματι, η ζωή τους χαρακτηρίζεται από αποτυχίες σε όλους τους σημαντικούς τομείς της. Όταν εξερευνηθούν τα πρότυπα περί του εαυτού τους, που έχουν υιοθετήσει κατά την παιδική τους ηλικία, πολύ συχνά αναφέρουν πως οι γονείς τους έδιναν πολύ περισσότερη προσοχή σε κάποιο/α αδελφό / αδελφή τους, σαν να είχαν «επιλέξει» εκείνον ως τον άξιο και τον καλύτερο, ενώ θεωρούσαν τους ίδιους «σημαντικά κατώτερους». Στις διαμαρτυρίες τους τότε, η αποστομωτική απάντηση συχνά ήταν «μην είσαι εγωιστής / εγωίστρια!». Η υποσυνείδητη σκέψη που κυριαρχεί στα συναισθήματά τους και στις πράξεις που απέρρευσαν από αυτά είναι το να μην προσπαθούν ιδιαίτερα για την επιτυχία και έτσι να αποτυγχάνουν, επιβεβαιώνοντας όμως έτσι τους γονείς τους και μην κλονίζοντας τις απόψεις τους για αυτά, ιδίως καθώς η αποτυχία μάλλον θα τους «ευχαριστήσει» δεδομένης της προτίμησής τους στον άλλο αδελφό. Στην ενήλικο ζωή, προεξοφλούν ότι και οι άλλοι δεν έχουν ιδιαίτερες θετικές προσδοκίες από αυτούς και για μια καλή σχέση μαζί τους αρκεί να μην τους «ενοχλήσουν» με οποιαδήποτε ατομική τους επιδίωξη που τείνουν να θεωρούν «εγωιστική», κάτι που οδηγεί σε δυσκολίες στις διαπροσωπικές σχέσεις και συχνά σε χρόνιο θυμό.

Φυσικά, ο εγκέφαλος του ανθρώπου δεν διαμορφώνεται μόνο από την υποσυνείδητη μάθηση. Τα μοναδικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου είδους είναι η αυτοσυνείδησή μας, η αίσθηση ελεύθερης βούλησης, η δυνατότητα αυτοϋπέρβασης, η επιθυμία, η διατήρηση της ταυτότητας και όσων αξιών προσδιορίζουν το νόημα της ζωής του καθενός μας. Η προσπάθεια του ατόμου να πραγματώσει τις δυνατότητες και ικανότητες του, να απολαύσει τις διαπροσωπικές σχέσεις ή τις επιτυχίες του ή να ακολουθήσει ελεύθερα τις επιλογές που θα μπορούσε να κάνει μέσα στην περιπέτεια της ζωής, έρχεται διαρκώς σε σύγκρουση με τον «κακό εαυτό» του, ο οποίος το τραβά πίσω, με βάση τα στρεβλά παραπάνω πρότυπα, τα οποία είναι διαφορετικά για το κάθε άτομο. Η υποσυνείδητη μάθηση, όπως φαίνεται από τα παραπάνω παραδείγματα, έχει ισχυρή επίδραση στην καθημερινή συμπεριφορά μας προς τους άλλους, στις αντιδράσεις μας απέναντι σε αυτούς, αλλά και -το κυριότερο- στο πώς "συνομιλούμε" με τον ίδιο τον εαυτό μας. Τα δυσπροσαρμοστικά πρότυπα δρουν υπόγεια και υπονομευτικά, ώστε να «τιμούμε» και να συνεχίζουμε τη σχέση που είχαμε με τα σημαντικά πρόσωπα που διαμόρφωσαν μέσα μας αυτά τα πρότυπα. Η τήρηση αυτή δεν γίνεται βέβαια συνειδητή ως τέτοια, αλλά απλώς γίνεται αντιληπτή ως «συνήθεια» και ως "ο χαρακτήρας μας", με χαρακτηριστική δήλωση προς τα έξω αλλά και προς τον εαυτό το «έτσι είμαι και δεν γίνεται να το αλλάξω αυτό».

Ας σημειωθεί ότι σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν πολλοί, η υποσυνείδητη μάθηση βασίζεται σε ένα βιολογικό μηχανισμό διαρκώς διαθέσιμο και επομένως, δεν είναι μόνιμη και παγιωμένη κατάσταση, αλλά συνεχίζει να διαμορφώνεται και να αλλάζει και στην ενήλικο ζωή. Νέα σημαντικά πρόσωπα, όπως οι σύζυγοι, οι σύντροφοι σε ακραίες καταστάσεις (π.χ. συμπολεμιστές) ή οι πνευματικοί καθοδηγητές, μπορεί να λάβουν τη σκυτάλη της διαμόρφωσης της προσωπικότητάς μας μέσα από τον ίδιο αυτό μηχανισμό. Αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί και το «παράθυρο ευκαιρίας» για τη θεραπευτική προσπάθεια αλλαγής μας, στην περίπτωση που ένα άτομο εμφανίζει ήπια ψυχική συμπτωματολογία (π.χ. άγχος, κρίσεις πανικού, αίσθημα θλίψης, έλλειψη νοήματος, αϋπνία, ψυχοσωματικά ενοχλήματα ή νοσήματα, εθισμοί διαφόρων τύπων όπως στη νικοτίνη, στο αλκοόλ, στα διεγερτικά ή στα ηρεμιστικά, "αποκλίσεις" της όρεξης ή παραλλαγές των σεξουαλικών προτιμήσεων κ.ά.). Η συμπτωματολογία αυτή μπορεί να κουράζει ή να επηρεάζει αρνητικά τη λειτουργικότητα του ατόμου χωρίς η σοβαρότητά της να σηματοδοτεί μια «επίσημη» ψυχιατρική πάθηση.

Η στοχευμένη διερεύνηση από τον κατάλληλο ειδικό μπορεί να οδηγήσει καταρχήν σε συνειδητοποίηση των παραπάνω υποσυνείδητων μηχανισμών και ακολούθως και στην απόφαση για τροποποίηση ή πλήρη αντικατάστασή τους από άλλες, προσαρμοστικότερες στάσεις απέναντι στους άλλους, πάντα με ζητούμενο την ανακούφιση από τη δυσφορία. Μια μετατόπιση από τις έμφυτες και δυσπροσαρμοστικες συνήθειες μπορεί να συμβεί σταδιακά, στα πλαίσια μιας «θεραπείας αναδόμησης των προτύπων». Το περιεχόμενο αυτής της μεταβολής έχει να κάνει με την ανάπτυξη και επικράτηση ενός "εσωτερικά ασφαλούς εαυτού", που θα διαθέτει πλέον τη συναισθηματική δυνατότητα της "ανεξάρτητης σύνδεσης" ή της "συνδέσιμης ανεξαρτησίας" σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα. Η πεμπτουσία αυτής της μεταβολής είναι η μεγάλη απόφαση για αυτή και η συντήρηση ζωντανής της σχετικής επιθυμίας μέσω μιας σχέσης «γνήσιας φροντίδας» με το θεραπευτή, αλλά και της κατάλληλης και στοχευμένης καθοδήγησης. Και το σημαντικότερο ζήτημα θα είναι συχνά μόνο το ξεπέρασμα της προσωρινής ανασφάλειας του ατόμου απέναντι στην παραβίαση των στρεβλών εσωτερικών κανόνων με τους οποίους συνήθισε να λειτουργεί τόσα χρόνια, μέχρι να εμπεδωθούν οι καινούριοι και προσαρμοστικότεροι...

*Υπό δημοσίευση στο περιοδικό Life Positive, 2012.