Το σημείο Babinski

Το περίφημο σημείο Babinski:

αρχές για την τεχνική ερεθισμού και την αξιολόγηση της απάντησης του πέλματος

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Ο 21ος αιώνας, αιώνας που για τους νευρολόγους σημαίνει πάνω από όλα την κυριαρχία της μαγνητικής τομογραφίας στη διάγνωση των παθήσεων της πυραμιδικής οδού, δεν συνεπάγεται επ' ουδενί τη μείωση της αξίας του σημείου Babinski, το οποίο και είναι το γνωστότερο νευρολογικό παθολογικό σημείο, από τις αρχές του προηγούμενο αιώνα μέχρι και σήμερα. Το παράδοξο είναι ότι παρόλο που ο κάθε εκπαιδευόμενος γιατρός θεωρεί την εξέταση της απάντησης του πέλματος σχετικά εύκολη, όσο περισσότερη εμπειρία σωρεύει κανείς ως νευρολόγος, τόσο και πιο μεγάλη προσοχή επιδεικνύει στην τεχνική και στην ερμηνεία αυτής της εξέτασης. Τα σημεία αυτά θα θίξουμε στην παρούσα πρακτική ανασκόπηση.

Το καμπτικό αντανακλαστικό και η μεγάλη σημασία του

Αμέσως μετά την ανακάλυψη του Γαλλο-Πολωνού J. Babinski αναγνωρίστηκε ότι το σημείο του αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του σύνθετου καμπτικού αντανακλαστικού του κάτω άκρου. Η «πεμπτουσία» του σημείου Babinski είναι η προσθήκη του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο στη συνεργική καμπτική -δηλαδή που έχει ως αποτέλεσμα τη βράχυνση- απάντηση του κάτω άκρου, κίνηση στην οποία κατεξοχήν συμμετέχει ο πρόσθιος κνημιαίος μυς.

Αντιγράφουμε από το εξαιρετικό βιβλίο του J. Van Gijn, «The Babinski sign: a centenary», εκδόσεις Παν/μίου Ουτρέχτης, 1996:

Μόνο λίγα χρόνια μετά την ανακάλυψη του Babinski μερικοί νευρολόγοι κατόρθωσαν να εκμεταλλευτούν πρακτικά τη σχέση ανάμεσα στις κινήσεις του δακτύλου και στις πιο εγγύς αντανακλαστικές κινήσεις, που μέχρι τότε συνιστούσαν το πελματιαίο αντανακλαστικό. Ο Collier (1899) ανέφερε: «…. είναι πολύ σημαντικό να παρατηρούνται όλοι οι μύες του κάτω άκρου κατά τη στιγμή του ερεθισμού», παρόλο που στην απεικόνισή του έδειχνε μόνο το πόδι. Ο Koenig (1899, 1900), ακόμη, ενέπλεκε έναν δεύτερο παρατηρητή, ο οποίος «… εστιάζει την προσοχή του στα γεγονότα που συμβαίνουν πιο ψηλά». Τέλος, ο ίδιος ο Babinski, τόνιζε πάντα τη συνεργική φύση του «phénomène desorteils», παρόλο που επέμενε να περιλαμβάνει όχι μόνο την παθολογική αλλά και τη φυσιολογική κίνηση στη συνέργεια.

Ο Babinski συνέλαβε ωστόσο μια σημαντική πρακτική εφαρμογή: οι αντανακλαστικές κινήσεις του μεγάλου δακτύλου συχνά συμπίπτουν με τη σύσπαση του τείνοντος την πλατεία περιτονία, κάτι που ουδέποτε παρατηρείται κατά την εκούσια απόσυρση των δακτύλων. Η ίδια παρατήρηση έγινε μάλιστα και από τον Specht (1902).

Το σημείο που περιέγραψε ο Joseph Babinski, ο άνθρωπος που κρατά στην αγκαλιά του την νεαρή υστερική Blanche, δεξιά από το Jean-Martin Charcot, στο περίφημο έργο «Διαλέξεις της Τρίτης» (1887) του André Brouillet, δεν είναι κάποιο μαγικό σύμβολο, αλλά απλά η αποδέσμευση από τον υπερνωτιαίο έλεγχο του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο μυός. Η αποδέσμευση αυτή οδηγεί σε συμμετοχή του μυός στην καμπτική συνέργεια του κάτω άκρου, όπως ακριβώς συμβαίνει στο βρέφος μέχρι περίπου το πρώτο έτος της ζωής. Αυτή η συμμετοχή είναι που προκαλεί την προς τα πάνω κίνηση του μεγάλου δακτύλου.

H χρησιμότητα της συγκεκριμένης αντανακλαστικής απάντησης του κάτω άκρου των πρωτευόντων πιθανόν να έγκειται στην ικανότητα αυτόματης αναρρίχησης του βρέφους στην αγκαλιά της μητέρας του όταν το πέλμα έρθει σε επαφή με το έδαφος. Η απάντηση αυτή περιττεύει και γίνεται δυσπροσαρμοστική μόλις αποκτηθεί η ικανότητα βάδισης (προσωπική υπόθεση).

Τεχνική ερεθισμού

Θέση ασθενούς και προετοιμασία του. Όλοι οι μύες του κάτω άκρου πρέπει να είναι ορατοί και σε χαλαρή κατάσταση. Αυτό συνεπάγεται ότι όλο το κάτω άκρο πρέπει να είναι ακάλυπτο (η αφαίρεση των καλτσών δεν είναι αρκετή) και ότι ο ασθενής πρέπει να βρίσκεται σε ύπτια θέση σε έναν καναπέ ή κρεβάτι. Πολλοί, ευρισκόμενοι μέσα σε ένα στενό γραφείο, μπαίνουν στον πειρασμό να αφήσουν τον ασθενή καθιστό στην καρέκλα, αλλά αυτό δεν είναι καθόλου βολικό για τον εξεταστή, αν πρόκειται να τηρήσει όλες τις οδηγίες που αναφέρονται εδώ.

Οδηγίες προς τον ασθενή. Ο ασθενής πρέπει να προειδοποιείται ότι το πέλμα του «πρόκειται να γαργαληθεί» και ότι είναι πολύ σημαντικό «να διατηρήσει τα πόδια του όσο πιο χαλαρά, ψόφια και παράλυτα γίνεται».

Εργαλείο. Οποιοδήποτε εργαλείο είναι κατάλληλο, αρκεί να μην είναι πολύ αιχμηρό και να μην έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλους ασθενείς. Ένα πολύ βολικό εργαλείο είναι η άκρη ενός ξύλινου ραβδιού, όπως αυτά που έχοντας μπαμπάκι στο ένα άκρο τους χρησιμοποιούνται για τη λήψη επιχρισμάτων.

Σημείο ερεθισμού. Οποιοδήποτε τμήμα του ποδιού μπορεί να ερεθιστεί, η πιθανότητα όμως να προκληθεί μια εκτατική απάντηση του μεγάλου δακτύλου επί παρουσίας βλάβης της πυραμιδικής οδού θα είναι μέγιστη όταν επιλέγεται το εξωτερικό τμήμα του πέλματος ή της ράχης του ποδός, παρά το εσωτερικό. Ο ερεθισμός στην εσωτερική πλευρά είναι πιο πιθανό να κάνει το δάκτυλο να κινηθεί προς τα κάτω, καθώς κάτω από αυτή πορεύεται ο βραχύς καμπτήρας μυς του μεγάλου δακτύλου.

Βασικοί κανόνες αξιολόγησης

Α. Η προς τα πάνω κίνηση του μεγάλου δακτύλου θεωρείται παθολογική μόνο όταν προκαλείται από σύσπαση του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο μυός.

  • Το μεγάλο δάκτυλο μπορεί να κινηθεί προς τα πάνω χωρίς σύσπαση του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο κατά τη ραχιαία κάμψη του ποδιού συνολικά, μια κίνηση που παρατηρείται συχνά στα πλαίσια του -φυσιολογικού- καμπτικού αντανακλαστικού και δεν είναι από μόνη της παθολογική.

  • Το μεγάλο δάκτυλο μπορεί να κινηθεί προς τα πάνω αμέσως μόλις έχει καμφθεί, και μια πολύ ζωηρή καμπτική συνέργεια του κάτω άκρου μπορεί να αποκρύψει την αρχική κίνηση.

  • Μια ψευδαίσθηση ότι το μεγάλο δάκτυλο κινείται προς τα πάνω μπορεί να προέλθει από την ήπια προς τα κάτω κίνηση των άλλων δακτύλων, ενώ στην πραγματικότητα το μεγάλο δάκτυλο παραμένει ακίνητο.

Στους περισσότερους ασθενείς, το τέντωμα του τένοντα μπορεί να παρατηρηθεί, ή τουλάχιστον να γίνει αντιληπτό με την αφή, στη ραχιαία επιφάνεια του μεγάλου δακτύλου και του ποδός.

Β. Η σύσπαση του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο μυός είναι παθολογική μόνο όταν εμφανίζεται συγχρόνως με αντανακλαστική δραστηριότητα και σε άλλους καμπτήρες μύες.

  • Το καμπτικό αντανακλαστικό του κάτω άκρου, που δεν αφορά μόνο το μεγάλο δάκτυλο, ή «καμπτική συνέργεια», όπως αποκαλείται, μπορεί να είναι αδύναμο σε μερικούς ασθενείς, καθώς όμως η σύσπαση του τείνοντος την πλατιά περιτονία μυός και των μυών που σχηματίζουν τους ιγνυακούς τένοντες αποτελεί την ελάχιστη ένδειξη για την έκλυσή της, το τέντωμα των μυών αυτών συμβαίνει ταυτόχρονα με μια πραγματική αντίδραση Babinski.

  • Οποτεδήποτε κάποιος εξετάζει το πελματιαίο αντανακλαστικό είναι εξαιρετικά σημαντικό να παρατηρεί όχι μόνο το μεγάλο δάκτυλο αλλά και την έξω επιφάνεια του μηρού και τους τένοντες των μυών στην ιγνυακή χώρα, ως σημείο αναφοράς του τι αποτελεί μέρος της καμπτικής συνέργειας και τι όχι.

  • Μερικές φορές μπορεί να φαίνεται ότι το προς τα πάνω κινούμενο δάκτυλο αποτελεί την ελάχιστη αντίδραση του καμπτικού αντανακλαστικού, πρέπει όμως να έχει κανείς υπόψη του ότι το μεγάλο δάκτυλο είναι ελαφρύτερο από το πόδι, την κνήμη ή το μηρό και η ψηλάφηση των ιγνυακών τενόντων μπορεί να αποκαλύψει μικρής έκτασης σύσπαση που δεν είναι άμεσα ορατές. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ωστόσο, η καμπτική συνέργεια θα οδηγήσει σε κάποια μετακίνηση και άλλων εγγύτερων τμημάτων του κάτω άκρου και ο εξεταστής μπορεί όχι μόνο να το δει αλλά και να το νιώσει, με το χέρι που υποστηρίζει το πόδι, καθώς με το άλλο χέρι ερεθίζει το πέλμα.

Γ. Διάκριση ενός πραγματικού σημείου ανάσπασης του μεγάλου δακτύλου από την εκούσια απόσυρση.

  • Προκειμένου να αποφευχθούν οι εκούσιες κινήσεις σε ασθενείς με υπερευαίσθητο πέλμα, που «γαργαλιούνται εύκολα», το πρώτο χρήσιμο μέτρο είναι να εξηγηθεί στον ασθενή τι πρόκειται να συμβεί.

  • Πρέπει κανείς να προσαρμόζει το ερέθισμα όσο το δυνατό περισσότερο σε αυτό που ο ασθενής μπορεί να αντέξει. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο όφελος από το να ακολουθήσει κανείς πιστά έναν χειρισμό ακριβώς όπως περιγράφεται στα βιβλία ενώ ο ασθενής σφαδάζει στο κρεβάτι από τη δυσφορία. Εάν ο ερεθισμός καθόλο το μήκος της έξω επιφάνειας της ράχης του άκρου ποδός ή του πέλματος είναι υπερβολικός για τον ασθενή, ο επαναλαμβανόμενος ερεθισμός λίγων εκατοστών του δέρματος θα προκαλέσει, στην περίπτωση του καμπτικού αντανακλαστικού, κάθε φορά ένα σχεδόν παρόμοιο κλάσμα της συνεργικής κίνησης, δηλαδή θα υπάρχει αναπαραγωγιμότητα, ενώ η εκούσια απόσυρση θα εξαλειφθεί ή θα είναι ασταθής. Έχει αναφερθεί να συμβαίνει κόπωση του σημείου Babinski, κάτι όμως που είναι σπάνιο.

  • Η σύσπαση του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο συμβαίνει ταυτόχρονα με την έκλυση του καμπτικού αντανακλαστικού του κάτω άκρου, το οποίο και συνίσταται στη συνεργική σύσπαση και άλλων μυών που βραχύνουν το κάτω άκρο: του πρόσθιου κνημιαίου (ο τένοντάς του βρίσκεται επί τα εκτός του κνημιαίου χείλους), των καμπτήρων του γόνατος ή ιγνυακών μυών (οι τένοντές τους βρίσκονται πίσω από το γόνατο) και του τείνοντος την πλατεία περιτονία μυός (υποδόρια στην έξω επιφάνεια του μηρού. Παρόλα αυτά, στην κλινική πράξη ελάχιστοι έχουν υιοθετήσει τη συνήθεια να παρατηρούν όχι μόνο το μεγάλο δάκτυλο αλλά και την αντανακλαστική δραστηριότητα σε άλλους καμπτήρες μυς του κάτω άκρου. Πρέπει κανείς να έχει υπόψη του ότι ο μακρός εκτείνων το μεγάλο δάκτυλο, καλούμενος «εκτείνων» για καθαρά συμβατικούς λόγους, από φυσιολογικής άποψης είναι καμπτήρας -δηλαδή «βραχυντήρας» μυς.

  • Στην εκούσια απόσυρση δεν συμμετέχει ο τείνων την πλατιά περιτονία μυς, ενώ η απόσυρση μπορεί να προηγείται ή και να διατηρείται και μετά από το ερέθισμα.

Δ. «Ψευδές σημείο Babinski»

Πολλοί παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν στην εντύπωση ενός παθολογικού πελματιαίου αντανακλαστικού, ενώ στην πραγματικότητα η αντίδραση είναι φυσιολογική, πρόκειται δηλαδή για ψευδές σημείο Babinski.

Σύσπαση του πρόσθιου κνημιαίου μυός. Αυτή μπορεί να συμβεί εκούσια ή στα πλαίσια του καμπτικού αντανακλαστικού. Στις περιπτώσεις αυτές τα δάκτυλα ανυψώνονται παθητικά, χωρίς σύσπαση του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο. Αυτή είναι μάλλον και η πιο κλασική παγίδα.

Ζωηρή καμπτική συνέργεια. Μόλις η προς τα κάτω κίνηση σταματήσει ο παρατηρητής βλέπει το μεγάλο δάκτυλο να κινείται προς τα «πάνω», δηλαδή προς την αρχική του θέση. Η κίνηση αυτή προκαλείται από τη χαλάρωση των καμπτήρων των δακτύλων μετά από έκλυση ενός ζωηρού καμπτικού αντανακλαστικού του κάτω άκρου και όχι από τη σύσπαση του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο.

Εκούσιο τίναγμα των δακτύλων. Αυτές οι προς τα πάνω κινήσεις είναι απότομες, ασταθείς, δεν είναι σχετιζόμενες με την ένταση και το σημείο του ερεθισμού και, το κυριότερο, είναι «εκτός συγχρονισμού» με την καμπτική συνέργεια του κάτω άκρου.

Χορεία, δυστονία. Οι διαταραχές αυτές μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση, κατά κανόνα όμως οι ακούσιες αυτές κινήσεις θα εμφανίζονται και σε άλλα σημεία του σώματος.

Κίνηση προς τα κάτω των λοιπών δακτύλων. Ενώ το μεγάλο δάκτυλο παραμένει ακίνητο, το φαινόμενο αυτό μπορεί να προκαλέσει την ψευδαίσθηση μιας προς τα πάνω κίνησης του μεγάλου δακτύλου. Η παρατήρηση όμως του τένοντα του εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο επιλύει το πρόβλημα αυτό.

Ανατομικές παραλλαγές. Στην περίπτωση ανατομικών παραλλαγών ή αλλοιώσεων που εμποδίζουν την κάμψη του δακτύλου, όπως για παράδειγμα στο βλαισό μέγα δάκτυλο ή μετά από ακρωτηριασμό του δεύτερου δακτύλου, η αντανακλαστική ενεργοποίηση του βραχύ καμπτήρα του μεγάλου δακτύλου μπορεί να αποτύχει να μετακινήσει το μεγάλο δάκτυλο προς τα κάτω ή ακόμη και να το κινήσει προς τα πάνω, εάν η κατάφυση του μυός έχει μετακινηθεί σε διαφορετική θέση.

Μεμονωμένη κίνηση ριπιδίου των λοιπών δακτύλων. Το σημείο του ριπιδίου, το «signe de l’ eventail», μπορεί να συνοδεύει το σημείο ανύψωσης του μεγάλου δακτύλου, μπορεί όμως να εμφανίζεται και σε φυσιολογικά άτομα, όπως παρατήρησε και ο ίδιος ο Babinski, αλλά και άλλοι. Μπορεί να προκαλέσει σφάλματα όχι μόνο κατά την παρατήρηση αλλά και κατά την ερμηνεία εάν δοθεί περισσότερη σημασία σε αυτό και όχι στην έκταση του μεγάλου δακτύλου.

Περιφερικές βλάβες. Αποτελεί μια παραδοσιακή αλλά εσφαλμένη αντίληψη ότι μια εκτατική απάντηση από το μεγάλο δάκτυλο μπορεί να προκύψει από πάρεση λόγω βλάβης των νεύρων ή των μυών που μεσολαβούν για τη φυσιολογική καμπτική πελματιαία αντίδραση. H παρεξήγηση αυτή ξεκίνησε από τον ίδιο τον Babinski. Το φαινόμενο ωστόσο έχει αναφερθεί με βλάβες των οσφυοϊερών ριζών ή του οσφυϊκού πλέγματος, στην πολυνευροπάθεια, ακόμη και στη μυοπάθεια, εφόσον υπάρχει κύρια συμμετοχή των καμπτήρων μυών των δακτύλων.

Παρά την άφθονη βιβλιογραφία σχετικά με το «περιφερικό ψευδοσημείο Babinski», η παραπάνω ερμηνεία δεν στέκει. Το σημείο Babinski προκαλείται, όπως προαναφέρθηκε, από την παθολογική συμμετοχή των κινητικών νευρώνων του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο στην καμπτική συνέργεια του κάτω άκρου. Είναι δύσκολο λοιπόν να φανταστεί κανείς το πώς μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο στην περίπτωση που απλά κάποιες νευρικές ώσεις αδυνατούν να φθάσουν στους καμπτήρες μυς των δακτύλων. Οι ενεργητικές κινήσεις του ασθενή στις περιπτώσεις αυτές θα είναι φυσικά δυνατές μόνο μέσω των ραχιαίων καμπτήρων των δακτύλων, αλλά ο εξεταστής δεν πρόκειται να μπερδευτεί, εφόσον αγνοήσει τις προς τα πάνω κινήσεις των δακτύλων από τη στιγμή που δε σχετίζονται με την καμπτική συνέργεια.

Κοιλοποδία. Όπως και με τις περιφερικές βλάβες εν γένει, η δυσμορφία αυτή έχει προσλάβει κάποια ειδική κακή φήμη ότι προκαλεί ψευδώς θετικό σημείο Babinski. Είναι ασφαλώς αλήθεια ότι το μεγάλο δάκτυλο, όντας σε ανάσπαση κατά τη φάση ηρεμίας, ευνοεί την ραχιαία κάμψη ακόμη και με την παραμικρή δράση του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο από τη στιγμή που η κοιλοποδία συνοδεύεται συχνά από ατροφία των μικρών μυών του άκρου ποδός ή και ακόμη προκαλείται από αυτή, σε περίπτωση κληρονομικών πολυνευροπαθειών. Υπάρχει η υπόθεση του Collier (1899), ότι ο αυξημένος τόνος του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο συμβάλλει στη δυσμορφία. Αλλά και πάλι, όποιες και αν είναι οι ανατομικές συνθήκες που επικρατούν στην κοιλοποδία, εφόσον η προς τα πάνω κίνηση του μεγάλου δακτύλου πληροί τα κριτήρια για ένα αυθεντικό αντανακλαστικό, αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί εξαιτίας των όποιων περιφερικών παραγόντων. Η κίνηση προς τα άνω σηματοδοτεί όπως και να έχει μια επιπρόσθετη δυσλειτουργία των φλοιονωτιαίων ινών.

Ε. «Ψευδής απουσία σημείου Babinski»

Εάν το σημείο Babinski πραγματικά απουσιάζει επί παρουσίας πυραμιδικής αδυναμίας του κάτω άκρου ή ακόμη και κλονικών τενόντιων αντανακλαστικών, υπάρχουν μερικές πιθανές εξηγήσεις, προσθέτοντας κανείς και την περίπτωση των ασθενών με μακροχρόνια εγκεφαλική παράλυση με δυστονία.

Ανατομικές παραλλαγές. H παραμόρφωση της άρθρωσης δεν είναι σπάνια, ιδιαίτερα με τη μορφή του βλαισού μέγα δακτύλου. Στην περίπτωση αυτή, μια ηλεκτρομυογραφική καταγραφή μπορεί να αποκαλύψει την παθολογική δραστηριότητα του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο μυός, χωρίς καμία εμφανή κίνηση του μεγάλου δακτύλου. H καταγραφή θα πρέπει να γίνει με ηλεκτρομυογράφο τουλάχιστον 2 καναλιών, από το βραχύ καμπτήρα του μεγάλου δακτύλου και το μακρύ εκτείνοντα το μεγάλο δάκτυλο, κατά τη διάρκεια μηχανικού ερεθισμού του πέλματος, ενώ αν υπάρχει διαθέσιμο και τρίτο κανάλι, χρήσιμη είναι και η καταγραφή του πρόσθιου κνημιαίου. Ο μακρός εκτείνων το μεγάλο δάκτυλο θα συμμετέχει στην καμπτική συνέργεια μαζί με τον πρόσθιο κνημιαίο, ενώ θα παρατηρείται πολύ μικρή δραστηριότητα του βραχύ καμπτήρα του μεγάλου δακτύλου.

Περιφερικές νευρικές βλάβες. Η πάρεση λόγω πίεσης του έξω ιγνυακού νεύρου αποτελεί μια συνήθη επιπλοκή της χρόνιας παραπληγίας και υπό αυτές τις συνθήκες το σημείο Babinski δεν μπορεί πλέον να προκληθεί. Παρόμοιο φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί και στην πλάγια μυατροφική σκλήρυνση.

Ατελής πυραμιδική συνδρομή. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί είτε με τη διατήρηση της ακεραιότητας των πυραμιδικών ινών που νευρώνουν τους κινητικούς νευρώνες των ραχιαίων μυών του ποδός και των δακτύλων, είτε από μια μειωμένη δραστηριότητα των οδών, σε επίπεδο μυελικών τμημάτων, που μεσολαβούν για την καμπτική συνέργεια. Η μείωση αυτή μπορεί να είναι παροδική, όπως για παράδειγμα στις οξείες βλάβες του νωτιαίου μυελού ή ιδιοσυγκρασιακή.

ΣΤ. Το «βουβό πέλμα»

Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η απουσία οποιασδήποτε αντανακλαστικής αντίδρασης των δακτύλων μπορεί να είναι παθολογική εάν τα δάκτυλα κινούνται προς τα κάτω στην αντίθετη πλευρά. Ένα τέτοιο λεπτό σημείο συμμετοχής της πυραμιδικής οδού ίσως και να υπερκαλύπτεται από τις τυχαίες διακυμάνσεις στα φυσιολογικά άτομα, δεν έχει όμως μελετηθεί επισήμως.

Ζ. «Διαδικασίες για την «επίταση» του σημείου Babinski σε περίπτωση αμφιβολιών»

Θερμοκρασία του ποδιού. Τα κρύα πόδια εμφανίζουν μικρή ανταπόκριση προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, ενώ τα αντανακλαστικά επανέρχονται με την αύξηση της θερμοκρασίας.

Ισχαιμία του κάτω άκρου. Αμέσως μετά την αποκατάσταση της φυσιολογικής αιματικής ροής, υπάρχει μια ενδεχομένως χρήσιμη στον εξεταστή παροδική αύξηση των αντανακλαστικών απόσυρσης.

Τονικά αντανακλαστικά του αυχένα. Η στροφή της κεφαλής του ασθενούς μακριά από την ερεθιζόμενη πλευρά ελαχιστοποιεί την υπερτονία των εκτεινόντων μυών και διευκολύνει το καμπτικό αντανακλαστικό και το σημείο Babinski.

Η θέση του σώματος. Το σημείο Babinski έχει αναφερθεί ότι εξαφανίζεται όταν αλλάζει η θέση του ασθενούς από ύπτια σε πρηνή. Κάποιοι έχουν αποδώσει το φαινόμενο αυτό σε ιδιοδεκτική διέγερση από τη διάταση των εκτεινόντων μυών του γόνατος στον κατακεκλιμένο σε πρηνή θέση ασθενή. Η εξήγηση αυτή υποστηρίζεται από παρατηρήσεις πελματιαίων αντιδράσεων που μεταβάλλονται από κατερχόμενες όταν το γόνατο είναι λυγισμένο σε ανερχόμενες όταν το γόνατο βρίσκεται σε έκταση, ανεξάρτητα από τη θέση του σώματος. Κάποιοι άλλοι αποδίδουν το φαινόμενο αυτό στην επίδραση της ίδιας της θέσης του σώματος. Στα φυσιολογικά άτομα, η αλλαγή στη θέση του σώματος δεν φαίνεται να επιφέρει καμία μεταβολή στο πελματιαίο αντανακλαστικό.

Παθητική κάμψη των δακτύλων. Το προς τα κάτω λύγισμα των δακτύλων του ασθενούς ταυτόχρονα με τον ερεθισμό του πέλματος λέγεται ότι παράγει σημείο Babinski πολύ πιο συχνά, μολονότι η εξήγηση που δίνεται για το φαινόμενο αυτό με βάση και πάλι τον ιδιοδεκτικό ερεθισμό μάλλον δεν είναι η σωστή.

Βάδιση. Έχει εξακριβωθεί ότι η επί μακρόν βάδιση θα μπορούσε να οδηγήσει σε παραγωγή σημείου Babinski ακόμη και σε φυσιολογικά άτομα. Από την άλλη, έχει βρεθεί ότι το φυσιολογικό βάδισμα αναστέλλει την καμπτική συνέργεια.

Η. Λιγότερο επιβεβαιωμένες απόψεις

Υπάρχουν και κάποιες απόψεις, που μπορεί να υποστηρίζονται από πολλούς έμπειρους νευρολόγους, οι οποίες όμως δεν θεωρούνται εξίσου αποδεκτές όσο οι παραπάνω. Αυτές είναι ορισμένοι «κανόνες αξιολόγησης της κίνησης του μεγάλου δακτύλου». Ας τις δούμε σε συντομία, αφού τονιστεί ότι εφόσον κατανοηθούν και τηρηθούν οι παραπάνω κανόνες, δεν υπάρχει πολύς χωρίς για έμφαση σε αυτά τα ζητήματα και η έμφαση αυτή, σε κάθε περίπτωση, δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη σε σχέση με τα παραπάνω.

«Η κίνηση πρέπει να αφορά τη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση»

Ο λόγος για το κριτήριο αυτό είναι να αποκλειστούν οι παθητικές προς τα άνω κινήσεις του μεγάλου δακτύλου που οφείλονται απλά στη ραχιαία κάμψη του ποδός. Μια πιο ευαίσθητη ωστόσο μέθοδος από την παρατήρηση της άρθρωσης είναι, όπως αναφέρθηκε, η επικέντρωση της προσοχής στον τένοντα του μακρού εκτείνοντος το μεγάλο δάκτυλο μυός, από τον οποίο ξεκινά η κίνηση. Ο τένοντας αυτός έχει την κατάφυσή του στην τελική φάλαγγα και μπορεί να τεντωθεί χωρίς καμία ορατή μετακίνηση του δακτύλου, οπότε και θα παρατηρηθεί η προεξοχή του στη ραχιαία επιφάνεια του μεγάλου δακτύλου και του άκρου ποδός.

«Η κίνηση πρέπει να προηγείται»

Είναι δύσκολο να αξιολογηθεί, από τη στιγμή που ο ασθενής μπορεί να κάνει μια εκούσια κίνηση πριν ξεκινήσει η αντανακλαστική αντίδραση.

«Η κίνηση πρέπει να είναι αργή»

Την άποψη αυτή την ενστερνίζονται κάποια συγγράμματα. Ποιος είναι όμως ο ορισμός της βραδύτητας;

Βιβλιογραφία

  • Van Gijn J. Babinski sign: a centenary. Universiteit Utrecht, 1996.

  • Kumar SP, Ramasubramanian D. The Babinski sign - a reappraisal. Neurol India. 2000; 48: 314-8.

Ίσως σας ενδιαφέρει!

Εφόσον είστε ικανοποιημένη ή ικανοποιημένος από την ποιότητα των πληροφοριών που διαβάζετε

και ψάχνετε για ακόμη περισσότερες πληροφορίες ως προς μια συγκεκριμένη νευρολογική περίπτωση,

πατήστε εδώ.

*Δημοσίευση στο νευρολογικό περιοδικό Εν τω Βάθει, 2007.