Η σχέση γιατρού - ασθενούς

Σχέση γιατρού και ασθενούς:

μια αυτόνομη θεραπευτική πράξη;

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Η κ. Σ ήταν μια ασθενής 31 ετών με κεφαλαλγίες η οποία πήγαινε από τον ένα γιατρό στον άλλο νιώθοντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τη βοηθήσει. Στην πρώτη της συνάντηση με τη Δρ. Φ, τη νευρολόγο της, της διηγήθηκε το ιστορικό της διαταραχής της και την εμπειρία που είχε με διάφορα φάρμακα. Η Δρ. Φ κρατούσε σημειώσεις όσο η ασθενής μιλούσε. Ξαφνικά, η τελευταία διακόπτει τη διήγησή της και λέει «Δεν δείχνετε να ενδιαφέρεστε για όσα σας λέω.» Η Δρ. Φ σάστισε με το σχόλιό της και της είπε με κάπως αμυντική διάθεση: «Και βέβαια ενδιαφέρομαι. Ελπίζω να μπορέσω να σας βοηθήσω με αυτό το πρόβλημα.» Η κ. Σ απάντησε, «κανένας δεν έχει καταφέρει να με βοηθήσει και κανένας γιατρός δεν έδειξε ενδιαφέρον για εμένα. Όταν με βλέπουν αντιδρούν σα να είμαι γκρινιάρα και ανυπομονούν να φύγω από το ιατρείο τους.» Η Δρ. Φ ένιωσε ότι δεν της δινόταν καμία ευκαιρία και το γεγονός ότι η κ. Σ την κατηγορούσε ότι δεν ήταν σωστή επαγγελματίας και ότι δεν θα νοιαζόταν αμέσως μόλις τη γνώρισε της δημιουργούσε δυσφορία.**

Στην παραπάνω ιστορία, η κ. Σ εμφανίζει προς τη Δρ. Φ ένα φαινόμενο που ονομάζεται μεταβίβαση. Ουσιαστικά, τα αισθήματά της για τη γιατρό της είναι άμεσα ανάλογα με το πώς ένιωθε για τη μητέρα της. Πάντα ένιωθε ότι η μητέρα της ήταν απασχολημένη, ενώ δεν αισθάνθηκε ποτέ ότι οι προβληματισμοί της λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη. Συνεπώς, αυτομάτως υποθέτει ότι θα της φερθούν σα να είναι «σκουπίδι» ή ανεπιθύμητη. Νομίζει ότι οποιαδήποτε γυναίκα με κάποια εξουσία θα δημιουργήσει μαζί της την ίδια σχέση που είχε με τη μητέρα της. Η κ. Σ και η Δρ. Φ έχουν ένα πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ γιατρού - ασθενούς που με βεβαιότητα θα αλλοιώσει το θεραπευτικό αποτέλεσμα, ακόμη και αν η διάγνωση και η θεραπεία πραγματοποιηθούν με ιδανικό τρόπο.

Η σχέση γιατρού-ασθενή είναι θεμελιώδης για όλες τις ιατρικές ειδικότητες. Ασχέτως του πόσο προσεκτικός είναι κάποιος ώστε να έχει επαγγελματική και στοργική συμπεριφορά, η μεταβίβαση θα εμφανιστεί επειδή όλοι μας μεγαλώνουμε με «πληγές» από ατελείς σχέσεις με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής μας. Μεταβίβαση εμφανίζουν ακόμη και οι ίδιοι οι γιατροί, ως ασθενείς, προς τους δικούς τους γιατρούς. Ο γιατρός είναι ένα πρόσωπο με εξουσία η οποία επιβάλλεται στον ασθενή και ως εκ τούτου, όταν ο τελευταίος συναντά το γιατρό, η σκέψη όλων των προσώπων που είχαν θέση ισχύος στη ζωή του ενδέχεται να έλθει στην επιφάνεια. Οι γιατροί γίνονται έτσι πολύ συχνά αποδέκτες πλήθους αρνητικών για τη θεραπευτική σχέση συναισθημάτων, όπως το μίσος, η ζήλεια, η ερωτική επιθυμία, η ανταγωνιστικότητα, η αδιαφορία και η δυσπιστία, για να αναφέρουμε μερικά μόνο από αυτά.

Και σαν μην έφταναν αυτά, η μεταβίβαση έχει και το ταίρι της, την καλούμενη αντιμεταβίβαση…Κάθε ασθενής πυροδοτεί ένα σύνολο συναισθημάτων στο γιατρό. Αυτά τα συναισθήματα καλούνται αντιμεταβίβαση. Τα συναισθήματα που δημιουργούνται στο γιατρό είναι ανάμικτα, όπως και των ασθενών. Αν και όλοι μαθαίνουμε να δείχνουμε σεβασμό και να είμαστε επαγγελματίες, στην καρδιά μας νιώθουμε τρόμο, ανία, θυμό, μίσος, πόθο, αγάπη και φόβο κατά τη διάρκεια επιτέλεσης της δουλειάς μας σε μια συνηθισμένη εβδομάδα. Μπορούμε να αρνηθούμε τα συναισθήματα αυτά, να τα θάψουμε ή και να τα υπερνικήσουμε με συνειδητή δύναμη της θέλησης. Ό,τι και να κάνουμε, όμως, θα συνεχίσουν να υπάρχουν.

Ένα πλήθος αντιδράσεων μπορεί απρόκλητα να δημιουργηθεί στους γιατρούς, όπως θυμός, δυσφορία, ευαισθησία, ζεστασιά, ζήλεια, ενόχληση, λύπη, συμπόνοια και θλίψη. Οι γιατροί μπορεί να μην αναγνωρίζουν ή ενδέχεται να προσπαθήσουν να καταπιέσουν αυτά τα συναισθήματα, εκλογικεύοντάς τα ως «αντιεπαγγελματικά» ή ήσσονος σημασίας. Εάν ο γιατρός έχει επίγνωση αυτών των συναισθημάτων, μπορεί όμως να τα χρησιμοποιήσει για να βοηθήσει τον ασθενή, καθώς αυτά συχνά αντικατοπτρίζουν κάτι σημαντικό αναφορικά με την προσωπικότητα του ασθενή. Ας δούμε άλλο ένα παράδειγμα.

Ο Ν. ήταν ένας 25-χρόνος άνδρας που είχε βιώσει πολύ βαριές τιμωρίες από τον πατέρα του καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να αναπτύξει μια επαναστατική προσωπικότητα μεγαλώνοντας. Ο Ν. είχε γίνει μέλος μιας παρέας αντικοινωνικών εφήβων και ο τρόπος ζωής του ήταν χαοτικός. Χρησιμοποιούσε ναρκωτικές ουσίες και υπέστη σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις σε ατύχημα με μοτοσικλέτα. Επισκέφτηκε το δρ. Σ για ένα εγκεφαλογράφημα, κατόπιν επιληπτικής κρίσης. Ο Δρ. Σ ξεκίνησε την εξέταση ρωτώντας τον Ν. εάν θα ήθελε να μοιραστεί την ιστορία του μαζί του. Ο Ν. απάντησε επιθετικά, «Νόμιζα ότι ο γιατρός από το νοσοκομείο σου έστειλε το σημείωμα με το ιστορικό μου! Γιατί πρέπει να τα επαναλαμβάνω; Δεν το διάβασες;» Ο Δρ. Σ ένιωσε ενοχλημένος και άρχισε να γίνεται πιο αυταρχικός: «Και βέβαια διάβασα το ιστορικό σου, αλλά θέλω να ακούσω από εσένα όσα έγιναν, ώστε να σε βοηθήσω.» Ο Ν. απάντησε: «Δεν το καταλαβαίνω. Όλα είναι μέσα στο σημείωμα! Αυτό είναι γελοίο!» Ο Δρ. Σ εκνευρίστηκε ακόμα περισσότερο και ύψωσε τον τόνο της φωνής του: «Μπορεί να είναι γελοίο για εσένα, αλλά για εμένα, αυτό λέγεται σωστή άσκηση της ιατρικής. Τώρα… σε παρακαλώ απάντα στις ερωτήσεις μου!» Ο Ν. σήκωσε τους ώμους του και είπε: «Εσείς οι γιατροί νομίζετε ότι είστε θεοί και ότι οι ασθενείς πρέπει να κάνουν ότι στο διάολο θέλετε να κάνουμε.» Ο Δρ. Σ εξαγριωνόταν ολοένα περισσότερο και ένιωθε ότι πραγματικά ήθελε να πετάξει τον Ν. με τις κλωτσιές έξω από το γραφείο του.

Στην παραπάνω ιστορία, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο Ν. μεγάλωσε με ένα πατέρα που τον κακοποιούσε, που προσπαθούσε να έχει την απόλυτη κυριαρχία πάνω του και που τον τιμωρούσε όποτε δεν συμμορφωνόταν με τους αυταρχικούς του κανόνες. Ο Ν. εσωτερίκευσε αυτόν τον πατέρα ως νοητική αναπαράσταση την οποία κουβαλά μαζί του όπου και να πάει. Ως εκ τούτου, βλέπει όλους τους γιατρούς ως έχοντες για κίνητρο τα ίδια συναισθήματα. Στη συνέχεια, συμπεριφέρεται με απεχθή και μη συνεργάσιμο τρόπο, γεγονός που ασκεί εσωτερική πίεση στο δρ. Σ. (ο οποίος, με τη σειρά του βιώνει καθημερινά ότι η αξία του και ο επαγγελματισμός του ως γιατρός, για τα οποία τόσο έχει μοχθήσει, συχνά δεν τυγχάνουν αναγνώρισης από τους ασθενείς, όπως δεν τύχαιναν ποτέ της ανάλογης αναγνώρισης από τη μητέρα του οι προσπάθειές του να είναι «καλό παιδί» απέναντί της). Ο γιατρός γίνεται αυταρχικός, θυμωμένος, φτάνει ακόμα και στο σημείο να εύχεται να τον πετάξει κλοτσηδόν από το ιατρείο του. Συνεπώς, ο Δρ. Σ έχει τελικά ταυτιστεί με τη συμπεριφορά που προβάλλεται πάνω του από το Ν. και αμφότεροι έχουν αναπλάσει τον εσωτερικό τους κόσμο μέσα στο ιατρείο.

Μια μεγάλη αναλογία ασθενών με τους οποίους οι γιατροί έρχονται σε επαφή στο πλαίσιο της άσκησης της ιατρικής εμφανίζουν απλά κάποιο είδος προβλημάτων στον ψυχολογικό τομέα. Επιπλέον, οι ασθενείς με κάποια οργανική νόσο ενδέχεται επίσης να έχουν σημαντικές δυσκολίες και στον ψυχολογικό τομέα, οι οποίες περιπλέκουν τόσο την πρωτοπαθή νόσο, όσο και τη θεραπεία της. Με αυτά ως δεδομένα, πώς μπορεί ένας γιατρός να έχει αποτέλεσμα στη δουλειά του;

Ο πραγματικά αποτελεσματικός γιατρός οφείλει να είναι αρκετά στοργικός, που σημαίνει ότι φροντίζει και στηρίζει τον ασθενή, στο πλαίσιο πάντα των ορίων που διέπουν τη σχέση τους. Ένα δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό του πρέπει να είναι η δεξιότητα στην παροχή κατανοητών εκ του ασθενούς επεξηγήσεων σχετικά με τη νοσηρή διεργασία και τη συνιστώμενη θεραπεία. Ο ασθενής που κατανοεί την πορεία της νόσου και τη θεραπεία είναι πιο πιθανό να συμμορφωθεί με τη χορηγούμενη αγωγή. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό είναι η ικανότητα του γιατρού να κάνει τον ασθενή να συμμετέχει και αυτός στη διαδικασία επίλυσης του προβλήματος. Αυτή η εκμαίευση από τους ασθενείς της συμμετοχής τους στη διαδικασία επίλυσης του προβλήματός τους απαιτεί σημαντική επιδεξιότητα στη διαπροσωπική συμπεριφορά. Όλα τα παραπάνω απαιτούν σημαντικό βαθμό επίγνωσης και ελέγχου, από τη μεριά του γιατρού, των υποσυνείδητων διεργασιών του ίδιου και του ασθενούς του, όπως αυτές περιγράφονται παραπάνω. Ο αποτελεσματικός γιατρός κάνει βέβαια και ακριβείς διαγνώσεις και χορηγεί τις αντίστοιχες θεραπείες, όμως αυτό, όπως ξεκάθαρα δείχνει η καθημερινή εμπειρία όλων μας, πολύ συχνά δεν είναι αρκετό…

Ένα πρόβλημα επικοινωνίας μεταξύ γιατρού - ασθενούς με βεβαιότητα θα αλλοιώσει το θεραπευτικό αποτέλεσμα, ακόμη και αν η διάγνωση και η θεραπεία πραγματοποιηθούν με ιδανικό τρόπο

*Δημοσίευση στην εφημερίδα Καθημερινή Ενημέρωση, 2009.

** Οι παρατιθέμενες ιστορίες προέρχονται από το άρθρο "Ψυχοθεραπεία για τους νευρολόγους", δημοσιευμένο στην ελληνική έκδοση του περιοδικού Seminars in Neurology, 2009.