Η "ιατρική αγραμματοσύνη"

Ιατρική αγραμματοσύνη: άλλη μια σημαντική «συνοσηρότητα»!

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια αυξανόμενη ερευνητική δραστηριότητα σχετικά με την «ιατρική μόρφωση». Ο όρος αυτός, όπως χρησιμοποιείται, δεν έχει να κάνει με την κατοχή εγκυκλοπαιδικών ιατρικών γνώσεων, αλλά με την ικανότητα κατανόησης και αξιοποίησης των ιατρικών οδηγιών, όπως αυτές παρέχονται μέσα από έντυπα ή και προφορικά, από κάποιον επαγγελματία της υγείας. Υπό αυτή την έννοια, η ιατρική μόρφωση αντανακλά άμεσα και το επίπεδο του ονομαζόμενου «λειτουργικού αναλφαβητισμού».

Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης γενικά εκτιμάται ότι ο λειτουργικός αναλφαβητισμός βρίσκεται άνω του 15%, ενώ στην Ελλάδα, κατά εκτιμήσεις μπορεί και να ξεπερνά το 20%. Μια μεγάλη έρευνα κατέληξε πρόσφατα στο συμπέρασμα ότι το 14% περίπου των ενηλίκων στις ΗΠΑ εμφανίζουν επίπεδο «κάτω του βασικού» στην κατανόηση του πεζού λόγου, είναι δηλαδή λειτουργικά αναλφάβητοι.

Η ανεπάρκεια αυτή σχετίζεται άμεσα με τη χρήση από ένα άτομο «έντυπων και γραπτών πληροφοριών για τη λειτουργία του στα πλαίσια της κοινωνίας, για να επιτύχει τους στόχους του και να αναπτύξει τις γνώσεις και το δυναμικό του». Ένα τέτοιο άτομο δεν μπορεί π.χ. να χρησιμοποιήσει το τηλεοπτικό πρόγραμμα της εφημερίδας για να προγραμματίσει ποια εκπομπή θα παρακολουθήσει. Αντίστοιχα, εύλογα συνάγεται ότι δεν θα μπορεί να διαβάσει και να εφαρμόσει γραπτές οδηγίες λήψης ενός φαρμάκου. Αν υποθέσουμε ότι ο ασθενής αυτός θα εφαρμόσει μόνο τις προφορικά χορηγούμενες οδηγίες και συνυπολογίσουμε ότι η άμεση μνήμη δεν είναι ο καλύτερος σύμβουλος για τη συγκράτηση ζωτικών πληροφοριών, ενώ στα γηραιότερα άτομα παρουσιάζει ούτως ή άλλως δυσκολίες, εύκολα προβλέπουμε ότι η αγωγή αυτή θα είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.

Η ιατρική επιμόρφωση του πληθυσμού μεταφράζεται άμεσα σε περιττό και αποτρέψιμο οικονομικό κόστος για την περίθαλψη, αφού σχετίζεται με τη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή και συνεπώς με την αποτελεσματικότητα αυτής, με την αποφυγή ανεπιθύμητων ενεργειών, αλλά και με τη λελογισμένη χρήση υπηρεσιών υγείας. Μια ανάλυση στις ΗΠΑ έδειξε π.χ. ότι οι ασφαλισμένοι με χαμηλή ιατρική μόρφωση ήταν πιο πιθανό από αυτούς με επαρκή ιατρική μόρφωση να χρησιμοποιήσουν το τμήμα επειγόντων περιστατικών και τελικά και να εισαχθούν προς νοσηλεία.

Η ακριβής σχέση ανάμεσα στο γενικό μορφωτικό επίπεδο και στην υγεία παραμένει βέβαια ασαφής, τα άτομα όμως χαμηλού μορφωτικού επιπέδου είναι πιο πιθανό να αναφέρουν ότι έχουν προβλήματα υγείας και είναι πιο πιθανό να έχουν σακχαρώδη διαβήτη και καρδιακή ανεπάρκεια, σε σχέση με τα μορφωμένα άτομα. Μερικές μελέτες έχουν εντοπίσει συσχετίσεις ανάμεσα στο επίπεδο μόρφωσης και σε βιολογικές παραμέτρους νόσων, όπως τα επίπεδα γλυκοσυλιωμένης αιμοσφαιρίνης σε άτομα με διαβήτη. Είναι ευνόητο, φυσικά, ότι και άλλοι παράγοντες εκτός από την ικανότητα γραφής και ανάγνωσης (όπως το επίπεδο εκπαίδευσης, το εισόδημα, η μητρική γλώσσα, το φύλο και η ηλικία) επηρεάζουν την πρόληψη και αντιμετώπιση των διαφόρων παθήσεων, όποτε και τα συμπεράσματα είναι παρακινδυνευμένα.

Πολλοί επαγγελματίες της υγείας αγνοούν εντελώς ότι ίσως και 1 στους 5 ασθενείς τους μπορεί να αντιμετωπίζει προβλήματα κατανόησης γραπτών οδηγιών, κάτι που αποκτά μείζωνα σημασία εάν ο ασθενής «δεν παει καλά». Από την άλλη, δεν είναι λίγοι όσοι γιατροί περιγράφουν το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ως μια «σιωπηλή επιδημία». Δεν διστάζουν μάλιστα να χρησιμοποιούν την αξιολόγηση της κατανόησης γραπτού λόγου των ασθενών τους ως τμήμα της ρουτίνας της εξέτασής τους, επιδεικνύοντας π.χ. μια ψεύτικη συνταγή και ζητώντας από τον ασθενή να περιγράψει πώς θα έπαιρνε το φάρμακο αν προοριζόταν για εκείνον.

Η προσέγγιση όμως του ζητήματος δεν είναι τόσο απλή. Ένας ασθενής με φτωχές ικανότητες γραφής και ανάγνωσης συχνά αισθάνεται ντροπή για το πρόβλημά του, είναι πολύ επιδέξιος στο να το αποκρύπτει και σίγουρα δεν έχει προετοιμαστεί για μια τέτοια αξιολόγηση προσερχόμενος στο γιατρό για ένα άσχετο, στα μάτια του, πρόβλημα. Σε μια μελέτη, πάνω από το ένα τρίτο των ασθενών με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο ανέφεραν ότι δεν το έχουν πει ποτέ στο ή στη σύζυγό τους. Το ένα πέμπτο περίπου δήλωσε ότι δεν το είχαν αναφέρει ποτέ σε κανέναν. Το 40% των ασθενών δήλωσαν ότι αισθάνονταν ντροπή για αυτό. Κλινικοί ψυχολόγοι δηλώνουν ότι το αίσθημα της ντροπής που βιώνουν τα άτομα με προβλήματα μόρφωσης μπορεί να είναι συγκρίσιμο με αυτό που νιώθουν τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Στη σύγχρονη κοινωνία η άγνοια συνεπάγεται ντροπή και αμηχανία και κανείς δε θέλει να δείχνει «ηλίθιος», ιδίως μπροστά στο γιατρό του.

Μερικοί ειδικοί συνιστούν μια επικοινωνιακή προσέγγιση παρόμοια με τις κοινές σε παγκόσμιο επίπεδο προφυλάξεις που λαμβάνονται για την πρόληψη της λοίμωξης από τον HIV. Κατά αναλογία, οι επαγγελματίες υγείες θα πρέπει αρχικά να υποθέτουν ότι όλοι οι ασθενείς έχουν μειωμένη κατανόηση των ιατρικών όρων και εννοιών, είτε διαθέτουν είτε όχι γενικές ικανότητες ανάγνωσης. Κάποιοι συνιστούν, οι γιατροί να οργανώνουν τις συζητήσεις τους με τους ασθενείς τους γύρω από μέχρι 3 κεντρικά σημεία ανά επίσκεψη και πάντα να ζητούν από τον ασθενή να εξηγεί τι κατάλαβε.

Το παραπάνω πρόβλημα, όπως αδρά εκτέθηκε παραπάνω, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του πόσο αλληλοδιαπλεκόμενη μπορεί να είναι η ιατρική πράξη με την ευρύτερη κοινωνία. Οι ορθόδοξες λύσεις απαιτούν οπωσδήποτε μακροπρόθεσμα μέτρα, αλλά μέχρι τότε, οι επαγγελματίες της υγείας μάλλον θα πρέπει, μεταξύ τόσων άλλων, να εξασκηθούν και στο ρόλο του δασκάλου που βάζει απροειδοποίητο διαγώνισμα...-

Η ιατρική επιμόρφωση του πληθυσμού μεταφράζεται άμεσα σε περιττό και αποτρέψιμο οικονομικό κόστος για την περίθαλψη

*Δημοσίευση στην ιατρική εφημερίδα "Διάγνωση", 2006.