Το σύνδρομο του μάγου του Οζ

Το σύνδρομο του «μάγου του Οζ»

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου

Η αδυναμία των κριτηρίων του Διαγνωστικού Και Συστηματικού Εγχειριδίου Των Ψυχικών Διαταραχών (DSM-IV) ως προς το να συμβαδίζουν πάντα με τα δεδομένα της κλινικής πράξης, επιτείνεται ιδιαίτερα και από τις πολιτισμικές διαφορές, οι οποίες τροποποιούν την εκδήλωση διαταραχών στον άξονα Ι (βασικά ψυχιατρικά συμπτώματα - μείζωνα ψυχιατρικά σύνδρομα) ή ακόμη και δημιουργούν «καινοφανή» ή αταξινόμητα σύνδρομα στον άξονα ΙΙ (στάσεις και συμπεριφορές - διαταραχές προσωπικότητας).* Ειδικά ο άξονας ΙΙ, καθώς μπορεί να επηρεάσει άμεσα -και, αναμφισβήτητα, το κάνει- τη συμπεριφορά κάθε ασθενούς απέναντι στη νόσο του ή τη συμμόρφωσή του με την αγωγή, θα όφειλε να αποτελεί επίκεντρο εκπαίδευσης όλων των γιατρών και όχι μόνο των ψυχίατρων. Στο παρόν άρθρο, επιχειρούμε λοιπόν την αδρή παρουσίαση ενός πρότυπου διαταραχής προσωπικότητας που δεν περιλαμβάνεται στο DSM-IV (θα μπορούσε να περιλαμβάνεται στις «διαταραχές προσωπικότητας μη ειδικά καθοριζόμενες» [not otherwise specified: NOS], πρότυπο για το οποίο υπάρχει μια σοβαρή εμπειρική εικασία, ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα μας.

Το πρότυπο αυτό έχει περιγράφει αρχικά από τη Lorna Smith Benjamin σε έγγαμες γυναίκες πολυμελών οικογενειών των νοτιοδυτικών Ηνωμένων Πολιτειών (πυρήνας αυτών των Πολιτειών θεωρούνται το Νέο Μεξικό και η Αριζόνα), αλλά καθώς είναι καθοριζόμενο ισχυρά από τις πολιτισμικές επιρροές, μπορεί προφανώς να εμφανίζεται και οπουδήποτε υπάρχουν πολιτισμικές αντιστοιχίες. Η Μπένζαμιν το ονομάζει «σύνδρομο του μάγου του Οζ». Όπως και ο μάγος του Οζ**, οι γυναίκες αυτές λειτουργούν ως φορείς που προσδιορίζουν και ενισχύουν τη δύναμη άλλων ατόμων, εκτός από αυτές, συνήθως των μελών της οικογένειάς τους. Τους αποδίδεται η ταυτότητα της συζύγου και της μητέρας άλλων. Οι κινήσεις τους παρακολουθούνται και ελέγχονται από την παλαιότερη γενιά, η οποία συχνά ανακατεύεται στην ανατροφή των παιδιών, ακόμη και με υπερβολικές ή παράλογες οδηγίες. Οι «μάγισσες του Οζ» αυτές συνήθως είναι υπεράνθρωποι από την άποψη του έργου που παράγουν. Μπορεί να χρειάζεται να επινοούν λύσεις για τις ασυμβατότητες μεταξύ μελών της οικογένειας που βρίσκονται σε διαμάχη, χωρίς να αναγνωρίζουν ποτέ ότι πράγματι αυτή η διαμάχη υπάρχει. Στις οικογένειές τους αφθονούν τα ζητήματα πίστης, οι συνομωσίες και οι σχηματισμοί τριγωνικών σχέσεων. Πάνω από όλα υπερισχύει η διατήρηση της ειρήνης και η εξωτερική εικόνα της οικογένειας ως ιδανικής και θαυμαστής.

Καθώς η υποκουλτούρα των εν λόγω περιοχών είναι σε μεγάλο βαθμό καθοριζόμενη από το αντρικό φύλο, οι γυναίκες αυτές θα πρέπει να επιλύσουν τα παραπάνω προβλήματα μόνο με έμμεσο τρόπο. Για το γυναικείο φύλο δεν είναι αποδεκτή η ευθύτητα και επομένως, για τις απόψεις τους υπάρχει μικρή εγγενής αξιοπιστία. Από την άλλη, η υποχρεωτική τήρηση της ιδιωτικότητας και της ιερότητας του θεσμού της οικογένειας αποκλείει την εύρεση κοινωνικής υποστήριξης εκτός του οικογενειακού περιβάλλοντος. Έτσι, οι γυναίκες αυτές σπάνια θα αναζητήσουν έγκαιρα ψυχιατρική βοήθεια και τελικά, όταν πια δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στο αίσθημα εξάντλησης, αδιεξόδου και απελπισίας και μη έχοντας κανένα άλλο καταφύγιο, η πιθανότερη κατάληξή τους είναι τα τμήματα επειγόντων περιστατικών, συνήθως των νευρολογικών, με σοβαρά ψυχοσωματικά συμπτώματα, που συνήθως υποκρύπτουν σοβαρή κατάθλιψη. Οι γυναίκες αυτές θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως θύματα, πάσχοντα από δυνητικά επικίνδυνη πάθηση και όχι ως κακομαθημένα παιδιά ή ως περιττό βάρος κατά την εφημερία, το οποίο, σύμφωνα με την εσφαλμένη επικρατούσα άποψη, οι γιατροί δεν οφείλουν να αντιμετωπίζουν.

Σύμφωνα με τη Μπένζαμιν, πολλές από τις απόψεις μας, τις συνήθειές μας, τις πράξεις και τις αντιδράσεις μας, καθώς και τα συνδεόμενα με τα παραπάνω συναισθήματα, αποτελούν απλώς τη συνέχεια των αντίστοιχων της παιδικής και εφηβικής ηλικίας μας, όπου και καθορίζονταν σε κύριο βαθμό από τις προσδοκίες των γονιών μας και των άλλων σημαντικών προσώπων της ζωής μας από εμάς, προσδοκίες που επικοινωνούνταν μέσω των θετικών η αρνητικών συναισθημάτων που μας μετέδιδε η αλληλεπίδραση μαζί τους, έτσι ώστε οι προσδοκίες αυτές να έχουν πλέον ενσωματωθεί στον ψυχισμό μας και να αναγνωρίζονται ως δικές μας. Τα ψυχικά συμπτώματα και οι κακές σχέσεις με τους άλλους δημιουργούνται από την κακή προσαρμογή που υπάρχει στις απαιτήσεις της ενήλικης ζωής μέσω της αναπαραγωγής προτύπων που είχαν ως βάση τις διαφορετικές αναγκαιότητες της παιδικής ηλικίας, αναγκαιότητες των όποιων η αξία είναι πλέον "ληγμένη". Π.χ. φέρομαι στον εαυτό μου όπως οι γονείς μου σε εμένα (μόνο έτσι αξίζω ή δεν αξίζω την αγαπη), ζητώ ή δεν ζητώ κάτι όπως το ζητούσα από τους γονείς μου (μόνο έτσι κερδιζω το ενδιαφέρον) κ.λπ.

Μια χαρακτηριστική ενδεικτική περίπτωση αφορούσε μια γυναίκα ηλικίας 28 ετών, η οποία προσήλθε σε νοσοκομείο με τη συνοδεία της πεθεράς της, λόγω εμέτων που συσχετίζονταν με ανορεξία και σημαντική απώλεια βάρους, στα πλαίσια κλινικά έκδηλης κατάθλιψης. Η κατάθλιψή της είχε ξεκινήσει ένα έτος περίπου μετά από τη γέννηση του τελευταίου παιδιού της, στην αποδρομή ενός επιπλεγμένου τοκετού. Η ασθενής δήλωσε καταρχήν προς το γιατρό ότι χρειαζόταν περισσότερη επίγνωση του εαυτού της, έτσι ώστε θα αποκτούσε μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις ιδέες της και στις σκέψεις της. Δήλωσε ότι επιθυμούσε να μάθει να σκέφτεται ανεξάρτητα και να «αναλάβει την ευθύνη του εαυτού της», καθώς βασιζόταν παρά πολύ στην αποδοχή των άλλων και ήταν πολύ επικεντρωμένη στο «να τους κάνει όλους ευτυχισμένους». Κατά το τέλος της ψυχιατρικής συνέντευξης, το παραπάνω δίλλημα είχε τελικά αναπλαισιωθεί.

Η γυναίκα αυτή υπέφερε από μια τεράστια εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της επιθυμίας της για αυτοπροσδιορισμό και των κάθετων αντίθετων εντολών προς αυτή, ρητών ή υπόρρητων, εναντίον ενός τέτοιου αυτοπροσδιορισμού. Η οικογένεια του συζύγου της την ήθελε να είναι όπως ήταν και η μητέρα του. Εάν ακολουθούσε το μοντέλο αυτό, θα ήταν πλήρως υποταγμένη στο πρόγραμμα και τις προτιμήσεις του συζύγου. Θα όφειλε να τον «χαλαρώνει» όποτε αυτός το χρειαζόταν, να τον βοήθα στην ικανοποίηση των προτιμήσεων του, να βρίσκει δικαιολογίες για αυτόν και να διαβεβαιώνει την οικογένεια ότι όλα θα είναι πάντα καλά. Από την άλλη πλευρά, η γυναίκα αυτή είχε ιδέες και σχέδια δικά της, τα οποία όμως δεν ήταν αποδεκτά από την οικογένεια.

Το πρωτότυπο των αλληλεπιδράσεων μέσα στην οικογένεια (γιαγιά και παππούς) αναδεικνύεται και από το ακόλουθο περιστατικό. Στο μεσημεριανό γεύμα για τα Χριστούγεννα, ο παππούς άργησε 2 ώρες. Τα παιδιά ήταν πεινασμένα και γκρινιάρικα. Η γιαγιά προσπαθούσε να μείνουν όλοι ήρεμοι και χαρούμενοι. Αφού τελικά γευμάτισαν μετά από την αναμονή, τα παιδιά είχαν ήδη κουραστεί και βαρεθεί ώστε άρχισαν να τσακώνονται. Τότε ο παππούς δήλωσε θυμωμένα ότι αυτή δεν ήταν μια ωραία οικογένεια. Τότε η γιαγιά δικαιολόγησε τον παππού, προσπάθησε να διασκεδάσει τα παιδιά και ανέλαβε την ευθύνη ώστε ο παππούς, τα παιδιά και όλοι οι άλλοι να περάσουν χαρούμενα αυτή την οικογενειακή ημέρα.

Όταν στην ασθενή προτάθηκε έντεχνα από το γιατρό, ως λύση στην ενδοψυχική σύγκρουσή της, η συμμόρφωσή της στην αντρική κυριαρχία, αυτο της φάνηκε άδικο και τη θύμωσε πολύ, για πρώτη φορά στη συνέντευξη. Θεωρούσε ότι η καλύτερη εναλλακτική λύση ήταν η ισότητα ως προς την εξουσία. Δυστυχώς, είχε την εμπειρία μιας κουνιάδας της, η οποία λειτούργησε με παρόμοιο τρόπο και είχε μια πιο διεκδικητική στάση απέναντι στο σύζυγο της, αλλά η οικογένεια είχε εκφράσει ρητά και αμετάκλητα την αντιπάθεια και την απόρριψή της προς αυτή και προς όλες τις «μοντέρνες» και «επαναστατικές» συμπεριφορές της. Επιπρόσθετα, δύο ξαδέλφια του συζύγου δεν μιλούσαν μεταξύ τους εξαιτίας ενός καβγά που έγινε μεταξύ των γυναικών τους για αντίστοιχα ζητήματα. Η ίδια η ασθενής δεν επιθυμούσε ούτε να τη θεωρήσουν «επαναστάτρια», ούτε η ίδια να προκαλέσει προβλήματα εντός της οικογένειάς της.

Ο σύζυγος υιοθετούσε τις περισσότερες από τις απόψεις της οικογένειας καταγωγής του. Δήλωσε όμως, επίσης, ότι επιθυμούσε να έχει το δικό του ξεχωριστό τρόπο ζωής, μαζί με τη σύζυγο του, αλλά όταν το ζευγάρι διαφωνούσε σχετικά με την ανατροφή των παιδιών, συνήθως συμφωνούσε με τη μητέρα του. Κατά την περίοδο πριν από την προσέλευση στο νοσοκομείο, είχε προηγηθεί μια πράξη μιας συνεχιζόμενης διαφωνίας σχετικά με την ανατροφή του μεσαίου παιδιού. Η ασθενής κατάφερε να επικρατήσει μόνο κατά το διάστημα της έξαρσης των σωματικών συμπτωμάτων που παρουσίασε μετά από τις επιπλοκές του τοκετού του νέου μέλους της οικογένειας, αλλά αμέσως μετά τη σωματική ανάρρωσή της, έπρεπε και πάλι να συμμορφωθεί με τις προτιμήσεις του συζύγου και της πεθεράς της.

Η αντίδραση της ασθενούς απέναντι σε αυτόν τον αυστηρό έλεγχο από την οικογένεια του συζύγου ήταν το να αισθάνεται θυμωμένη. Αισθανόταν ότι έπρεπε να διαλέξει μεταξύ του να μη σκέφτεται και να συμμορφώνεται με άτοπες πρακτικές ανατροφής των παιδιών ή να αντιμετωπίζεται ως επαναστάτρια. Αισθανόταν ανάπηρη, χωρίς επιλογές, εξαντλημένη και σε κατάθλιψη. Για αυτήν όμως ήταν σημαντικό να αποφευχθεί η ανοιχτή σύγκρουση, οπότε οι σύζυγοι προσπαθούσαν να διαβάσουν ο ένας το μυαλό του άλλου. Ιδανικά, ο καθένας θα έπρεπε να προβλέπει αυτό που ο άλλος επιθυμούσε. Αυτό το μοτίβο προβλέψεων οδηγούσε σε απώλεια της αίσθησης διάκρισης μεταξύ του αληθινού και του ψευδούς. Η ασθενής δεν μπορούσε να δηλώσει αυτό που επιθυμούσε, ούτε να διαπραγματευτεί με ανοιχτό τρόπο και δίκαια με το σύζυγο της για οποιοδήποτε θέμα. Αντίθετα, προσπαθούσε να πραγματοποιεί «μαγικά τρικ», ώστε να δημιουργεί την εικόνα ευτυχίας στα μάτια των άλλων, ανεξάρτητα από την πραγματικότητα, ενώ παράλληλα δεν είχε δικές της ανάγκες ή απόψεις.

Το παραπάνω μοτίβο διαπροσωπικών σχέσεων και σχέσης με τον εαυτό είχε ενθαρρυνθεί και από τις παιδικές της ψυχο-μαθησιακές εμπειρίες, από τη δική της οικογένεια καταγωγής. Η μητέρα της παραπονιόταν και κατηγορούσε τον πατέρα της μόνο πίσω από την πλάτη του και η ασθενής έμαθε να ακούει και να στηρίζει τη μητέρα της. Η μητέρα της διατεινόταν ότι ήταν ανεπαρκής και ανίκανη. Εξαιτίας του ότι η μητέρα ήταν «άρρωστη»,η ασθενής έπρεπε να λειτουργεί ως υποκατάστατο για τη δύναμη και το κουράγιο της. Για παράδειγμα, η ασθενής είχε αναλάβει ένα κύριο ρόλο στην ανατροφή ενός αδελφού της που παρουσίαζε μια χρόνια παθολογική κατάσταση. Επίσης αισθανόταν ότι κατάφερε μόνη της να κρατήσει την οικογένεια όρθια, μετά από το έμφραγμα μυοκαρδίου που σημειώθηκε στον πατέρα της.

Κατά τη διάρκεια της ψυχιατρικής συνέντευξης, η ασθενής δήλωσε ότι ήταν υπερήφανη για το πόσο υπεύθυνη είχε υπάρξει σε όλα αυτά τα χρόνια. Ωστόσο, πρόσθεσε με δάκρυα, ότι θα ήθελε να ήταν «όπως όλα τα αλλά παιδιά». Συνήθως η πειθαρχία δεν της επιβαλλόταν με βίαιο τρόπο, αλλά μέσω αυστηρών και ρητών διαταγών εναντίον της έκφρασης θύμου για τα αδέλφια της ή τους γονείς της. Ο πατέρας επέβαλε την πειθαρχία λέγοντας πράγματα όπως «όταν χάνεις την ψυχραιμία σου γίνεσαι γελοία». Ο πατέρας υπέθετε ότι μπορούσε να ξέρει τι σκέφτεται η κόρη του και για παράδειγμα, δήλωνε ότι «όταν ζητούσε συγνώμη δεν το εννοούσε». Οι γονείς της προσπαθούσαν λοιπόν α ορίσουν και να ελέγξουν την πραγματικότητά της και τα συναισθήματα της. Το μοτίβο αυτό επαναλαμβανόταν τελικά και από τα πεθερικά της.

Η ασθενής δήλωσε επίσης ότι ήταν γνωστό σε όλους πως ως άτομο απέδιδε σε πολύ υψηλό επίπεδο. Προκειμένου να είναι όλοι χαρούμενοι, θα έπρεπε να είναι άλλο πρόσωπο για τη μητέρα της και τα αδέλφια της, ένα άλλο για τον πατέρα της, ένα άλλο για το σύζυγο και ακόμη ένα άλλο για τα παιδιά της. Η ίδια, έτσι, δεν υπήρχε πουθενά. Αισθανόταν ότι είχε εξαφανιστεί τόσο νοητικά όσο και συναισθηματικά και τώρα, καθώς έχανε βάρος μέσω της ανορεξίας της, αισθανόταν ότι εξαφανιζόταν και σωματικά.

Εκτός από την αρχική διάγνωση της μείζωνος κατάθλιψης, που θα έθεταν οι περισσότεροι γιατροί, σύμφωνα με το DSM-IV, η διάγνωση θα έπρεπε να τονίσει στον άξονα 2, το «σύνδρομο του μάγου του Οζ», το οποίο ελληνιστί θα μπορούσε να αποδοθεί και ως «σύνδρομο του από μηχανής θεού». Όλοι περίμεναν από την ασθενή να συμπληρώσει ή να δημιουργήσει αυτό που οι ίδιοι δεν είχαν. Όπως και ο μάγος του Οζ, η ίδια η ασθενής ήταν μια ευάλωτη φιγούρα που εργαζόταν στο παρασκήνιο δημιουργώντας εντυπωσιακές ψευδαισθήσεις με καπνό και καθρέφτες. Η ταυτότητά της ήταν «να είναι το καθετί που οι άλλοι επιθυμούσαν να είναι». Όπως φαίνεται, πρόκειται για μια διαταραχή προσωπικότητας μη προσδιοριζόμενη αλλιώς, σύμφωνα με το DSM, η οποία διαφέρει από όλα τα πρότυπα διαταραχών προσωπικότητας που περιλαμβάνονται σε αυτό. Πράγματι, οι πολιτισμικές διαφορές και οι διαφορές από περιοχή σε περιοχή μπορούν να προκαλέσουν πολυάριθμες διαφορετικές παραλλαγές μοτίβων, τα οποία δεν αναφέρονται στα επίσημα αμερικανικά ψυχιατρικά εγχειρίδια, ενώ στη χώρα μας, το παραπάνω σύνδρομο ενδέχεται να αφθονεί και η σημασία μιας τέτοιας διαπίστωσης έγκειται στην επίγνωση του ότι οι ασθενείς αυτές δεν θα παρουσιάζουν σαφή εικόνα διαταραχής προσωπικότητας σε μια τυπική αξιολόγηση από κάποιο μεταφρασμένο εργαλείο.

Ειδικότερα, το μοτίβο αυτό δεν ταιριάζει με την παθητικό-επιθετική διαταραχή προσωπικότητας, διότι η ασθενής εκπλήρωνε με το παραπάνω τις ανάγκες της απόδοσής της, ούτε και με την εξαρτητική διαταραχή προσωπικότητας, διότι είχε μεγάλες δεξιότητες και λειτουργούσε σε υψηλό επίπεδο, έτσι ώστε στην πραγματικότητα οι άλλοι να εξαρτώνται από αυτήν. Οπωσδήποτε δεν έπασχε από αντίδραση μετατροπής, διότι είχε επίγνωση και διατύπωνε τα συναισθήματα της και τις συγκρούσεις της, παρόλο που αυτές ήταν ουσιαστικά αποξενωτικές για το Εγώ της. Είχε την τελειομανία, την υψηλή απόδοση και την πρακτική αυτοπειθαρχίας που εφαρμόζει ο κλασικός ανορεκτικός ασθενής, αλλά τα προβλήματα της δεν επικεντρώνονταν απλώς στο ζήτημα της διατροφής. Από την άποψη του τελευταίου πλαισίου της τελειομανίας και της υψηλής απόδοσης, το μοτίβο θα μπορούσε να ταιριάζει με μια ψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας, όμως σε αυτή δεν αναμένεται η μακροχρόνια προσαρμογή σε συνθήκες παραχώρησης του ελέγχου σε άλλους. Δεν ανήκε επίσης στην υπολειπόμενη στο DSM-IV κατηγορία της «μαζοχιστικής προσωπικότητας», διότι η ασθενής δεν επέλεγε να βρίσκεται σε αυτήν την κατάσταση όταν της παρέχονταν καλύτερες επιλογές, δεν υπονόμευε τις προσπάθειες να βοηθηθεί, ούτε αδιαφορούσε για τους ανθρώπους που της φέρονταν καλά, ενώ είχε επίγνωση της αξίας της ηδονής για τον εαυτό της. Αξίζει να παρατεθεί εδώ ένας χαρακτηριστικός διάλογος (σε ελεύθερη απόδοση) από την ταινία «ο μάγος του Οζ»:

- Dorothy: «Νόμιζα ότι ο μάγος του Οζ ήταν ένα σπουδαίο μυαλό…»

- Μάγος (μειλίχια): «Όχι, είναι όλα λάθος. Απλά τα κάνω να φαίνονται πιστευτά.»

-Dorothy: «Να ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ πιστευτά! Δεν είσαι ένας μεγάλος μάγος;»

-Μάγος: «Σιγά, καλή μου. Μη μιλάς τόσο δυνατά γιατί θα σε ακούσουν και αυτό ισοδυναμεί με την καταστροφή μου. Υποτίθεται ότι είμαι ένας μεγάλος μάγος.»

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η παράδοξη ταυτόχρονη συνύπαρξη της αίσθησης ευαλωτότητας και παντοδυναμίας περιγράφεται ως ένα εκ των βασικών εσωτερικευμένων πρότυπων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας των ατόμων που έχουν υποστεί κατ’ εξακολούθηση κακοποίηση (συνήθως σεξουαλική), από σημαντικό για το άτομο πρόσωπο (π.χ. πατέρας, αδελφός). Η κακοποίηση και ο πόνος (ευαλωτότητα) συνυπάρχουν με την αίσθηση παροχής - προσφοράς (παντοδυναμίας) προς το σημαντικό πρόσωπο-θύτη, με αντάλλαγμα την εύνοια και την αγάπη του και αυτό είναι συχνά κεντρική πτυχή της μεθοριακής διαταραχής προσωπικότητας, διαταραχής πολύ συχνά -αλλά όχι πάντα- συνδεόμενης με ιστορικό παιδικής κακοποίησης.

Θα μπορούσε να προταθεί, ως μια προσπάθεια ανάλυσης του «συνδρόμου του μάγου του Οζ» με γνωστούς όρους, ότι το σύνδρομο αυτό χαρακτηρίζεται μάλλον από ένα συνδυασμό μεταξύ ενός εξωτερικού κελύφους ψυχαναγκαστικότητας και εξαρτητικότητας και ενός εσωτερικού πυρήνα μεθοριακότητας.

Η μεθοριακότητα, υπό την έννοια της ανεπάρκειας προσαρμογής στις απαιτήσεις μιας ανεξάρτητης ζωής και της αναζήτησης κάλυψης των συναισθηματικών αναγκών από άλλους, με τονισμένη την έλλειψη μιας ανεξάρτητης ταυτότητας, τη δυσανεξία στην εγκατάλειψη και συχνά την «εφεύρεση» αυτού του βιώματος ενώ η εγκατάλειψη αντικειμενικά δεν υφίσταται, ίσως δεν αναδύεται όταν τα άτομα παντρευτούν σε μικρή ηλικία ή ανήλικα. Στη -συχνή στους εν λόγω πολιτισμούς- περίπτωση αυτή, η ζωή τους μεταφέρεται απευθείας από την πατρική στην ενήλικη οικογένειά τους, χωρίς όμως να τους ανατίθενται ουσιαστικά ποτέ ενήλικοι ρόλοι. Η ψυχοπαθολογία τελικά εκδηλώνεται ίσως όταν οι γυναίκες αυτές «κουραστούν να μένουν παιδιά» ή εφόσον εκτεθούν τελικά στις επιρροές του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, πράγμα πολύ εύκολο συχνό σήμερα μέσω της τηλεόρασης και του κινηματογράφου οδηγούμενες σε συγκρίσεις του εαυτού τους με τους άλλους.

Οι θεραπευτικές συστάσεις για αυτή τη γυναίκα, πέρα από τη φαρμακευτική κάλυψη του μείζονος ψυχιατρικού συνδρόμου της κατάθλιψης, θα όφειλε μακροπρόθεσμα να είναι η ατομική ψυχοθεραπεία ή η θεραπεία ζεύγους, εάν είναι εφικτή. Η ασθενής θα όφειλε να μάθει με λεπτομέρειες τη διαφορά μεταξύ διεκδικητικότητας (δηλαδή, του ξεκάθαρου διαχωρισμού της θέσης της μέσα από τη διατύπωση μιας διαφορετικής άποψης) και της άσκησης κυριαρχίας (δηλαδή, της επιμονής ότι οι άλλοι πρέπει να υιοθετήσουν την άποψη αυτή). Η διεκδικητικότητα έχει διαφορετική αντιμετώπιση από τους άλλους και συνήθως γίνεται πολύ πιο αποδεκτή από την άσκηση κυριαρχίας, η οποία πράγματι μπορεί να επισύρει τους χαρακτηρισμούς του «επαναστάτη».

Τα άλλα μέλη της οικογένειας, εν όψει νέων τρόπων ισότιμης συμμετοχής στις οικογενειακές αποφάσεις και αλληλοκατανόησης, πιθανότατα θα αντιδρούσαν, καθώς θα «ξεβολεύονταν». Έχοντας συνηθίσει στις παραπάνω πολιτισμικές επιρροές, πιθανότατα και να επιτίθονταν σε μια τέτοια διαφοροποίηση. Ο σύζυγος της ασθενούς είχε δείξει σημεία ότι επιθυμούσε να διαφοροποιηθεί από την οικογένεια καταγωγής του και υπήρχαν οι πιθανότητες ότι θα επιθυμούσε να διερευνήσει έστω τις επιλογές που υπήρχαν για μια πιο ισότιμη κατανομή της εξουσίας εντός της συζυγικής σχέσης. Στην πορεία, με σκοπό να περισωθεί ο γάμος, θα όφειλε να μάθει να είναι λιγότερο κυριαρχικός και πιο ανεκτικός στις ιδέες του σχετικά με την ανατροφή των παιδιών ή την προσωπική ζωή της συζύγου και να αναθεωρήσει την απαίτηση να εφαρμόζονται οι ιδέες του. Στη θέση των παραπάνω θα μπορούσε να υπάρχει ένας δημιουργικός διάλογος, έτσι ώστε κάθε μέλος να κατανοεί πλήρως την άποψη του άλλου. Εάν τα παραπάνω αποτύγχαναν, η -κατά ορισμένους εύκολη- λύση του διαζυγίου χωρίς η ασθενής να έχει κατανοήσει και επιλύσει το ζήτημα της ανεξάρτητης ταυτότητάς της πιθανότατα θα ήταν και η πλέον ψυχικά καταστροφική, καθώς θα προσωποποιούσε και θα επικέντρωνε τα αίτια της ψυχοπαθολογίας εκτός του εαυτού.

Η ασθενής, μέσω ατομικής ψυχοθεραπείας, θα μπορούσε να εργαστεί πάνω στην ανάπτυξη της προσωπικής της ταυτότητας, καθώς βαθιά μέσα της πίστευε ότι αν και υπήρχε μια τέτοια ταυτότητα, αυτή ήταν «κακή» και «ανεπαρκής». Η αίσθηση αυτή πιθανότατα πήγαζε από την εσωτερικευμένη πίστη ότι "αξίζει μόνο αν προσφέρει στους άλλους" (γονεϊκή νουθεσία ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Ελλάδα και σχεδόν αποκλειστικά προς τα κορίτσια της οικογένειας, που φαίνεται, από παρεξήγηση κατά τη γνώμη του υπογράφοντος, να υποστηρίζεται και από τις κλασσικές χριστιανικές διδαχές), άρα η επιθυμία της για αυτονομία υποδήλωνε στον εαυτό της αναξιότητα. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο οποιοσδήποτε προσανατολισμός της προς τη διαφοροποίηση θα οριζόταν ως «κακή συμπεριφορά». Η λεπτομερής διερεύνηση των εμπειριών της κατά την ψυχο-κοινωνική μάθηση που έλαβε χώρα στην παιδική ηλικία της, θα την οδηγούσε να κατανοήσει ότι αυτός ο «ψυχικός προγραμματισμός» την είχε οδηγήσει στα ανυπέρβλητα αδιέξοδα και στα συμπτώματα και ότι ένας νέος προγραμματισμός, που θα σήμαινε και την ενηλικίωση της, θα έπρεπε να περιλαμβάνει οπωσδήποτε την απόρριψη της απαίτησης από τον εαυτό της "να είναι ο μάγος του Οζ".

Στο βαθμό που η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση ενισχύσει την ανάγκη αυτονομίας και αυτοφροντίδας, ίσως θα τροφοδοτήσει και τη λανθάνουσα μεθοριακότητα, που θα εκδηλωθεί συχνά με αίσθημα κενού και απαξίωσης για τη νέα προτεινόμενη ταυτότητα, ή ακόμη και με αυτοκαταστροφικότητα, μεθοριακότητα η οποία θα πρέπει με τη σειρά της να ελεγχθεί.-

Για περισσότερα:

1. Benjamin LS. Personality disorder NOS. In “Interpersonal Diagnosis and Treatment of Personality Disorders”, 1996, Guilford Press, New York.

2. Wise Counsel Interview Transcript: An Interview with Lorna Smith Benjamin, Ph.D. on SASB and the Structure and Treatment of Personality Disorders. David Van Nuys, Ph.D.

Updated: Jun 10th 2009.

-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

* Δημοσίευση στο νευρολογικό περιοδικό "Εν τω Βάθει", τεύχος 37, Σεπτέμβριος 2010, σελ. 48-51.

*Άλλωστε, η παραπάνω αδυναμία, καθώς και άλλες, ωθούν στην ανάπτυξη της πέμπτης έκδοσης, η οποία αναμένεται για το 2013, στις αξιοσημείωτες προτεινόμενες αλλαγές της οποίας περιλαμβάνεται και η προσθήκη διαστάσεων στα διαγνωστικά κριτήρια, η ενοποίηση των διαταραχών του αυτιστικού φάσματος σε μία κατηγορία, η αντικατάσταση του όρου «νοητική υστέρηση» [mental retardation] από τον όρο «διανοητική αναπηρία» [intellectual disability], η ενοποίηση των διαταραχών που σχετίζονται με εξάρτηση από ουσίες σε μία κατηγορία, η διεύρυνση των εξαρτητικών συμπεριφορών ώστε να συμπεριλάβουν, εκτός από τα τυχερά παιχνίδια, ενδεχομένως και την εξάρτηση από το διαδίκτυο, η προσθήκη μιας ακόμη διαταραχής στις διαταραχές της διάθεσης, της «διαταραχής ρύθμισης της αυτοκυριαρχίας με δυσφορία» [temper dysregulation with dysphoria: TDD], η πιθανή συμπερίληψη μιας διαγνωστικής κατηγορίας υπό τον τίτλο «Σύνδρομα Υψηλού Κινδύνου» [Risk Syndromes], η μετακίνηση της βουλιμικής διαταραχής στις κύριες διαταραχές από το παράρτημα όπου βρίσκεται και, τέλος, η δημιουργία δύο χωριστών για τους ενήλικες και τους έφηβους κλιμάκων αξιολόγησης της αυτοκτονικότητας, ανεξάρτητα από το εάν στην κλινική εικόνα περιλαμβάνονται σχετικά συμπτώματα ή όχι. Εκτός από τα παραπάνω, έχει τεθεί και το ζήτημα της αναθεωρησης της διάκρισης μεταξύ των αξόνων Ι και ΙΙ, με μειωμένη όμως πιθανότητα

**«Ο μάγος του Οζ» θεωρείται ένα κλασικό παιδικό μυθιστόρημα, γραμμένο από το Victor Fleming και σκηνοθετημένο σε ταινία για πρώτη φορά το 1939 από το L. Frank Baum. Ένας ανεμοστρόβιλος παρασύρει την Ντόροθι και το σκυλάκι της στη μαγική χώρα του Οζ. Εκεί θα συναντήσει το Σκιάχτρο, τον Τενεκεδένιο Ξυλοκόπο και το Δειλό Λιοντάρι. Όλοι μαζί θα ξεκινήσουν ένα συναρπαστικό ταξίδι για να βρουν τον περίφημο Μάγο, που μπορεί να πραγματοποιήσει τις ευχές τους και να τους δώσει «αυτό που τους λείπει».

Ο ίδιος ο μάγος, «σπουδαίος και πανίσχυρος», «κινεί τα νήματα στο παρασκήνιο», τραβώντας μοχλούς και πιέζοντας κουμπιά, έτσι ώστε να διατηρεί το status quo ή να ικανοποιεί επιθυμίες τύπου «πες το κι έγινε». Όπως όμως υποδηλώνεται, υπάρχει μια τραγική για τον ίδιο αντίφαση: μέσα στην παντοδυναμία του είναι μια ευάλωτη, μάλλον καταθλιπτική και ευαίσθητη φιγούρα, εμφανώς μη ευτυχισμένος, αδυνατώντας όμως να συμπεριλάβει στους ευεργετούμενους από αυτόν και τον εαυτό του, παρέχοντάς του αυτό που του λείπει (βλ. σώμα του κειμένου).