Το κρίσιμο παράθυρο

Το κρίσιμο «παράθυρο»

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Ένας γενικής ισχύος κανόνας που εφαρμόζεται επί όλων των ζωικών ειδών που εκδηλώνουν κοινωνική συμπεριφορά είναι ότι οι «πληροφορίες με κοινωνική αξία», που σχετίζονται δηλαδή με το είδος, το φύλο, τη συγγένεια και την κοινωνική θέση του άλλου, καθώς και -το σημαντικότερο- με την ταύτιση με τα συναισθήματά του, έχουν κρίσιμη σημασία για την αναπαραγωγή και την επιβίωση του ατόμου. Δεδομένης αυτής της γενικευμένης ισχύος, που επεκτείνεται μάλιστα και σε κατώτερα είδη, μέσα από τις διαδικασίες της εξέλιξης και της φυσικής επιλογής, είναι πολύ εύλογη η υπόθεση ότι έχουν αναπτυχθεί και στον άνθρωπο ειδικοί εγκεφαλικοί μηχανισμοί που προορίζονται για την επεξεργασία τέτοιων πληροφοριών.

Πολλά είναι τα βιβλία με αναφορές στα παραδείγματα των «άγριων παιδιών» (feral children), δραματικές ιστορίες παιδιών που μεγάλωσαν ανάμεσα σε ζώα. Εξιδανικευμένοι «αντιπρόσωποι» αυτών των παιδιών, που ελάχιστη σχέση όμως διατηρούν με την πραγματικότητα, είναι βέβαια ο Ταρζάν και ο Μόγλι. Τα άγρια παιδιά θεωρήθηκαν από πολλούς ως «χρυσή ευκαιρία» για να μελετήσουν ένα θεμελιώδες, ίσως και υπαρξιακής φύσης, ερώτημα: είναι έμφυτες κάποιες ανθρώπινες συμπεριφορές (όπως είναι π.χ. η συμπάθεια προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο) ή μήπως εμφανίζονται στα πλαίσια της ανάπτυξης του προφορικού και γραπτού λόγου, της κοινωνικής συμβίωσης και του πολιτισμού εν γένει; Εκτός του παραπάνω όμως, οι ιστορίες αυτών των παιδιών, μεγαλωμένων σε περιβάλλον αποστερημένο από κοινωνικά ερεθίσματα αντίστοιχα του ανθρώπινου είδους, έρχονται να επιβεβαιώσουν και μία σύγχρονη θεωρία: οι πρώιμες εμπειρίες του νεογέννητου έχουν κρίσιμη σημασία για τη μετέπειτα κοινωνική του συμπεριφορά.

Η πιο γνωστή ίσως σχετική ιστορία είναι της Αμάλα και της Καμάλα. Τα δύο αυτά κορίτσια ανακαλύφθηκαν το 1920 σε ζούγκλα της Ινδίας από έναν ιεραπόστολο, τον αιδεσιμότατο Joseph Singh. Τα κορίτσια ήταν ηλικίας περίπου 18 μηνών και 8 ετών και μάλλον δεν ήταν αδέλφια. Οι κάτοικοι του Godamuri, του κοντινότερου χωριού, περιέγραφαν με δέος φρικιαστικές ιστορίες για ένα στοιχειό που έτρεχε τις νύχτες μαζί με τα κοπάδια λύκων της περιοχής και είχε τρομαχτική όψη. Ο ιεραπόστολος, πιθανώς με το θάρρος που γεννούσε η πίστη του, θέλησε να δει το στοιχειό. Έτσι, έστησε παγίδα και παραφύλαξε στο μέρος όπου συνήθως εμφανιζόταν. Όπως περιγράφει στο ημερολόγιό του, «...τότε φάνηκε το στοιχειό, ένα απαίσιο στην όψη πλάσμα με χέρια, πόδια και σώμα, σαν άνθρωπος, που περπατούσε στα τέσσερα...πίσω από αυτό ήταν ένα ακόμη παρόμοιο, αλλά μικρότερο σε μέγεθος. Η ματιά τους, διαπεραστική και φλογερή, δεν έμοιαζε με ανθρώπου, αν και εγώ αμέσως κατάλαβα ότι επρόκειτο για ανθρώπινα πλάσματα...»

Προφανώς τα κορίτσια είχαν απαχθεί όταν ήταν βρέφη από μία πεινασμένη λύκαινα, ενώ οι μανάδες τους δούλευαν έξω από το σπίτι. Αν και αρχικός προορισμός τους ήταν να αποτελέσουν τροφή για τα λυκάκια της φωλιάς, προφανώς φάνηκαν τυχερά στο ότι με μυστηριώδη και πραγματικά θεϊκό τρόπο, η όψη τους πυροδότησε στη λύκαινα συναισθήματα μητρότητας, από τα οποία άλλωστε «ξεχείλιζε» λόγω της πρόσφατης γέννας της. Έτσι, τελικά τα ανέθρεψε παράλληλα με τα υπόλοιπα παιδιά της. O αιδ. Singh αναφέρει ότι η συμπεριφορά των κοριτσιών δεν θύμιζε σε τίποτα άνθρωπο. Μόλις τους φόρεσαν ρούχα, τα έσκισαν μέσα σε λίγες στιγμές, ενώ καταδέχονταν να φανε μόνο ωμό κρέας. Η ανθρώπινη παρουσία δεν τους προκαλούσε καμία φιλική αντίδραση και φαινόταν ότι το μόνο «ανθρώπινο» συναίσθημα που μπορούσε να απεικονιστεί στο πρόσωπό τους, εύκολα μάλιστα, ήταν ο φόβος. Ο αιδεσιμότατος πίστευε ότι θα κατόρθωνε να επαναφέρει την «ανθρώπινη φύση» στα κορίτσια (που είχε κατά την υπόθεσή του καλυφθεί από τη «φύση του λύκου») αμέσως μόλις κατόρθωνε να διδάξει σε αυτά την ομιλία. Η προσπάθειά του όμως δεν στέφθηκε από επιτυχία, καθώς η μεν Αμάλα ατύχησε να πεθάνει σύντομα από κάποια αρρώστια (προφανώς ανθρώπινη, στην οποία το ανοσοποιητικό της σύστημα δεν είχε εξοικειωθεί), η δε Καμάλα ποτέ δεν κατάφερε να μιλήσει και ποτέ δεν ανέπτυξε ουσιαστική συναισθηματική σχέση με κανέναν από όσους ήλθαν σε επαφή μαζί της. Για την αλήθεια, όπως ο ίδιος ο αιδεσιμότατος παραδέχεται, η κοινωνικότητά της ήταν χειρότερη από αυτή ενός πιθήκου. Από την άποψη των υπόλοιπων επιδεξιοτήτων, το καλύτερο που πέτυχε ήταν να προφέρει λίγες λέξεις, χωρίς να τις συντάσσει σε προτάσεις και χωρίς να μπορεί να κατανοήσει ακόμη και την απλούστερη αφηρημένη έννοια. 1

Με βάση την ιστορία αυτή θα μπορούσε να απαντηθεί ένα σπουδαίο ερώτημα: τι παίζει σημαντικότερο ρόλο στην εγκεφαλική ανάπτυξη, τα γονίδια ή το περιβάλλον; Η εξέλιξη όμως προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στον αιδεσιμότατο. Αν γεννιόμαστε με έμφυτη την ανώτερη φύση μας, τότε τα κορίτσια θα έμοιαζαν με τον Ταρζάν, θα μιλούσαν και θα είχαν φυσιολογική νοημοσύνη. Αν πάλι αυτή η φύση είναι προϊόν του πολιτισμού, θα αναδυόταν μετά την έκθεση στα κατάλληλα ερεθίσματα. Ωστόσο, τίποτε από τα δύο δεν συνέβη. Αυτό που την εποχή εκείνη αγνοούσαν ήταν η ύπαρξη του κρίσιμου χρονικού παραθύρου στην ανάπτυξη του εγκεφάλου για τη δημιουργία των βάσεων των λεπτών, «ανώτερων» δεξιοτήτων, κοινωνικών αλλά πιθανότατα και άλλων. Η λήξη της κρίσιμης αυτής περιόδου είχε ήδη σημαδέψει ανεπιστρεπτί τις εγκεφαλικές δυνατότητες των κοριτσιών.

Η εργασία του ψυχαναλυτή René Spitz, το 1940, ίσως είναι η πρώτη επιστημονική μελέτη προς την ίδια κατεύθυνση. Ο Spitz παρατήρησε εκ παραλλήλου την ανάπτυξη δύο ομάδων βρεφών, που κοινό σημείο είχαν ότι πέρασαν τα πρώτα χρόνια της ζωής τους μέσα σε «ιδρυματικό περιβάλλον». Ωστόσο, η μία ομάδα αποτελούταν από βρέφη που γεννήθηκαν μέσα σε φυλακή, από μητέρα φυλακισμένη που είχε όμως το δικαίωμα να βλέπει το μωρό της σε καθημερινή βάση για λίγες ώρες, ενώ στη δεύτερη ομάδα ανήκαν βρέφη που μεγάλωναν σε βρεφοκομείο, από τροφούς που δεν ανέπτυσσαν προσωπική σχέση μαζί τους. Η μελέτη έδειξε ότι τα παιδιά της δεύτερης ομάδας, στην ηλικία των 3 ετών, παρουσίαζαν σημαντικά προβλήματα αντίληψης ερεθισμάτων κοινωνικού περιεχομένου και ουσιαστικά συμπεριφορά «αυτιστικού τύπου». Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι αν και τα παιδιά της πρώτης ομάδας κοιτούσαν με ενδιαφέρον φωτογραφίες άγνωστων προσώπων, τα παιδιά της δεύτερης ομάδας δεν παρουσίαζαν καμία τέτοια περιέργεια και αντιμετώπιζαν τη φωτογραφία σαν ένα απλό κομμάτι χαρτί. 2

Μια άλλη εντυπωσιακή έκφανση της στενής σχέσης μεταξύ των εμπειριών του νεογέννητου και της νευρωνικής ανάπτυξης μπορεί κανείς να δει στα κλασσικά πειράματα του Konrad Lorenz. Ο Lorenz μελέτησε μέσω πρωτοποριακών για την εποχή πειραμάτων, το 1935, τη συμπεριφορά νεογέννητων κοτόπουλων, χηνών και παπιών και οι περιγραφές του θα μπορούσαν να έχουν εμπνεύσει τον Walt Disney. Ο Lorenz παρατήρησε ότι το πρώτο κινούμενο αντικείμενο που θα εμφανιστεί μπροστά στο νεοσσό εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού παράθυρου λίγων ωρών από τη γέννησή του χαρακτηρίζεται ως «μητέρα». Θα άξιζε να μαθαίναμε την πρώτη σκέψη του, όταν με έκπληξη ανακάλυψε πως τα μωρά μιας χήνας που τον αντίκρισαν πρώτο μετά τη γέννησή τους αντί για τη μητέρα τους, όχι μόνο τον κυνηγούσαν αναζητώντας προστασία όπως θα κυνηγούσαν αυτήν, αλλά τα αρσενικά τον χρησιμοποίησαν και σαν σεξουαλικό πρότυπο: έτσι, όταν έφτασαν σε σεξουαλική ωριμότητα, αντί να φλερτάρουν άλλες χήνες «φλέρταραν» εκείνον. Προεκτείνοντας αυθαίρετα τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μεγάλες οι πιθανότητες η μητέρα μας, με την ευρύτερη και όχι μόνο την οπτική έννοια, να τυπώνεται ανεξίτηλα στο υποσυνείδητο και να σφραγίζει έτσι κοινωνικές μας προτιμήσεις, όπως τα πρότυπα για την επιλογή συντρόφου.

Ο Lorenz συμπέρανε ότι ο μηχανισμός που βρίσκεται κάτω από αυτήν την κοινωνική συμπεριφορά λειτουργεί με την έννοια ανεξίτηλης σφραγίδας, καθώς εγκαθίσταται στο νευρικό σύστημα άμεσα και με μη αναστρέψιμο τρόπο. Στο μηχανισμό αυτό έδωσε μάλιστα την ονομασία «αποτύπωση» (imprinting στην αγγλική ή prägung στη γερμανική γλώσσα). 3 Οι ερευνητές που τον ακολούθησαν έχουν ξεχωρίσει δύο μορφές της αποτύπωσης, μία που αφορά τους γονείς και τα άτομα του ίδιου είδους και μία που αφορά τους δυνητικούς σεξουαλικούς συντρόφους. Το φαινόμενο έχει μελετηθεί εξαντλητικά στα κατώτερα είδη, καθώς αποτέλεσε και αποτελεί πρόκληση ως προς τις συμβατικές απόψεις περί μάθησης. Σε αντίθεση με αυτές, απαιτεί ελάχιστες επαναλήψεις, η δυνατότητα εμφάνισής του έχει «ημερομηνία λήξης» και δεν αποσβένεται, δηλαδή η μάθηση αυτή «δεν ξεθωριάζει» στο χρόνο. Έχει παρατηρηθεί σχεδόν σε όλα τα είδη. Στα πουλιά τα κρίσιμα ερεθίσματα φαίνεται ότι είναι οπτικά, στα τρωκτικά είναι οσφρητικά, ενώ στα πρόβατα παίζει ρόλο ένας συνδυασμός οπτικών και οσφρητικών ερεθισμάτων σε ίση αναλογία. Φαίνεται λοιπόν πως η φύση επιλέγει να καθορίσει με αυτόν τον τρόπο, «άπαξ και διά παντός», τέτοιου είδους συμπεριφορές, όταν αυτές έχουν εξαιρετικά κρίσιμη αξία για την επιβίωση.

Στον ανθρώπινο εγκέφαλο, ο μηχανισμός της μάθησης για τα περισσότερα ερεθίσματα δεν είναι τόσο απλός όσο της αποτύπωσης, φαίνεται ότι επικρατούν τα οπτικά ερεθίσματα, παρόλο που και άλλα ερεθίσματα όπως η μυρωδιά της μητέρας ή η φωνή της παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο. Σε πολλές περιοχές του ανθρώπινου εγκεφάλου και ιδιαίτερα σε αυτές που σχετίζονται με τη μνήμη, οι συνάψεις δεν είναι παγιωμένες και άκαμπτες, αλλά διαρκώς υποβάλλονται σε αναθεώρηση, τόσο του αριθμού τους όσο και των «σχετικών βαρών» τους, ανάλογα με τον φόρτο επεξεργασίας πληροφοριών που ο εγκέφαλος δέχεται και τη βιολογική σημασία της απόκρισής του σε αυτές.

Η ανάπτυξη του νευρικού συστήματος στο άνθρωπο διενεργείται μέσω τριών διαδοχικών φάσεων, που όμως χρονικά αλληλεπικαλύπτονται, καθώς δεν αποτελούν υπό την αυστηρή έννοια φάσεις, όσο διεργασίες. Η πρώτη είναι η έκπτυξη των γονιδιακά καθοριζόμενων οδηγιών: πόσοι νευρώνες θα παραχθούν από κάθε συγκεκριμένο αρχέγονο βλαστικό κύτταρο, ποια κύτταρα είναι επιλεγμένα να πεθάνουν και πότε, ποσά κύτταρα – στόχος απαιτούνται προκειμένου να μην ενεργοποιηθεί ο προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος σε κάθε συγκεκριμένο νευρώνα. Στο επίπεδο κάθε ατόμου, το πρόγραμμα αυτό είναι ουσιαστικά άκαμπτο, αν και υπόκειται στη ρευστότητα της εξέλιξης από γενιά σε γενιά. Καθώς αυτές οι γονιδιακές «προθέσεις» εκφράζονται μέσα στον πραγματικό κυτταρικό κόσμο που οι ίδιες δημιουργούν, εντός της μήτρας, ένας συγκεκριμένος εγκέφαλος πλάθεται, ορατός στο μικροσκόπιο, μέσα από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στα κύτταρα των διαφορετικών μερών του νευρικού συστήματος και τις ορμονικές εκκρίσεις τους. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις διέπονται από αρχές επίσης κωδικευμένες σιωπηλά στα γονίδια και καθορίζουν το σχήμα και το μέγεθος του νευρικού συστήματος. Ο αριθμός των νευρώνων καθορίζεται από την ισορροπία ανάμεσα στο δυναμικό πολλαπλασιασμού και την έκταση του κυτταρικού θανάτου τους. Η τελική φάση της ανάπτυξης, που μπορεί να περιλαμβάνει φαινόμενα όπως η αποτύπωση, ξεκινά μόνο όταν το νευρικό σύστημα ξεκινά να αλληλεπιδρά με τον εξωτερικό κόσμο. Πρόσθετες μικρές μεταβολές στον αριθμό των νευρώνων ήσσονος λειτουργικής σημασίας μπορεί να εμφανιστούν, νευράξονες χάνονται ή αναδιοργανώνονται, δενδρίτες επιμηκύνονται, διακλαδώνονται ή επαναρροφούνται, συνάψεις λεπτορυθμίζονται, πυκνότητες νευροϋποδοχέων και ποσότητες νευροδιαβιβαστών προσαρμόζονται. Οι περισσότερες από αυτές τις μεταβολές συνεχίζονται καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής του ατόμου και αποτελούν το νευροβιολογικό υπόστρωμα της μάθησης, συνειδητής ή αυτοματικής.

Έτσι, ο σχηματισμός των συνάψεων κατευθύνεται από δύο ουσιαστικά διεργασίες. Η μία ρυθμίζεται από το γενετικό πρόγραμμα, έχει να κάνει με την τελική θέση κάθε νευρώνα και τις αρχικές του συνάψεις και λαμβάνει χώρα κατά την ενδομήτριο ανάπτυξη του εμβρύου. Η δεύτερη έχει να κάνει με την επιλογή και επικράτηση των «σημαντικών συνάψεων» και είναι επίκτητη: καθορίζεται από την πρώιμη νευρωνική δραστηριότητα που θα λάβει χώρα αμέσως μετά τη γέννηση, ως απάντηση σε ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Φαίνεται λοιπόν πως για κάποιο χρονικό διάστημα μετά τη γέννηση (που μάλλον δεν υπερβαίνει τις μερικές εβδομάδες έως μήνες για το ανθρώπινο βρέφος), υπάρχει ένα χρονικό παράθυρο κατά το οποίο τουλάχιστον για κάποιες συνάψεις κρίνεται σε μεγάλο βαθμό το εάν είναι σημαντικές ή όχι: τα εξωτερικά περιβαλλοντικά ερεθίσματα μπορούν να επηρεάσουν με μη αναστρέψιμο τρόπο τη σχετική ισχύ αυτών των «βασικών» συνάψεων ως προς τις υπόλοιπες.

Στην περίπτωση των συνάψεων που εξασφαλίζουν την «κοινωνική νοημοσύνη», αυτό δεν είναι υποχρεωτικά κακό. Αυθαιρετώντας και με πιο απόμακρη οπτική, θα τολμούσαμε να πούμε ότι ένας θαυμαστός ως προς την ευελιξία και προσαρμοστικότητα του μηχανισμός που δρα σε νευρωνικό επίπεδο (ιδίως στα πρώιμα αναπτυξιακά του στάδια) «αποφασίζει» να αναπτύξει γρήγορα και μη αναστρέψιμα τις ιδιότητες που θα αποβούν υπέρ και όχι κατά της επιβίωσης: ίσως σε ορισμένα ακραία εχθρικά περιβάλλοντα, καλύτερα να μην διαθέτει κανείς εγκεφαλικούς κοινωνικούς μηχανισμούς προκειμένου να επιβιώσει.

Τα οικεία πρόσωπα στα οποία προσκολλάται το παιδί καθώς αναπτύσσει τις ικανότητές του προς επιβίωση στην πορεία προς την ενηλικίωση, του παρέχουν τη βασική εικόνα του για τον κόσμο, δηλαδή τη συνείδηση του εαυτού του και της θέσης του απέναντι στους άλλους (της ταυτότητάς του), όπως και τις «μέσες αναμενόμενες συνθήκες» του περιβάλλοντος στο οποίο θα ζήσει.

Κ. Χρ. Σπίγγος

Βιβλιογραφία

1. http://www.feralchildren.com. Τελευταία πρόσβαση: 13/2/2010

2. Spitz RA. Hospitalism: an inquiry into the genesis of psychiatric conditions in early childhood. Psychoanal Study Child, 1945; 1: 53-74.

3. Lorenz K. The companion in the bird's world. Auk, 1937; 54: 245-273.

4. Carlson M, Earls F Psychological and neuroendocrinological sequelae of early social deprivation in institutionalized children in Romania. Ann NY Acad Sci, 1997; 807:410-428.

5. Eisenberg L The social construction of the human brain. Am J Psychiatry. 1996; 152:1563-1575.

Οι πρώιμες εμπειρίες του νεογέννητου έχουν κρίσιμη σημασία για τη μετέπειτα κοινωνική του συμπεριφορά

Για περιορισμένο χρονικό διάστημα μετά τη γέννηση κρίνεται το ποιες συνάψεις είναι σημαντικές και ποιες όχι

*Δημοσίευση στο περιοδικό Scientific American - Ελληνική έκδοση; 2006