Γνωρίστε με καλύτερα...

https://www.facebook.com/konstantinos.spigos

===================================================================

Στην εκπομπή "Άνθρωποι",

περί άνοιας

Μεταδόθηκε ζωντανά στο Corfu Channel στις 20/2/2016

-------------------------------

Στην εκπομπή "Περιγράμματα",

περί της πολιτικής-placebo

*Μεταδόθηκε ζωντανά στο Start TV στις 17/1/2015

-------------------------------

Στην εκπομπή "Πάρε - δώσε", περί άγχους και ημικρανίας

*Μεταδόθηκε ζωντανά στις 2/12/2014

-------------------------------

Στην εκπομπή "Περιγράμματα", περί ψυχής και εγκεφάλου!

*Μεταδόθηκε ζωντανά στις 5/4/2014

----------------------------

Καλεσμένος στην εκπομπή

"ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ" στον kyma FM*

*Μεταδόθηκε ζωντανά στις 4/10/2012.

--------------------------------

Συνέντευξη του Κώστα Σπίγγου

στο Μιχάλη Πιτσιλίδη**

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πόσο δύσκολο είναι σήμερα να «γίνεις γιατρός»;

Η ιατρική είναι μία επιστήμη που σήμερα δεν απαιτεί ιδιαίτερη ευφυία. Σε αντίθεση με τους γιατρούς των προηγούμενων αιώνων, που έπρεπε να διαθέτουν υψηλή ικανότητα παρατηρητικότητας, αντίληψης και συνδυαστικής ικανότητας, το κλινικό έργο σήμερα είναι πολύ ευκολότερο καθώς επιβοηθείται κατά κύριο λόγο από τις δυνατότητες επικοινωνίας και διαπλανητικής ανταλλαγής γνώσεων και φυσικά από την τεχνολογία και την εργαστηριακή τελεσιδικία. Τα μέχρι πρότινος δύσβατα διαγνωστικά ή θεραπευτικά μονοπάτια αντικαθιστώνται με καταιγιστικό ρυθμό από «κατευθυντήριες οδηγίες», από «αλγόριθμους προσέγγισης και αντιμετώπισης του ασθενούς» και από «πακέτα διαγνωστικού ελέγχου» για κάθε επιμέρους σύνδρομο. Η πρόσβαση σε αυτά απαιτεί ελάχιστο σχετικά οικονομικό τίμημα και στοιχειώδη γνώση «ιατρικών αγγλικών».

Τι απομένει λοιπόν;

Κατά την προσωπική μου εμπειρία, η πλέον επίπονη δοκιμασία σε όλη την πορεία παραμένει αυτή των εισαγωγικών εξετάσεων στην Ιατρική (για όσους την περνούν), καθώς προς το παρόν είναι η μόνη όπου η επιτυχία δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την επίδοσή σου, αλλά και από την επίδοση των άλλων. Οι υπόλοιπες εξετάσεις ιατρών στη χώρα μας δεν έχουν όριο επιτυχόντων. Έτσι, πέρα από τον παράγοντα τύχη, μεγαλύτερο ταλέντο για την εισαγωγή στην ιατρική αναδεικνύεται η αυτοπειθαρχία (ψυχαναγκαστική προσωπικότητα κατ’ άλλους). Η λήψη του πτυχίου και ιδιαίτερα της ειδικότητας είναι που δοκιμάζει άλλες ικανότητες, και πάλι όμως άσχετες με την επιστημονική ιδιοφυΐα του καθένα.

Με το ρυθμό αυτό σε λίγο θα μας πείτε ότι οι γιατροί δεν έχουν ιδιαίτερη αξία ως επιστήμονες...

Νομίζω ότι πολλοί δεν θα πρέπει να αυτοαποκαλούμαστε επιστήμονες, με την ουσιαστική έννοια του όρου. Ας μιλήσω για τον εαυτό μου: ως νευρολόγος θεωρούμαι ειδικός στη διάγνωση π.χ. της μηνιγγίτιδας, αλλά εάν μου ζητήσετε να προσδιορίσω το υπεύθυνο μικρόβιο κοιτώντας ο ίδιος στο μικροσκόπιο, είναι ζήτημα εάν μπορώ έστω να προετοιμάσω το παρασκεύασμα...Από τη στιγμή που δεν μπορώ να σας δώσω μια ολοκληρωμένη απάντηση στον τομέα μου χωρίς να προσφύγω στην επικουρία άλλων, δεν θεωρώ τον εαυτό μου επιστήμονα. Είναι γνωστό το πρόβλημα της απόστασης μεταξύ βασικής και εφαρμοσμένης επιστήμης: ο προγραμματιστής υπολογιστών είναι αμφίβολο ότι μπορεί να αλλάξει τον καμένο μετασχηματιστή από ένα ραδιόφωνο...

Αναφερθήκατε παραπάνω σε κάποιες άλλες ικανότητες που δοκιμάζονται κατά την πορεία ενός γιατρού...

Εάν θέλουμε να μιλάμε για ιατρική με αντικείμενο τον άνθρωπο και όχι τα νοσήματα, θα πρέπει να δεχθούμε ότι ο γιατρός είναι ανάγκη να διαθέτει ένα ελάχιστο παιδείας. Δεν αναφέρομαι σε όποιον αρέσκεται στην ακρόαση του έργου του Μπαχ, αλλά σε πολύ πιο καθημερινά ζητήματα. Θα τολμήσω να πω ότι η θέληση προσφοράς στον πάσχοντα που η τύχη έφερε στα χέρια σου είναι για πολλά χρόνια το μοναδικό κίνητρο για να γίνεις καλύτερος, με όλα τα υπόλοιπα να λειτουργούν ως αντικίνητρα. Για να χρυσώσω και λίγο το χάπι, αυτό ακριβώς είναι που έρχεται να αντικαταστήσει ή και να ξεπεράσει την «απώλεια επιστημονικότητας» που ανέφερα προηγουμένως. Στα 18 μου ή έστω με τη λήψη του πτυχίου, κανείς δεν με αξιολόγησε ακριβώς ως προς αυτό: ή θεωρείται δεδομένο ή κανείς αρμόδιος δεν το θεωρεί σημαντικό.

Ας είμαστε ειλικρινείς...Το κίνητρο σας για να ακολουθήσετε την ιατρική ήταν η διάθεση προσφοράς στον άνθρωπο; Ανήκετε στη νέα γενιά γιατρών και η απάντηση σας βαρύνει ιδιαίτερα, αφού μάλλον κάποιος σας εσάς θα με περιθάλψει αν αρρωστήσω...

Το με ποια ώθηση ακολουθεί σήμερα κανείς την ιατρική είναι ένα σύνθετο και μεταξύ άλλων κοινωνιολογικής και ψυχολογικής φύσης, θα έλεγα, ζήτημα. Η ειλικρινής -και πιστεύω κλασσική- απάντηση είναι ότι «ήμουν καλός μαθητής στο σχολείο». Όταν όμως αρχίζουν να σε αποκαλούν «γιατρέ!», η αρχική κολακεία που νιώθεις ξεφτίζει γρήγορα και μένει ένα αγχογόνο αίσθημα ευθύνης: «αυτό που θα κάνω ίσως επηρεάσει ανεπανόρθωτα τη ζωή και το μέλλον κάποιου, μαζί με των ανθρώπων που τον αγαπούν». Άσχετα λοιπόν με το αρχικό κίνητρο, θεωρώ φυσιολογική την έστω και εκ των υστέρων εμφάνιση αυτού του συναισθήματος και ένδειξη ακαταλληλότητας για το ιατρικό επάγγελμα το αντίθετο. Ας χρησιμοποιήσω και εγώ το παράδειγμα του ταξιτζή, για τους οποίους όλοι κάτι έχουμε γενικά να «σούρουμε». Εάν βρεθώ χωρίς αυτοκίνητο στη μέση της νύχτας στην ερημιά και περάσει ένα ταξί, θεωρώ αυτονόητο από ανθρωπιστικής άποψης να σταματήσει και να με πάρει. Σε κάθε επάγγελμα εμπεριέχεται μία «λειτουργηματική» παράμετρος. Τη στιγμή που η αρρώστια μάς χτυπά την πόρτα, βρισκόμαστε αιφνιδίως μόνοι μας στην ερημιά. Όλοι οι γιατροί, ας θεωρούμε τον εαυτό μας «ταξιτζή με μόνιμη πελατεία στις ερημικές περιοχές»...

Οι θεσμοί δεν μπορούν να ελέγξουν αυτήν την παράμετρο;

Στο πρόγραμμα σπουδών και φυσικά στην αξιολόγηση κατά την εισαγωγή στις ιατρικές σχολές δεν περιέχεται ούτε ένα μάθημα που να θίγει έστω και εφαπτομενικά το ζήτημα των προσωπικών κινήτρων κάθε εκκολαπτόμενου γιατρού. Για το λόγο αυτό, ο ρόλος των καθηγητών, που ουσιαστικά μπορούν να διδάξουν την προσωπική τους στάση ως πρότυπο, αποκτά καλώς ή κακώς μέγιστη σημασία. Υπάρχει βέβαια ο όρκος του Ιπποκράτη, αλλά η τήρηση όρκων στις μέρες μας τείνει να μετατραπεί σε σημείο ψυχοπαθολογίας! Πέραν αυτού, μου είναι πραγματικά εύκολο εάν το θέλω να είμαι «τσαρλατάνος» και ο καθένας, εάν ζοριστεί πέραν των ορίων του, θεωρώ ότι είναι ικανός να το κάνει, στον ένα ή άλλο βαθμό: να συνταγογραφεί φάρμακα που δεν ενδείκνυνται για την περίσταση, να ζητά εργαστηριακές εξετάσεις χωρίς λόγο, να κοροϊδεύει γενικά ασθενείς, συνάδελφους, ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του. Απελπιστικά μεγάλο ποσοστό ειδικευόμενων προσέρχονται στις εξετάσεις ειδικότητας χωρίς να είναι επαρκείς. Οι εξεταστές θα τους απορρίψουν μία ή δύο φορές, αλλά την τρίτη, η απόρριψη ισοδυναμεί συχνά με οικονομική καταστροφή των συνάδελφων αυτών, αφού οφείλουν να υπηρετήσουν εκ νέου στην ειδικότητά τους άμισθοι για ένα εξάμηνο. Πολλοί από αυτούς έχουν παιδιά...Καταλαβαίνετε τα τρομερά διλήμματα των εξεταστών. Τελικά, το αποτέλεσμα αυτής της μονόπλευρης εκπαίδευσης και της αδυναμίας επιβολής προτύπων είναι να αθροίζονται και να αυξάνονται άτομα με αμφίβολα κίνητρα και ακόμη πιο αμφίβολη κατάρτιση (για να εκφραστώ επιεικώς), σε έναν χώρο που δεν διαθέτει τα παραμικρά περιθώρια ανοχής σε κάτι τέτοιο. Αυτό προκαλεί ένα είδος «αθέμιτου ανταγωνισμού» για όσους δεν θέλουν να αναπτύξουν «μη ιατρικά προσόντα».

Τι εννοείτε με αυτό;

Ναι, θα γίνω σαφής. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός ξεκινά από τη στιγμή που υπάρχουν κάποιοι που υιοθετούν ή αποδέχονται χωρίς αντίδραση ιατρικές πρακτικές που οφθαλμοφανέστατα στρέφονται κατά του άρρωστου. Κατά τη διάρκεια των 5-8 χρόνων για την απόκτηση της ειδικότητας, ο νέος γιατρός οφείλει συχνά να διεκπεραιώσει πλήθος καθηκόντων που μόνο εκπαιδευτικό χαρακτήρα δεν έχουν (αιμοληψίες, γραμματειακή υποστήριξη της κλινικής, συγκομιδή αποτελεσμάτων εξετάσεων), ενώ παράλληλα καλείται να μελετήσει έναν ασύλληπτο όγκο γνώσης, δουλεύοντας υπερπλήρες οχτάωρο, εφημερεύοντας 5-12 φορές το μήνα, όπου κλείνει δουλεύοντας ακόμη και 30 συνεχόμενες ώρες. Τις ώρες αυτές αποτελεί το πρώτο ανάχωμα στην οργή κάθε απελπισμένου συγγενή που περιμένει στην ουρά της εφημερίας των μεγάλων νοσοκομείων. Συν τοις άλλοις, αυτή -για κάποιες ολοένα αυξανόμενες σε αριθμό ειδικότητες- είναι πιθανότατα η καλύτερη οικονομικά (ίσως και επιστημονικά) περίοδος της ζωής του σε ορίζοντα δεκαετίας. Για να σου δοθούν ευκαιρίες και να μην «καείς» νωρίς ως «αντιδραστικό στοιχείο», ανάλογα και με το πόσο ψηλό είναι το σκαμνί από το οποίο πηδάς για το στόχο, είσαι υποχρεωμένος να ανεχτείς όλα τα παραπάνω.


Σύμφωνα με όσα λετε, κατά τη διάρκεια της ειδικότητας μόνο εκπαίδευση δεν γίνεται...

Η προσωπική παιδεία και η εκπαίδευση θα αποτελέσουν συχνά τα πρώτα που αφαιρεί κανείς από το εξαντλητικό του ωράριο. Ο -σπάνιος- επιμελητής ή καθηγητής που έχει την όρεξη -και το χρόνο, από τη δική του πλευρά- να ανταποκριθεί στο -υποχρεωτικό- εκπαιδευτικό του έργο, συνήθως θα βιώσει τη σύγκρουση μεταξύ των λίγων που διψούν για μετάδοση γνώσης (και κυρίως, άποψης) και των πολλών παραδομένων στη ρουτίνα και στην κόπωση συνάδελφων τους.

...και τα «μη ιατρικά προσόντα»;

Χωρίς το διέξοδο της θέσης στο Ε.Σ.Υ., είσαι υποχρεωμένος να ασκήσεις τον εαυτό σου σε ζητήματα μάρκετινγκ και «επικοινωνιακής τακτικής», να μάθεις δηλαδή να «λανσάρεις» το εμπόρευμά σου (τις γνώσεις και την πείρα σου). Αλλιώς, όσο καλός γνώστης του αντικειμένου και αν είσαι, δεν πρόκειται να πείσεις, οπότε τον ασθενή θα τον προσελκύσει στο ιατρείο του αυτός που θα τον χαϊδέψει περισσότερο. Η καλώς εννοούμενη θεραπευτική σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου γιατρού και του συγκεκριμένου ασθενή εύκολα υποβιβάζεται σε σχέση εμπόρου - πελάτη. Όμως, δεν επέλεξαν υποχρεωτικά κάτι τέτοιο όλοι όσοι ακολούθησαν την ιατρική και δυστυχώς βρίσκονται σε κρίσιμα αδιέξοδα, σε αρκετά μεγάλη ηλικία για κάτι τέτοιο. Θα θίξω και μια άλλη πλευρά, καθαρά ανθρώπινη. Ο τελειόφοιτος ειδικευόμενος, συνήθως ηλικίας 35-40 ετών, είναι ίσως η μόνη επαγγελματική κατηγορία στην οποία, σε τέτοια ηλικία, βρίσκεσαι ξανά στην αφετηρία. Μέχρι να τελειώσεις την ειδικότητα δεν μπορείς να προγραμματίσεις με βεβαιότητα τη ζωή σου, αφού δεν ξέρεις πού θα βρεθείς. Ας μη μιλήσω για τις γυναίκες συνάδελφους, που εκτός των άλλων βλέπουν τον κλοιό των βιολογικών τους περιθωρίων για την απόκτηση παιδιού να σφίγγει απειλητικά. Εάν επιλέξεις να μην έχεις προσωπική ζωή, τα πράγματα είναι ευκολότερα, αλλά πώς μετά περιμένουμε από κάποιον χωρίς οικογένεια να «ενσυναισθανθεί» τον απλό άνθρωπο, το παιδί, τις σχέσεις σε μια οικογένεια, ώστε να παρέμβει θεραπευτικά;

Έστω, αλλά μετά τι εμποδίζει κάποιον να χαράξει καλύτερο δρόμο;

Μα φυσικά ο βιοπορισμός. Ιδανικός γιατρός θα ήταν σήμερα αυτός που θα είχε λυμένο το βιοποριστικό του πρόβλημα και θα ασκούσε την ιατρική για φιλανθρωπία ή χόμπι! Γνωρίζω πολλούς συνάδελφους, ιδιαίτερα χειρουργικών ειδικοτήτων, που είναι καταδικασμένοι να παραμένουν για χρόνια μετά από τη λήψη της ειδικότητας ή ακόμη και για όλη την καριέρα τους βοηθοί κάποιων «ονομάτων». Ο χειρουργός, ως γνωστόν, εάν δεν διατηρεί την ικανότητά του με ένα ελάχιστο αριθμό επεμβάσεων τις οποίες διενεργεί αυτός ως κύριος χειρουργός, πολύ γρήγορα θα τη χάσει. Έτσι, θα περιπέσει σε μία καθοδική σπείρα ανασφάλειας ως προς την χειρουργική του πράξη και αναγκαστικού πλέον παροπλισμού του στο πλάι κάποιου άλλου χειρουργού προκειμένου να βιοποριστεί. Αντίστοιχα, στις παθολογικές ειδικότητες, είσαι, στην καλύτερη περίπτωση, καταδικασμένος να συνεργάζεσαι με 3 και 4 διαφορετικά ιδιωτικά νοσοκομεία, διαγνωστικά κέντρα και ασφαλιστικά ταμεία -με τις αντίστοιχες μετακινήσεις- προκειμένου να συμπληρώνεις ώρες απασχόλησης και ικανοποιητικό εισόδημα. Όλα αυτά όμως, από επιστημονικής άποψης συνήθως σε πανε πίσω. Δυστυχώς, μόνο το αίσθημα ασφάλειας που προσφέρει το Ε.Σ.Υ. μπορεί να σου δώσει την «πολυτέλεια» της συνεχιζόμενης κατάρτισης, στο βαθμό βέβαια που ο ίδιος θα το θελήσεις, αν και τα τελευταία χρόνια αυτό το πλεονέκτημα ακυρώνεται από το σχεδόν μόνιμο αίσθημα απογοήτευσης κάθε λογικά σκεπτόμενου εργαζόμενου, από τον τρόπο λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων. Τελικά, νομίζω ότι από τους νέους γιατρούς, με εξαίρεση λίγους που ευτυχούν να κληρονομούν όνομα, ιατρείο, πελατεία ή γνωριμίες από το σπίτι τους, μόνο λίγοι στις μέρες μας θα ασκήσουν την ειδικότητά τους αντίστοιχα με τις αρχικές τους προσδοκίες. Κάποιοι, μεταξύ των οποίων και εγώ, έχοντας λυμένο με τον εαυτό τους το ζήτημα της «λαμπρής καριέρας», μετακινούνται προς το ιδιωτικό επάγγελμα στην επαρχία, όπου οι ευκαιρίες επιστημονικής ανέλιξης είναι προφανώς λιγότερες, αν και δεν λείπουν οι ευκαιρίες δημιουργίας πολύ πιο ουσιαστικών θεραπευτικών σχέσεων, για όποιον βρίσκει κίνητρο σε αυτό. Πραγματικά, όλοι οι ασθενείς μου, ανεξάρτητα από την εντύπωση που αυτοί αποκομίζουν από εμένα και από το εάν κάνω πράγματι κάποια διαφορά προς το καλύτερο στη ζωή τους με την παρέμβασή μου, με κάνουν διαρκώς σοφότερο -και δεν εννοώ επιστημονικά- και αισθάνομαι βαθύτατη ευγνωμοσύνη προς αυτούς, την οποία έχω την ανάγκη να εκφράσω και δημόσια.

Δύσκολοι οι καιροί, λοιπόν...

Η ιατρική σήμερα τείνει να μετατραπεί σε βιοποριστική υπόθεση, όπως δυστυχώς και τόσα άλλα «πάλαι ποτέ» λειτουργήματα. Το πρόβλημα επιτείνεται τα μέγιστα με την γνωστή σε όλους υπερπληθώρα γιατρών. Αυτή η διαπίστωση βέβαια ανακυκλώνεται πλέον εδώ και πάνω από 10 χρόνια, χωρίς κανείς από τους υπεύθυνους να τολμά να θίξει το ζήτημα. Ή δυσαρεστείς σε μεγάλο βαθμό λίγους ή τους πάντες λιγότερο και αιωνίως. Μέσα σε αυτά τα ασφυκτικά πλαίσια, η όποια συζήτηση για το ιατρικό επάγγελμα θα πρέπει να τεθεί καταρχήν ως πρόβλημα ιατρικής εκπαίδευσης, που με τη σειρά της έχει να κάνει με το τι επιζητούμε για το σημερινό γιατρό: εξοικείωση με τεχνοκρατικές εφαρμογές ή ανθρωπιστική παιδεία; Μήπως σήμερα είναι αμφότερα απαραίτητα ως πυλώνες ενός ωφέλιμου για τους πολίτες αυτής της χώρας συστήματος υγείας; Ή μήπως, στην πράξη, υποχρεωτικά αλληλοαναιρούνται; Δεν γνωρίζω την απάντηση. Από τη θέση κάποιου που πρόσφατα ολοκλήρωσε ένα στάδιο αυτής της πορείας, δεν είμαι σε θέση να κάνω μία συνολική αποτίμηση, παρά μόνο διαπιστώσεις...

*Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Medical Express, 2003.