Εγκέφαλος και ελευθερία βούλησης

Καταδικασμένοι στην ανελευθερία;

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Η ελευθερία της βούλησης είναι κατά πολύ περισσότερο φιλοσοφική παρά νευροεπιστημονική έννοια, που έχει να κάνει με την υποτιθέμενη ικανότητα των λογικά σκεπτόμενων όντων να επιλέγουν μία πράξη ανάμεσα σε άλλες εναλλακτικές. Οι φιλόσοφοι ξιφομαχούν επί του ζητήματος επί χιλιετίες, αλλά συμφωνούν στο ότι η ελεύθερη βούληση είναι πολύ κοντά ως έννοια σε αυτήν της υπευθυνότητας των πράξεων και πάντως, εφόσον υπάρχει, διαθέτει πολλές πλευρές.

Εντυπωσιακά πειράματα που διενεργήθηκαν από τον αναγνωρισμένο ερευνητή Β. Libet και τους συνεργάτες του, το 1982, έδειξαν ότι στον εγκέφαλο ίσως η δουλειά να γίνεται πριν το καταλάβουμε! Ο Libet ζήτησε από εθελοντές να κινήσουν το χέρι τους σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή οι ίδιοι επιλέξουν, ενώ βρίσκονταν σε παρακολούθηση της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου τους μέσω ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος, έχοντας μπροστά τους ένα ρολόι. Οι εθελοντές είχαν την υποχρέωση απλά να αναφέρουν την ακριβή θέση του φωτεινού δείκτη τη στιγμή που λάμβαναν την απόφαση να κινήσουν το χέρι τους. Οι καταγραφές έδειχναν ότι πάντα, κατά μέσο όρο 350 χιλιοστά του δευτερόλεπτου πριν την υπόδειξη του κάθε εθελοντή, το ηλεκτροεγκεφαλογράφημά του ήδη είχε καταγράψει δυναμικά στο μετωπιαίο του λοβό, δυναμικά που σχετίζονταν με τις περιοχές κίνησης του χεριού! Το συμπέρασμα της μελέτης ήταν ότι πριν ακόμη συνειδητοποιήσουμε ότι θα κινήσουμε το χέρι μας, ο εγκέφαλος έχει ήδη ξεκινήσει να εργάζεται προς αυτή την κατεύθυνση.

Οι ηθικές και φιλοσοφικές προεκτάσεις του ευρήματος ίσως να είναι τρομακτικές: οι περισσότεροι νομίζουμε ότι είμαστε πραγματικά κύριοι των επιλογών μας. Ο Σαρτρ μάλιστα κορυφώνει την άποψη αυτή δηλώνοντας, «είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία»! Ωστόσο, με βάση τα παραπάνω ευρήματα, αυτό δεν επιβεβαιώνεται: όχι μόνο δεν είμαστε «υπεύθυνοι» για μία απόφασή μας, αλλά ο εγκέφαλος μάς «εξαπατά» με κάποιο μυστηριώδη έμφυτο τρόπο, πείθοντάς μας ότι συνειδητά πήραμε τη συγκεκριμένη απόφαση. Το ζήτημα, σήμερα που η νευροεπιστήμη τείνει να «αποκτά λόγο» επί όλων των πάλαι ποτέ φιλοσοφικών αναζητήσεων, είναι πλέον θεμελιωδώς παρεξηγημένο, ιδιαίτερα από τη στιγμή που ο καθένας που διαφωνεί καταφεύγει στις βασικές αρχές της εκπαίδευσής του, χωρίς να αναγνωρίζει άλλες δυνατότητες προσέγγισης.

Μήπως η κάθε πράξη προσδιορίζεται πλήρως (ντετερμινιστικά) από το συνδυασμό γονιδιακών, ορμονικών και νευρωνικών δράσεων στις οποίες δεν έχουμε δυνατότητα εκούσιας παρέμβασης; Οι οπαδοί του ντετερμινισμού διατείνονται ότι σε ένα κόσμο που κυριαρχείται από τις αρχές του Νεύτωνα, κάθε φυσικό συμβάν οδηγεί αμείλικτα σε κάθε επόμενο. Εάν δεχτούμε ότι ο εγκέφαλος δεν είναι τίποτε περισσότερο από μόρια διατεταγμένα με συγκεκριμένο τρόπο, άσχετα με το περιεχόμενο σκέψης που η διάταξη αυτή θα γεννήσει, είμαστε πολύ κοντά στο να δεχτούμε την άποψη των ντετερμινιστών ως αυτονόητη. Θεωρητικά, σε μία μελλοντική χιλιετία, θα μπορούσαμε να μετρήσουμε όλες τις παραμέτρους του εγκεφάλου σε δεδομένη χρονική στιγμή και να προβλέψουμε με ακρίβεια τη σκέψη που θα αναπηδήσει αμέσως μετά. Εάν όμως η συμπεριφορά του κάθε μορίου του μυαλού μας είναι προδιαγεγραμμένη, δεν υπάρχει κανένας χώρος για την «ελεύθερη βούληση».

Ωστόσο, η θεωρία της κβαντομηχανικής, μιας επαναστατικής θεωρίας της μοντέρνας Φυσικής της οποίας οι συνέπειες δεν μπορούν ακόμη να αποτιμηθούν, εισάγει στον κόσμο μας την απροσδιοριστία ως σημαντικό (αν όχι το μοναδικό) παίχτη! Η αρχή της απροσδιοριστίας ανάγει σε πρωταγωνιστή το «δυναμικό» της στιγμής και όχι την ίδια τη στιγμή. Χωρίς κάποιον «παρατηρητή», το δυναμικό θα παραμείνει δυναμικό στο διηνεκές. Από την άλλη, η «είσοδος» του παρατηρητή τροποποιεί αμετάκλητα μία κατάσταση καθώς αυτός δεν είναι δυνατό να παρατηρήσει χωρίς να «ενσωματωθεί», έτσι ώστε δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για τη μορφή που αυτή θα είχε πριν παρατηρηθεί. Ένα παράδειγμα: ας υποθέσουμε ότι κάποιος μας δίνει ένα κουτί σπίρτα και μας ζητά να δοκιμάσουμε εάν ανάβουν. Η δοκιμή αυτή μπορεί να γίνει φυσικά, αλλά από το γεγονός ότι ένα σπίρτο άναψε δεν μπορούμε να προεξοφλήσουμε ότι θα ανάψει και το επόμενο. Έτσι, το συμπέρασμα για κάθε μεμονωμένο σπίρτο μπορεί να βγει μόνο εκ των υστέρων, όντας βέβαια άχρηστο από πρακτική άποψη, αφού τα καμένα σπίρτα δεν ξανανάβουν.

Ο εγκέφαλος είναι ένα γεγονός πραγματικό. Ως τέτοιο δεν αναμένεται να ξεφεύγει ούτε να διαφέρει από τα υπόλοιπα φυσικά γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στον κόσμο μας. Εάν μεταφέραμε την κβαντική οπτική στη γνωσιακή επιστήμη, θα λέγαμε ότι πριν ο εγκέφαλος σχηματίσει ένα αμετάκλητο σκοπό, η πραγματικότητά του διακατέχεται από απροσδιοριστία, υπό την έννοια ότι η κατάστασή του διαθέτει ένα γενικό δυναμικό που καθορίζεται από τις αποθηκευμένες αναμνήσεις μας, τις συνήθειές μας, τις προσδοκίες μας, τη διάθεσή μας και τις ανάγκες μας. Η κατάσταση αυτή συμπεριλαμβάνει και τον κόσμο, εσωτερικό ή εξωτερικό, που θέτει σε κάποια στιγμή ένα βιολογικό ή κοινωνικό αίτημα. Ο εγκέφαλος είναι το όργανο που εξασφαλίζει την ικανότητα απόκρισης σε αυτό. Οι συνέπειες της πράξης που θα προκύψει αποκρυσταλλώνουν το δυναμικό της δεδομένης στιγμής και είναι αυτές που εκ των υστέρων παρατηρούμε. Ελευθερία της βούλησης σε κατάσταση απραξίας μάλλον δεν σημαίνει τίποτε απολύτως! Το σχήμα αυτό δεν είναι τόσο εύκολο να γίνει κατανοητό. Ο κόσμος είναι που κάνει τα άτομα ή τα άτομα που κάνουν τον κόσμο; Η απάντηση είναι ότι ισχύουν και τα δύο. Το πρόβλημα της ελευθερίας της βούλησης, ένα θεμελιώδες φιλοσοφικό ερώτημα επί του οποίου πλέον και οι νευροεπιστήμες εκφράζουν άποψη -για πολλούς με αλαζονικό τρόπο- ίσως μπορέσει έτσι να απαντηθεί. Μήπως όμως η απάντηση καταργήσει το ερώτημα;

Πολύ περισσότερο «ζουμί» από την πλευρά των νευροεπιστημών έχει ο τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλος διαχειρίζεται τις αποφάσεις του, ανεξάρτητα από το πόσο «ελεύθερος» είναι. Οι περισσότεροι μάλλον θα παραδέχονταν ότι η αίσθηση της ελευθερίας της βούλησης έχει ανεκτίμητη αξία για τη δομή των κοινωνιών μας, αν και κάποια πειράματα κλονίζουν αυτή την πεπατημένη οδό και «εισάγουν δαιμόνια» που δύσκολα μπορεί η ανθρώπινη διανόηση να χειριστεί, πόσο μάλλον να ομοφωνήσει επί αυτών. Η βούληση όμως δεν έχει ποτέ αιφνιδιαστικό χαρακτήρα, αλλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων καλλιεργείται και προετοιμάζεται για χρονικό διάστημα αρκετό για ενδεχόμενες παρεμβάσεις μας που θα προκύψουν από τη συνειδητοποίηση των συνεπειών της. Ίσως τελικά το χρονικό αυτό διάστημα να αποτελεί το νευροφυσιολογικό υπόστρωμα της ηθικής, δίνοντάς της τελικά τη δυνατότητα ύπαρξης.

Οι περισσότεροι νομίζουμε ότι είμαστε πραγματικά κύριοι των επιλογών μας. Ο Σαρτρ μάλιστα κορυφώνει την άποψη αυτή δηλώνοντας, «είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία»!. Μήπως όμως ισχύει το αντίθετο;

*Δημοσίευση στο περιοδικό Popular Medicine, 2005.