Ένας καλλιτέχνης γεννιέται

Ένας καλλιτέχνης γεννιέται...

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Όπως δείχνει η καθημερινή εμπειρία, είναι εξαιρετικά σπάνιο να αναπτύξει κανείς ένα καινούριο ταλέντο στα 60 του. Το αίτιο δεν έχει να κάνει μόνο με τα κίνητρα ή τις προτεραιότητες στη ζωή, αλλά πιθανότατα και με τις εφεδρείες σε νευρικά κύτταρα (τα οποία όσο περνούν τα χρόνια μειώνονται), καθώς και με τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων συνδέσεων -συνάψεων- μεταξύ των κυττάρων (ένα εγκεφαλικό φαινόμενο που είναι αναγκαίο κατά τη διαδικασία της μάθησης). Άλλωστε, οι υγιείς νοητικά υπερήλικες, αν κάπου εμφανίζουν «γνωσιακές δυσκολίες» -δυσκολίες που δε σηματοδοτούν κάποια «νόσο»- είναι ακριβώς σε αυτή την ικανότητα, της εκμάθησης δηλαδή νέων επιδεξιοτήτων. Υπό το παραπάνω πρίσμα, θα ήταν εντυπωσιακό ένας 60-χρονος να αναπτύξει την ικανότητα να ζωγραφίζει εξαιρετικούς πίνακες αμέσως μετά την προσβολή του από άνοια! Ωστόσο, τέτοιες περιπτώσεις πράγματι εμφανίζονται και έχουν ανακοινωθεί επανειλημμένα σε νευρολογικά συνέδρια ή περιοδικά. Ας δούμε λεπτομερέστερα μία από αυτές.

Ένας 56-χρονος επιχειρηματίας εμφανίστηκε σε νευρολογικό ιατρείο διότι είχε παρατηρήσει στον εαυτό του μία περίεργη «εναλλαγή διαθέσεων». Άλλοτε ένιωθε «ανοιχτός» και άλλοτε «κλειστός». Στις «κλειστές» του φάσεις ένιωθε ανεξήγητη ευερεθιστότητα και δυσφορία για τα φώτα και τα χρώματα γύρω του, ενώ στις «ανοιχτές» του, τα ίδια ερεθίσματα του προξενούσαν μία «ευλογημένη» ευφορία, που αύξανε μάλιστα τη δημιουργικότητά του στη δουλειά του. Καθώς όλες οι εξετάσεις απέβησαν φυσιολογικές, ο νευρολόγος τον έθεσε σε κάποια «χαλαρή παρακολούθηση», χωρίς να μπορεί να καταλάβει εάν είχε να κάνει με οργανική ή με ψυχιατρική πάθηση.

Δύο χρόνια αργότερα, ο ασθενής του βρέθηκε να αλλάζει ρούχα στη μέση του δρόμου, μπροστά στον κόσμο, εμφάνιζε δηλαδή άρση αναστολών. Οι δικοί του, θορυβημένοι, τον συνόδεψαν στο ιατρείο για επανεξέταση. Σε αυτήν, διαπιστώθηκε παλιλαλία και διαταραχές ονομασίας ντικειμένων: ο ασθενής συχνά επαναλάμβανε χωρίς λόγο τις φράσεις που άκουγε, ενώ δεν έβρισκε τα ονόματα συνηθισμένων αντικειμένων. Επίσης, παρουσίαζε αυξημένο ενδιαφέρον για όλα τα οπτικά ερεθίσματα, σαν να αντίκριζε τον κόσμο με τα μάτια ενός νεογέννητου, ενώ οι δικοί του αποκάλυψαν πως εδώ και λίγο καιρό είχε αρχίσει να ζωγραφίζει πίνακες εξαιρετικής ποιότητας, παρόλο που μέχρι τότε δεν είχε πιάσει ποτέ πινέλο και δεν είχε επισκεφτεί πινακοθήκη παρά μόνο ελάχιστες φορές σε όλη τη ζωή του.

Με την εικόνα αυτή πλέον, τέθηκε από το νευρολόγο η «διάγνωση εργασίας» της άνοιας εκφυλιστικού τύπου, καθώς οι συμπεριφορές αυτές αποτελούσαν τυπικά συμπτώματά της. Λίγα χρόνια μετά, η μαγνητική τομογραφία έδειξε εγκεφαλική ατροφία σημαντικού βαθμού, όχι της μορφής που αναμένεται στη νόσο του Alzheimer, αλλά επικεντρωμένη στο μετωπιαίο λοβό. Το εύρημα αυτό, σε συνδυασμό με τα συμπτώματα, έθεσε τελικά τη διάγνωση άνοιας μετωπο-κροταφικού τύπου, όπως είναι για παράδειγμα η νόσος του Pick. Οι άνοιες εκφυλιστικού τύπου εξελίσσονται αμείλικτα και τελικά οδηγούν σε πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητας και των νοητικών ικανοτήτων.

Ο ασθενής πράγματι επιδεινωνόταν με την πάροδο του χρόνου, ωστόσο η ποιότητα των πινάκων που ζωγράφιζε σημείωνε την ακριβώς αντίστροφη πορεία! Αν και οι πρώτοι του πίνακες είχαν ως θέμα απλά χρωματιστά σχήματα και τους διεκπεραίωνε μέσα σε λίγες ώρες, στην πορεία η θεματική του είχε να κάνει με διάφορα αντικείμενα και με πολύ πιο εκλεπτυσμένα χρώματα, ενώ οι πίνακες τού έπαιρναν ημέρες για να ολοκληρωθούν, αφού ζωγράφιζε πλέον με αυξημένη σχολαστικότητα. Στα 63 κέρδισε σε μία τοπική έκθεση ζωγραφικής το πρώτο του βραβείο, για να ακολουθήσουν και άλλα μέχρι την ηλικία των 66. Ωστόσο, η φωτεινή αυτή περίοδος κάπου εκεί σημείωσε καμπή: στα 68, ήταν ικανός να ζωγραφίζει μόνο «κουκλάκια» χωρίς ιδιαίτερες λεπτομέρειες, όπως αυτά που ζωγραφίζουν τα παιδιά στο προνήπιο. Ως προς τις υπόλοιπες πλευρές του ήταν πλέον απαθής, χωρίς συναισθηματική έκφραση στο πρόσωπο και κλεισμένος στον «ιδιωτικό του κόσμο», μία «τυπική» δηλαδή περίπτωση «προχωρημένης άνοιας».

Οι παραπάνω παρατηρήσεις οδηγούν στην υπόθεση ότι στα πλαίσια μίας εγκεφαλικής βλάβης που εντοπίζεται επιλεκτικά στους μετωπιαίους λοβούς και που κατά τα άλλα αποσυντονίζει πλήρως τις καθημερινές δραστηριότητες ενός ατόμου, μπορεί να ανατείλει το άστρο ενός καλλιτεχνικού ταλέντου! Πώς μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Για να αποπειραθούμε να δώσουμε μία εξήγηση, ας προσπαθήσουμε να δούμε την τέχνη μέσα από μία πιο «εγκεφαλική» οπτική, ίσως «την πιο εγκεφαλική» που γίνεται!

Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν ένας εξωγήινος -με ικανότητα λογικής σκέψης όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε- επισκεπτόταν τη γη και μας παρατηρούσε για λίγες ημέρες, θα μπορούσε να ερμηνεύσει αρκετές από τις συμπεριφορές των ανθρώπων, κάποιες άλλες λιγότερο, αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσε να δώσει καμία εξήγηση για τα πλήθη των ανθρώπων που περιμένουν στην ουρά από τις 8.00 το πρωί έξω από την πινακοθήκη Uffizi, στη Φλωρεντία. Η απόλαυση που προκαλεί στο μάτι ένας πίνακας του Caravaggio εξυπηρετεί κάποια βιολογική λειτουργία και εάν ναι, ποια;

Φυσικά, το ζήτημα δεν είναι ότι μπορεί να μη σας εντυπωσιάζει ο Caravaggio. Για οποιοδήποτε είδος τέχνης και για οποιαδήποτε καλλιτεχνική τάση και αν μας ελκύει, όσο και αν διαφέρουν οι υποκειμενικές απόψεις μας και άσχετα με την πολιτισμική προέλευση και τα ερεθίσματα στα οποία εκτεθήκαμε κατά την παιδική ηλικία, οι εγκέφαλοι δύο «καλλιτεχνικά ευαίσθητων» ανθρώπων είναι λογικό κατά την ώρα της αισθητικής απόλαυσης να μοιράζονται έναν κοινό παρονομαστή, σε επίπεδο εντοπισμένων κυττάρων, σε επίπεδο παραγόμενων και εκκρινόμενων νευροδιαβιβαστών ή σε κάτι που ακόμη δεν γνωρίζουμε. Για τη συνέχεια του άρθρου, χρειάζεται η διευκρίνηση ότι η «ανάγνωση» ενός ζωγραφικού πίνακα, όπως την εννοούμε εδώ, αφορά την αισθητική απόλαυση και όχι τόσο τη συμβολική ερμηνεία όσων βλέπουμε. Αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό αν αναλογιστούμε ότι τη μουσική συνήθως τη νιώθουμε και δεν τη «σκεφτόμαστε».

Όλοι θα συμφωνήσουμε λοιπόν ότι ζητούμενο της ζωγραφικής ή της γλυπτικής προκειμένου να προκαλέσουν αισθητική απόλαυση δεν είναι η πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας· αυτήν μπορεί να την κάνει η κάμερα ακόμη και του κινητού μας τηλεφώνου πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε ζωγράφο, σύγχρονο ή παρελθούσας εποχής. Τα γνωρίσματα που διαφοροποιούν τη ζωγραφική είναι ακριβώς τα αντίθετα: υπέρβαση, ενίσχυση ή και διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Η τέχνη απομονώνει ένα επιθυμητό χαρακτηριστικό και ενισχύει την αντίθεσή του -το contrast- με τα υπόλοιπα. Υπό αυτή την έννοια, είναι μία «καρικατούρα της πραγματικότητας». Μία κοινή διαπίστωση άλλωστε είναι ότι ένα ασπρόμαυρο σκίτσο διαθέτει συνήθως πολύ μεγαλύτερη αισθητική δύναμη από μία έγχρωμη φωτογραφία του ίδιου ακριβώς θέματος, ώστε το σκίτσο να είναι περισσότερο «τέχνη» από τη φωτογραφία, με την έννοια ότι μπορεί να προκαλέσει ευκολότερα μία συναισθηματική απόκριση. Ο φωτογράφος θα δυσκολευθεί πολύ -και θα χαλάσει και αρκετά φιλμ- για να αποδώσει ένα λυπημένο πρόσωπο με την ίδια συναισθηματική δύναμη που θα το κάνει πολύ γρήγορα ένας καλός σκιτσογράφος. Το γεγονός αυτό είναι παράξενο εάν προσπαθήσουμε να ερμηνεύσουμε την εγκεφαλική λειτουργία με κανόνες απλής λογικής. Τα ερεθίσματα πυροδοτούν συναισθήματα μέσω της σύνδεσης των αισθητηριακών κέντρων με το μεταιχμιακό σύστημα. Γιατί όμως μία φωτογραφία πλούσια σε χρώματα και λεπτομέρειες να μην προκαλεί πιο εύκολα το συναίσθημα που προκαλεί το σκίτσο;

Η απάντηση βασίζεται στην «αρχή της απομόνωσης». Η απομόνωση είναι μία απαραίτητη διαδικασία «εγκεφαλικής οικονομίας», καθώς τα ερεθίσματα είναι πάντα τόσο πολλά ώστε ο εγκέφαλος να αδυνατεί να τα επεξεργαστεί πλήρως όλα. Κάθε εικόνα αποτελείται από αμέτρητα οπτικά χαρακτηριστικά· όπως γνωρίζουμε, καθένα από αυτά διεγείρει και διαφορετική εξειδικευμένη περιοχή του ινιακού λοβού του εγκεφάλου. Έτσι, αλλού γίνεται αντιληπτός ένας κύκλος και αλλού ένα τρίγωνο· αλλού μία οριζόντια και αλλού μία διαγώνια γραμμή· εάν κινούνται ή είναι έγχρωμα, αλλού γίνεται αντιληπτό το περίγραμμα ή το χρώμα και αλλού η κατεύθυνση της κίνησης. Κάποιος λοιπόν θα πρέπει να κάνει καταρχήν ένα «αδρό ξεκαθάρισμα» και αυτός δεν είναι άλλος από τη λειτουργία της προσοχής. Η προσοχή δεν είναι ανεξάντλητη σε ποσότητα αλλά ούτε και σε εύρος. Εάν σε αυτή δοθεί «μασημένη τροφή» μέσα από ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα, είναι πολύ πιο εύκολο να φτάσει σε εμάς, τους παραλήπτες, το μήνυμα του καλλιτέχνη, μήνυμα που μπορεί και να χαθεί εντελώς εάν άλλα, «άχρηστα», ερεθίσματα αποσπάσουν την -πεπερασμένη- προσοχή μας: ουκ εν τω πολλώ το ευ! Αυτό λοιπόν που συνειδητά ή υποσυνείδητα προσπαθεί συνήθως ο καλλιτέχνης, είναι όχι μόνο να απομονώσει από το θέμα του το χαρακτηριστικό που -στα μάτια του- φαντάζει ως «πεμπτουσία», αλλά και να του δώσει πρόσθετο ειδικό βάρος μέσα στη δημιουργία του, ώστε αυτό το χαρακτηριστικό να ανυψωθεί πάνω από τα υπόλοιπα, με σκοπό την πρόκληση -στον αποδέκτη- του αντίστοιχου συναισθήματος που και ο ίδιος ο δημιουργός νιώθει, αφού ο δεύτερος δει το θέμα από τη σκοπιά του πρώτου. Πολλά καλλιτεχνήματα μάλιστα δεν έχουν μόνο ένα μήνυμα αλλά περισσότερα· έτσι μπορεί να συγκινήσουν ετερογενείς ομάδες αποδεκτών, για διαφορετικούς λόγους την καθεμία.

Η προσοχή βασίζεται όπως ξέρουμε σε πολύπλοκα κυκλώματα, στα οποία συμμετέχουν τόσο ο μετωπιαίος όσο και ο βρεγματικός λοβός. Οι περιοχές αυτές, σε σύνδεση με τον ινιακό λοβό, αξιολογούν τις διαφορές οπτικές λεπτομέρειες ανάλογα με την αξία που αυτές έχουν για την επιβίωση – και αυτό ακριβώς είναι η προσοχή. Με τον τρόπο αυτό «βλέπουμε με τα μάτια των αναγκών μας», απομονώνοντας ό, τι μας ενδιαφέρει σε μία εικόνα και διαγράφοντας τις «επουσιώδεις», σύμφωνα με αυτά τα μάτια, λεπτομέρειες. Έτσι, η προσοχή δεν κατευθύνεται προς το πιο φωτεινό ή το πιο παρδαλό, αλλά προς το πιο «χρήσιμο» αντικείμενο.

Για την περίπτωση που περιγράψαμε, καθώς και για άλλες παρόμοιες, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ατροφία του δεξιού μετωπιαίου λοβού, μιας περιοχής που φαίνεται ότι γενικότερα εξειδικεύεται στην αναστολή άλλων περιοχών, διέκοψε την αναστολή που ασκείται φυσιολογικά επί των «αυτοματικών» αποκρίσεων του βρεγματικού λοβού, ο οποίος αντίθετα παρέμεινε σχετικά ανέπαφος μέχρι τα προχωρημένα στάδια της νόσου. Αν και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να αποδειχθεί, η ουσία είναι πως κατά την εξέλιξη της άνοιας, οι ασθενείς αυτοί χάνουν την ικανότητα της συμβολικής σκέψης· έτσι, η προσοχή τους κατά τη θέαση μιας εικόνας ίσως στρέφεται μόνο προς το οπτικό της περιεχόμενο και δεν γίνονται συνειρμοί σε ανώτερα επίπεδα. Το «καλλιτεχνικό μάτι» -όπως μάλλον και το «μουσικό αυτί»- ίσως τελικά να έχει να κάνει με την «εκ κατασκευής εύνοια» της προσοχής προς λεπτομέρειες που παρουσιάζουν αισθητικό και καλλιτεχνικό παρά «χρηστικό» ή συμβολικό ενδιαφέρον. Η παραπάνω προσέγγιση λοιπόν μπορεί αδρά να εξηγήσει την ανάπτυξη μιας μη προϋπάρχουσας «καλλιτεχνικής οπτικής» προς την πραγματικότητα, σε πάσχοντες από κάποιες μορφές άνοιας, πριν φυσικά αυτές αποδιοργανώσουν πλήρως το σύνολο των εγκεφαλικών λειτουργιών.

Βιβλιογραφία

  1. Art and the brain: the influence of frontotemporal dementia on an accomplished artist. Mell JC, Howard SM, Miller BL. Neurology 2003 May 27; 60(10): 1707-10.
  2. Portraits of artists: emergence of visual creativity in dementia. Miller BL, Hou CE. Arch Neurol. 2004 Jun;61(6):842-4.
  3. Emergence of artistic talent in frontotemporal dementia. Miller BL, Cummings J, Cotman C et al. Neurology 1998 Oct; 51(4): 978-82.
  4. The Science of Art: a Neurological Theory of Aesthetic Experience. VS Ramachandran and W Hirstein. Journal of Consciousness Studies 1999; 6: 15-51.

Το «κλινικό παράδοξο»: ανάδυση καλλιτεχνικού ταλέντου εν μέσω άνοιας!

*Δημοσίευση στο περιοδικό Scientific American - ελληνική έκδοση, 2005