Τα σύνδρομα κόπωσης

Είναι νόσος η κούραση;

του Κωνσταντίνου Χρ. Σπίγγου, νευρολόγου*

Κατά τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια σταθερή και σημαντική μεταβολή στις απόψεις του κόσμου σχετικά με ζητήματα του σύγχρονου τρόπου ζωής και των επιπτώσεών του στην υγεία. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται οι ανησυχίες σχετικά με την ασφάλεια των κινητών τηλεφώνων, με την περιβαλλοντική μόλυνση, με τα εμβόλια, με τα μεταλλαγμένα τρόφιμα κ.τ.λ. Το άγχος του κόσμου εντείνεται παρά την ύπαρξη σύγχρονων ερευνών που πιστοποιούν την ασφάλεια κάποιων εκ των παραπάνω παραγόντων και είναι χαρακτηριστική η γέννηση συνδρόμων που πιθανώς σχετίζονται με το περιβάλλον, όπως το «σύνδρομο του άρρωστου κτιρίου», η πολλαπλή ευαισθησία σε χημικά προϊόντα, το «σύνδρομο της καθολικής αλλεργίας» και η «νόσος του 20ου αιώνα.

Είναι γεγονός, ότι αν ανατρέξουμε στην ιστορία, θα διαπιστώσουμε ότι η εισαγωγή νέων τεχνολογιών ανέκαθεν συνοδευόταν αντίστοιχα από νέα παράπονα, φόβους και «νοσήματα». Ας αναφέρουμε χαρακτηριστικά την «αλλεργία στον ηλεκτρισμό» και τη νευρασθένεια, η οποία αποδόθηκε κατά καιρούς στον τηλέγραφο, στις ατμομηχανές, στις εφημερίδες και στη μόρφωση των γυναικών! Τα μηνύματα δεν είναι αισιόδοξα, καθώς παρά τις σημαντικές βελτιώσεις που έχουν επιτευχθεί στη δημόσια υγεία κατά τη διάρκεια του τελευταίου αιώνα, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι εμφανίζουμε περισσότερα συμπτώματα και αισθανόμαστε χειρότερα σε σχέση με τους προγόνους μας.

Εκτός των παραπάνω, στις μέρες μας παρατηρείται οπωσδήποτε και μία τάση «ιατρικοποίησης της καθημερινότητας» που επιτείνει τη σύγχυση του κόσμου. Το σύνδρομο του «άρρωστου κτιρίου» (sick-building syndrome), το «σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης» και το σύνδρομο burn-out αποτελούν αμφιλεγόμενες καταστάσεις που αξίζει να παρουσιαστούν εκτενέστερα.

Το «σύνδρομο του άρρωστου κτιρίου»

Λες και δεν μας έφταναν οι άρρωστοι άνθρωποι! Τα νοσήματα που μπορεί να σχετίζονται με την παραμονή σε ένα κτίριο (κατοικία ή χώρος εργασίας) διαχωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη αφορά αυτά που έχουν σαφές αίτιο και περιλαμβάνει την πνευμονία που σχετίζεται με κακή συντήρηση των κλιματιστικών και οφείλεται στο μικρόβιο Legionella, τη δηλητηρίαση από τον αμίαντο που μπορεί να περιέχεται σε εσωτερικές εγκαταστάσεις, τη ραδιενεργό ακτινοβολία από το ραδόνιο που εκπέμπεται από το έδαφος της τοποθεσίας και την τοξίκωση του νευρικού συστήματος από το μόλυβδο των βαφών. Η δεύτερη κατηγορία αφορά αυτά που δεν έχουν προσδιορίσιμο αίτιο, οπότε και προτιμάται ο όρος «σύνδρομο».

Ουσιαστικά, ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση σε ένα κτίριο στο οποίο ένας αριθμός ατόμων που υπερβαίνει τον αναμενόμενο (βάσει της στατιστικής) υποφέρουν από ποικίλα συμπτώματα και γενικά αισθάνονται άρρωστα, χωρίς προφανή αιτία. Τα συμπτώματα τείνουν να αυξάνουν σε σοβαρότητα ανάλογα με το χρόνο που τα άτομα περνούν εντός του κτιρίου και να βελτιώνονται ή να εξαφανίζονται με την αποχώρηση των ατόμων από το κτίριο. Τέτοια συμπτώματα μπορεί να προέρχονται από τα μάτια (ερεθισμοί, κνησμός, δακρύρροια), από τη μύτη (ρινική συμφόρηση, καταρροή), από το φάρυγγα (φαρυγγαλγία, ξηροστομία), από τον εγκέφαλο (πονοκέφαλος, υπνηλία, ευερεθιστότητα, δυσκολία συγκέντρωσης) ή από το δέρμα (κνησμός, ερεθισμοί, εξανθήματα). Έχουν εντοπιστεί αρκετοί πιθανοί συσχετιζόμενοι παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της καθιστικής απασχόλησης, της χρήσης υπολογιστών, του κακού επιπέδου εξαερισμού, του καπνίσματος, της χρήσης λαμπών φθορίου, της παλαιότητας και του μεγέθους του κτιρίου κ.τ.λ.

Το σύνδρομο δεν έχει αποδοθεί με βεβαιότητα σε κάποιον παράγοντα και από πολλούς αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξή του. Αυτοί θεωρούν ότι παρόμοια συμπτώματα μπορούν να αποδοθούν σε ποικίλα αίτια άσχετα με κάποιο συγκεκριμένο κτίριο και για τη συρροή τους σε συγκεκριμένο πληθυσμό εργαζόμενων ευθύνεται ο συνδυασμός δύο παραγόντων: ο πρώτος είναι ο νόμος των πιθανοτήτων, από τον οποίο προκύπτει ότι κάπου, κάποτε, στον πληθυσμό κάποιου κτιρίου μπορεί να συμπέσει χρονικά η εμφάνιση κάποιων νοσημάτων. Ο δεύτερος είναι η παρατηρημένη σε πολλές περιπτώσεις «μεταδοτικότητα» που χαρακτηρίζει τα συμπτώματα υγείας όταν αυτά πιθανώς σχετίζονται με τοξικούς παράγοντες ασαφείς περιβαλλοντικές απειλές, με άλλα λόγια, μία μαζικής μορφής «υστερία». Φυσικά, η άποψη αυτή επ’ ουδενί καταργεί την έννοια των πιστοποιημένων επαγγελματικών νόσων και την ανάγκη να λαμβάνονται σε ένα εργασιακό χώρο όλα τα εγκεκριμένα μέτρα πρόληψης.

Σύνδρομο χρόνιας κόπωσης

Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης (ΣΧΚ) χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση σοβαρής κόπωσης που προκαλεί ανικανότητα προς επιτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό και με άλλα συμπτώματα, στα οποία περιλαμβάνονται πόνοι των οστών, των μυών και των αρθρώσεων, διαταραγμένος ύπνος, έλλειψη συγκέντρωσης και πονοκέφαλοι. Τα συνοδά συμπτώματα δεν είναι ομοιογενή. Έτσι, κάποιος μπορεί να εμφανίζει συμπτώματα από την καρδιά ή το έντερο (δύσπνοια, αρρυθμίες, αϋπνία, ευερέθιστο έντερο), ενώ άλλος μπορεί να εμφανίζει δυσπεψία και διαταραχές στην έκκριση ινσουλίνης, άλλος μπορεί να εμφανίζει οσφυαλγία, άγχος και σεξουαλική ανικανότητα κ.τ.λ.

Τα όρια του ΣΧΚ δεν είναι εντελώς ξεκάθαρα και υπάρχει μεγάλη διχογνωμία μεταξύ των ειδικών ως προς το εάν συνιστά ψυχιατρική κατάσταση ή αποτελεί νόσημα οργανικής φύσης που υποκρύπτει αυτοάνοση ή λοιμώδη αιτιολογία. Το ΣΧΚ συνοδεύεται συχνά από ψυχιατρικά ενοχλήματα, όπως κατάθλιψη ή αγχώδεις διαταραχές, αλλά όχι πάντα. Έτσι, γεννάται το ερώτημα εάν η ψυχιατρική επιδείνωση είναι απότοκος των υπόλοιπων συμπτωμάτων ή περιλαμβάνεται στις πρωτογενείς εκδηλώσεις του ΣΧΚ.

Το ΣΧΚ είναι αρκετά συχνό και προσβάλει περίπου το 2% του πληθυσμού. Η αιτιολογία του δεν είναι γνωστή. Ως προς την πρόγνωσή του, αυτή δεν είναι πολύ ευοίωνη, καθώς μόνο ο ένας στους δύο ενήλικες που προσβάλλονται εμφανίζει βελτίωση μετά από 2-3 χρόνια (τα παιδιά παρουσιάζουν αξιοσημείωτα καλύτερο ποσοστό βελτίωσης), ενώ μόνο το 6% θα ιαθούν πλήρως. Ωστόσο, παρά το σημαντικό βαθμό νοσηρότητας που αναφαίνεται από τα παραπάνω, το ΣΧΚ δεν αποτελεί αιτία θανάτου.

Για τη θεραπεία του ΣΧΚ συστήνεται ο συνδυασμός αντικαταθλιπτικών φαρμάκων (που αντιμετωπίζουν τη συχνά συνεμφανιζόμενη κατάθλιψη, την αϋπνία και τις μυαλγίες) και ειδικού προγράμματος σωματικής άσκησης. Σημαντικό ρόλο επίσης παίζει η ψυχιατρική υποστήριξη. Θα πρέπει να τονιστεί ότι περίπου στο 1/3 των ασθενών δεν μπορεί να διαγνωστεί ψυχιατρική νόσος με βάση τα επίσημα κριτήρια και η σκοπιμότητα της χορήγησης αντικαταθλιπτικών φαρμάκων σε άτομα που δεν πάσχουν από κατάθλιψη αμφισβητείται από πολλούς.

Όσοι αμφισβητούν το ΣΧΚ υποπτεύονται ότι κάτω από αυτό μπορεί να κρύβονται ποικίλες, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, που κυμαίνονται, από αμιγώς ψυχολογικές έως και αμιγώς οργανικές, όποτε και είναι λάθος η ενοποίηση αυτών των καταστάσεων κάτω από την ίδια διάγνωση. Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει κάποια εξέταση που να πιστοποιεί το ΣΧΚ και η διάγνωσή του βασίζεται σε κριτήρια, τα οποία μάλιστα δεν είναι καθολικά αλλά αποτελούν αντικείμενο διαμάχης μεταξύ Αμερικανών και Βρετανών.

Burn Out. Επόμενη στάση…κατάθλιψη!

Από τα μέσα ενημέρωσης γίνεται κατά καιρούς ευρεία αναφορά στο σύνδρομο burn-out, που μεταφράζεται ως «σύνδρομο εργασιακής εξάντλησης», ή «επαγγελματικής εξουθένωσης». Σύμφωνα με όσα γράφονται, το σύνδρομο αναπαριστά μία ψυχολογική διαταραχή που προσβάλει τους εργαζόμενους και εκδηλώνεται με αίσθημα αποπραγματοποίησης (ψυχολογική κατάσταση όπου η πραγματικότητα κυλά σαν ταινία, δεν αγγίζει άμεσα όποιον τη βιώνει) και αρκετά σωματικά ενοχλήματα ακαθόριστης προέλευσης. Τέτοια μπορεί να είναι η ταχυκαρδία, το κάψιμο στο στομάχι, η αϋπνία κ.ά. Ωστόσο, η κατάσταση μπορεί να περιέχει και ποικίλες άλλες παραμέτρους, ως προς τη συμπεριφορά (τάση απομόνωσης, εριστικότητα, κατάχρηση ουσιών), ως προς την ψυχολογία (πλήξη, απογοήτευση, χαμηλή αυτοεκτίμηση) και φυσικά ως προς την κοινωνία.

Μήπως ο παραπάνω όρος είναι αυτός που ουσιαστικά αναφέρεται στη γνωστή μας υπερκόπωση; Η αλήθεια είναι ότι το σύνδρομο πρωτοπεριγράφθηκε προ ετών σε νοσηλευτικό προσωπικό και η επίσημη περιγραφή του αφορά μόνο τις περιπτώσεις προσωπικού που περιθάλπει πάσχοντες μονάδων εντατικής θεραπείας κοντά στο θάνατο, των οποίων η κατάσταση απαιτεί την αδιάκοπη φροντίδα τους, συνήθως χωρίς κανένα αντίκρισμα. Ωστόσο, η φύση του συνδρόμου είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί την εικασία πως σε όλα τα επαγγέλματα όπου το αποτέλεσμα μιας αρκετά κοπιώδους και υπεύθυνης προσπαθείας δεν αναδεικνύεται, αναμένεται κόπωση και μείωση της προσφοράς του εργαζόμενου. Όντως, τελευταία το σύνδρομο burn-out περιγράφεται σε εργαζόμενους όλων των κατηγοριών, των οποίων το είδος της θέσης τους απαιτεί τη συνεχή διοχέτευση σημαντικού συναισθηματικού αποθέματος στη δουλειά τους. Ωστόσο, η απαίτηση αυτή αφορά λίγο-πολύ όλες τις «υπεύθυνες θέσεις». Όπως και αν έχει, για την εν λόγω κατάσταση μπορούν να γίνουν μερικές παραπανίσιες σκέψεις, όχι ευοίωνες.

Οι κοινωνικές επιπτώσεις του ίσως να είναι πολύ σημαντικότερες από τις υπόλοιπες: έτσι, ένας γιατρός ή μια νοσηλεύτρια που αντιμετωπίζει το δέκατο μέσα σε μία μέρα σοβαρά ασθενή με διαφορετικά κριτήρια σε σχέση με τον πρώτο ή ένας πιλότος που αντιμετωπίζει την εικοστή θύελλα που συναντά εν πτήσει με διαφορετικό αίσθημα κινδύνου σε σχέση με την πρώτη της καριέρας του μπορούν να προκαλέσουν προφανείς σοβαρές κοινωνικές συνέπειες. [Αν τα παραπάνω σας προκαλούν σφίξιμο στο στήθος, μπορούμε να χαλαρώσουμε λέγοντας ότι ένας επαγγελματίας σεφ πιθανότατα άλλο τυραμισού φτιάχνει καθημερινά στη δουλειά του και άλλο θα φτιάξει για μία βράδια με τους φίλους του... ]

Παρά την «ευθύνη» που όλοι περιμένουμε από αυτούς να επιδεικνύουν, θα πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε ότι η πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνίας συχνά τοποθετεί στις πλάτες ενός ανθρώπου βάρη πολλαπλάσια μεγαλύτερα από όσα αυτός μπορεί να σηκώσει. Η προσωπική ανευθυνότητα (που μπορεί να είναι επαγγελματική ή «αφανής», όπως για παράδειγμα αυτή που επιδεικνύουν πολλοί οδηγοί) μπορεί σήμερα όσο ποτέ άλλοτε να έχει καταστροφικές συνέπειες για πολλούς άλλους ακόμη.

Όπως και να έχει, η επίδραση της ευθύνης στα αντανακλαστικά μας δεν είναι διαφορετική από αυτήν που οποιοδήποτε ερέθισμα τείνει να έχει για τον ανθρώπινο εγκέφαλο: η επανάληψή του οδηγεί στην «εξοικείωση» και τελικά στην απουσία αντίδρασης, με άλλα λόγια, τα αντανακλαστικά μας είναι προορισμένα να «εξοικειώνονται» με μία κατάσταση, εκτός και αν τροφοδοτούνται διαρκώς με νέα κίνητρα. Έτσι, το ποσοστό της συναισθηματικής εμπλοκής μας σε μία κατάσταση που για μας αποτελεί ρουτίνα τείνει να μειώνεται. Καλύτερος εργαζόμενος είναι αυτός που μόλις ξεκινά να απασχολείται σε μία θέση, ιδίως εάν οι καθημερινές του δραστηριότητες είναι ανιαρές. Τέλος, ως προς τα «υπεύθυνα» επαγγέλματα, ας μην απατόμαστε: ο μόνος τρόπος αποφυγής ατυχημάτων είναι η εισαγωγή ασφαλιστικών δικλείδων και όχι η αναζήτηση υπέρμετρης υπευθυνότητας, αφού αυτή κάποια στιγμή μπορεί να ελλείψει, «ακόμη και στις καλύτερες οικογένειες». Τέτοιες δικλείδες, για παράδειγμα, είναι τα ανθρώπινα ωράρια εργασίας, το ευχάριστο εργασιακό περιβάλλον και η ύπαρξη ανταμοιβών (όλων των ειδών).

Μέχρι να γίνει αυτό, άσχετα με το είδος της εργασίας σας, εάν σκέφτεστε ότι μπορεί να πάσχετε από το σύνδρομο burn-out, ίσως πρώτο σας μέλημα θα πρέπει να είναι ένα παρατεταμένο time-out...

Ίσως σας ενδιαφέρει!

Εφόσον είστε ικανοποιημένη ή ικανοποιημένος από την ποιότητα των πληροφοριών που διαβάζετε

και ψάχνετε για ακόμη περισσότερες πληροφορίες ως προς μια συγκεκριμένη νευρολογική περίπτωση,

πατήστε εδώ.

*Δημοσίευση στο περιοδικό Popular Medicine, 2004.