Ο ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ Ο ΕΝ ΤΡΙΚΑΛΟΙΣ,Ο ΜΕΤΣΟΒΙΤΗΣ (17 ΜΑΪΟΥ)
Ο άγιος νεομάρτυς Νικόλαος (Μπασδάκης ή Βλαχονικόλας) γεννήθηκε στα τέλη του 16ου αιώνος στη γραφική κωμόπολη του Μετσόβου. Παρ' όλο το πυκνό σκοτάδι της δουλείας, οι Έλληνες κρατούσαν τότε μέσα τους αναμμένο το φως του Χριστού. Μπορεί να ήταν πτωχοί ραγιάδες, όμως ήταν πλούσιοι από πίστη στο Θεό. Αυτή την πίστη μεταλαμπάδευσαν και στο μικρό Νικόλαο οι ευσεβείς γονείς του. Και με αυτή την πίστη εφόδιο έφυγε αρκετά νέος από το Μέτσοβο για τα Τρίκαλα για να βρει καλύτερη εργασία. Ό μικρός Νικόλαος κτύπησε την πόρτα ενός αρτοποιείου. Και εκεί το αφεντικό, ένας μουσουλμάνος, δέχθηκε να τον πάρει στη δουλειά του με έναν ταπεινό μισθό. Οι ήμερες κυλούσαν ειρηνικά. Κάποτε όμως ό εχθρός διάβολος φθόνησε το αγνό αυτό και πιστό Ήπειρωτόπουλο. Κάποιοι μωαμεθανοί φόβισαν το παλληκάρι και με τεχνάσματα ύπουλα τον ανάγκασαν να αρνηθεί την πίστη του. Του φόρεσαν και τούρκικα ρούχα. Τον επήγαν και στο τζαμί. Δύο χρόνια πέρασαν από τότε. Ό Νικόλαος δεν άντεχε άλλο. Ένα κενό απλωνόταν στην ειλικρινή ψυχή του. Κενό από την απουσία του Θεού πού κάποτε λάτρευε τόσο πιστά. Μετάνιωσε λοιπόν πικρά για την επιπόλαιη άρνηση του. Και αποφάσισε να φύγει. Και φεύγει κρυφά. Έρχεται πίσω στην πατρίδα του το Μέτσοβο, χριστιανός τώρα ξανά, πιστός σαν και πρώτα...
Κάποτε θέλησε να πάει και πάλι στα Τρίκαλα με συμπατριώτες του για να πουλήσουν ξυλεία δαδιού για προσάναμμα, πού είχαν μαζέψει από τα δάση της Πίνδου. Φόρτωσαν τα ζώα και έφθασαν στα Τρίκαλα, στην αγορά.
Εκεί κάποια στιγμή ανεγνώρισε το Νικόλαο ένας κουρέας μουσουλμάνος, παλιός του γνώριμος, πού έμενε δίπλα στο αρτοποιείο στο όποιο εργαζόταν.
Ξαφνιάστηκε πού τον είδε χριστιανό. Όρμησε λοιπόν επάνω του, τον έσφιγγε στο λαιμό και φώναζε δυνατά:
-Νικόλαε, γιατί έγινες πάλι χριστιανός;
Φοβήθηκε ό Νικόλαος και του λέει:
-Μη φωνάζεις. Σε παρακαλώ, μη με καταδώσεις!
Ό κουρέας τον άκουσε, με τον όρο όμως ότι θα του έπαιρνε όλο το φορτίο του δαδιού δωρεάν- και πώς κάθε χρόνο θα του έφερνε ένα φόρτωμα δαδιού.
Ό Νικόλαος δουλικά δέχθηκε τη συμφωνία. Με αβάσταχτο πόνο επιστρέφει στο Μέτσοβο πληγωμένος. Γιατί να δειλιάσει μπροστά σε έναν κουρέα; Θέλει να θεραπεύσει την πληγή της ψυχής του. Θέλει να επιστρέψει στα Τρίκαλα και να ομολογήσει δημόσια την αλήθεια και να πει: «Είμαι χριστιανός»!
Προηγουμένως όμως τρέχει στον Πνευματικό του. Εξομολογείται με δάκρυα συντριβής τη νέα του πτώση. Μαζί καταθέτει και τον μεγάλο του πόθο να μαρτυρήσει για τον Χριστό. Όχι από επίδειξη. Αλλά για να αποδείξει τη μεγάλη του μετάνοια. Ό Πνευματικός του φοβάται το τολμηρό αυτό βήμα. Φοβάται μήπως δειλιάσει και γίνει πάλι εξωμότης. Όμως ό Νικόλαος επιμένει. Επιμένει ταπεινά ελπίζοντας ότι με τη δύναμη του πανίσχυρου Θεού θα νικήσει στο τολμηρό του άλμα. Ό Πνευματικός του πείθεται. Δεν έχει λόγους πλέον να αμφιβάλλει, γιατί βλέπει μπροστά του μια ασάλευτη νεανική ψυχή με αγνή διάθεση. Του δίνει λοιπόν τις τελευταίες του οδηγίες και ευχές και τον απολύει εν ειρήνη*
Ήταν άνοιξη του 1617. Ή φύση είχε ανθίσει. Αλλά και ή ψυχή του Νικολάου και αυτή ήταν ανθισμένη και μοσχοβολούσε από το μύρο μιας δυνατής αγάπης για τον Χριστό.
Αναχωρεί για τελευταία φορά από το Μέτσοβο, την πατρίδα πού τον ανέθρεψε, για να βρεθεί στα Τρίκαλα, στην πόλη πού θα τον ετοιμάσει για τη δόξα του Ουρανού.
Έδώ στα Τρίκαλα τον συναντά ό κουρέας. Απαιτεί τα οφειλόμενα. Ό Νικόλαος αρνείται να του τα δώσει. «Δεν σου χρωστώ τίποτε», του λέγει. Και τότε σαν κρυμμένο ηφαίστειο ξέσπασε ό κουρέας και εκδικούμενος τον Νικόλαο φώναζε προς όλους τους περαστικούς: «Αυτός αρνήθηκε τον Μωάμεθ και έγινε χριστιανός».
Εξαγριωμένοι οι μουσουλμάνοι περικύκλωσαν το θύμα τους, τον Νικόλαο.
Και τον χτυπούσαν μαζί με τον κουρέα αλύπητα και τον μαστίγωσαν. Και δεμένο τον έφεραν στο Κριτήριο, όπου ακούστηκε ή θαρραλέα ομολογία του Νικολάου, φωνή λιτή και σταθερή: «Χριστιανός γεννήθηκα, χριστιανός είμαι και χριστιανός θα αποθάνω. Δεν αρνούμαι ποτέ την πίστη μου, όσο και να με βασανίσετε». Ούτε οι κολακείες πού ακολούθησαν, αλλά ούτε και οι απειλές του κατή μπόρεσαν να σβήσουν τη φωτιά της πίστεως πού είχε ανάψει στην ψυχή του γενναίου παλληκαριού και βιοπαλαιστή Νικολάου.
Προσωρινά τον φυλάκισαν. Εκεί μέσα στη φυλακή, απομονωμένος, χωρίς νερό και φαγητό, χωρίς φως και ελπίδα σωτηρίας, ό Νικόλαος προετοιμάζεται για το τελευταίο του ταξίδι, προς την ουράνια Πατρίδα. Πόσα δάκρυα μετανοίας για τα λάθη του αλλά και πόσα δάκρυα ευγνωμοσύνης προς τον ευεργέτη του Κύριο δεν θα έτρεξαν και δεν θα πότισαν εκείνον τον τόπο... Όλος χαρά και προσμονή αναμένει το μακάριο τέλος.
Ακολούθησε και δεύτερη ανάκριση. Μάταια οι εχθροί του Χριστού προσπαθούσαν να λυγίσουν τον μάρτυρα. Ό Νικόλαος ασάλευτος έπανελάμβανε: «Ό Χριστός είναι Θεός αληθινός, Αυτόν πιστεύω και δεν Τον αρνούμαι ποτέ!». Για την ομολογία του αυτή καταδικάζεται σε θάνατο «διά πυράς».
Ή ώρα του φρικτού μαρτυρίου έφθασε. Στη μέση της αγοράς των Τρικάλων οι δήμιοι άναψαν μεγάλη φωτιά. Εκεί μέσα έριξαν τον Νικόλαο. Και εκείνος για την αγάπη του Χριστού δέχθηκε να γίνει θείο ολοκαύτωμα χωρίς να δειλιάσει, γιατί ή ψυχή του είχε πυρακτωθεί - κατά τον υμνογράφο - με το «άϋλον πυρ της θείας αγάπης».
Ήταν 17 Μαΐου 1617.
Την ίδια νύχτα ένας χριστιανός αγγειοπλάστης με δωροδοκία παρέλαβε την τίμια κάρα του μάρτυρος και την έκρυψε - χωρίς να το ξέρουν οι δικοί του -μέσα σε τοίχο του σπιτιού του. Ή κατοικία αυτή μεταβιβάστηκε μετά τον θάνατο του αγγειοπλάστη σε κάποιο ευσεβή πιστό, τον Μέλανδρο, χωρίς όμως να γνωρίζει τί πλούτο έκρυβε αυτό το σπίτι. Αποκαλύφθηκε όμως από θαυμαστά σημεία θείας ευωδίας και λάμψεων. Ό Μέλανδρος βαθιά συγκινημένος και αισθανόμενος την άναξιότητά του παρέδωσε με ευλάβεια το θησαύρισμα αυτό της τίμιας κάρας του αγίου ένδοξου νεομάρτυρος Νικολάου του Μετσοβίτου στην ιερά Μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, όπου και φυλάσσεται μέχρι σήμερα αγιάζοντας τον ευσεβή λαό του τόπου μας.
Τις ευεργεσίες του Αγίου είχαν και έχουν δεχθεί - με πλήθος θαυμάτων -οι κάτοικοι της Θεσσαλίας, της Ηπείρου (Καλαρρύτες κ.ά.) αλλά και της Κατοχής Μεσολογγίου, όπου ιδιαίτερα τον τιμούν σε λόφο με ιερό Ναό πού φέρει το όνομα του. Πολλές φορές ό Άγιος έδιωξε καταστρεπτικά σμήνη άκρίδων και έσωσε από θανατηφόρες αρρώστιες και πλημμύρες τούς ανθρώπους και ποίμνια των περιοχών αυτών.
Ας βαδίζουμε και μείς στα ίχνη του γενναίου αυτού νεομάρτυρος άγιου Νικολάου μένοντας πιστοί «άχρι θανάτου» στην αγάπη του Χριστού και ζώντας ζωή αληθινής μετανοίας.
«Χαίροις, του Μετσόβου σεπτός βλαστός,
Χαίροις των Τρικάλων άνθος τερπνόν, Χαίροις Μετεώρων ό ατίμητος θησαυρός,
Χαίροις των ποιμένων της Κατοχής προστάτης και ρύστης των σε τιμώντων, μάρτυς Νικόλαε!...». □(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)