ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
"ΟΝΕΙΔΙΣΜΟΝ ΠΡΟΣΕΔΟΚΗΣΕΝ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ..."
Ο Κύριος προσεύχεται στον κήπο της Γεθσημανή. Ως παντογνώστης γνωρίζει όλα όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Γνωρίζει ότι οι εχθροί του σε λίγο θα φθάσουν, ό Ιούδας θα Τον προδώσει, ή σπείρα των στρατιωτών θα Τον συλλάβει. Γνωρίζει ότι θα στηθεί ολονύκτια παράνομη δίκη, θα Τον ανακρίνουν ό Άννας, ό Καϊάφας, το Ιουδαϊκό Συνέδριο, ό Πιλάτος και ό Ηρώδης και θα Τον καταδικάσουν σε θάνατο. Γνωρίζει τον δημόσιο διασυρμό, τούς εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τις ύβρεις, τούς γέλωτες, τη χλαίνη, τον κάλαμο. Γνωρίζει ότι δεν θα βρεθεί κανείς να Του συμπαρασταθεί, να Τον συμπονέσει, ούτε μαθητές, ούτε γνωστοί, ούτε φίλοι του. «Ύπέμεινα συλλυπούμενον, και ούχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ούχ εύρον» (Ψαλμ. ξη' 21). Γνωρίζει τα φρικτά Πάθη του, τούς ήλους, τη λόγχη, τον σταυρό, τον θάνατο, την αποκαθήλωση και την ταφή του. Γνωρίζει πόσο πικρό είναι το ποτήριο του σταυρού, πού σε λίγο θα πιεί! Πόσο μαρτυρικό είναι το βάπτισμα στη θάλασσα των παθημάτων του, στο όποιο μετά από λίγο θα βαπτισθεί! Αλλά πόσο συνέχεται, μέχρις ότου το λάβει! «Βάπτισμα έχω βαπτισθήναι και πώς (πόσο) συνέχομαι έως ού τελεσθή» (Λουκ. ιβ' 50)!Αυτή ή επιθυμία του να πάθει για χάρη μας Τον κάνει να βγει ό Ίδιος μπροστά στη σπείρα των στρατιωτών για να τούς διευκολύνει να Τον συλλάβουν. «Έξελθών είπεν αύτοίς· τίνα ζητείτε; άπεκρίθησαν αύτω· Ίησούν τον Ναζωραίον. λέγει αύτοίς· έγώ ειμί» (\ω. ιη' 4-5).
Κι όταν αυτοί Τον συλλαμβάνουν και Τον εξουθενώνουν με χίλιες δύο ταπεινώσεις, δεν αποστρέφεται τούς ονειδισμούς και την ταλαιπωρία. «Τον νώτόν μου έδωκα εις μάστιγας... το δέ πρόσωπον μου ούκ άπέστρεψα από αισχύνης έμπτυσμάτων» (Ήσ. ν' 6). Πώς τούς αντέχει τόσους χλευασμούς, τόσα «ούά», τόσα περιγελάσματα; Δεν διαμαρτύρεται καθόλου για ό,τι υφίσταται. Περιμένει να έλθουν και χειρότερα! «Όνειδισμόν προσεδόκησεν ή ψυχή μου και ταλαιπωρίαν» (Ψαλμ. ξη' 21). Εκδηλώνει σφοδρότατη επιθυμία να πάθει ακόμη περισσότερα παθήματα για τη σωτηρία μας. «Καθώς είναι χωρίς όριον και μέτρον ή αγάπη Του, έτσι επιθυμεί να μη έχουν μέτρον ούτε τα παθήματα Του», γράφει ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης στο περισπούδαστο βιβλίο του «Πνευματικά Γυμνάσματα». Ή αγάπη του προς εμάς ξεπερνά τον πόνο του. Ενώ μπορούσε «να γλυκάνη τούς πόνους Του, καθώς μετά ταύτα έγλύκανε τούς πόνους τόσων και τόσων μαρτύρων, με όλον τούτο ηθέλησε να πίη το ποτήριον των παθών του όλοτελώς καθαρόν με άκραν έγκατάλειψιν κάθε παρηγοριάς και Θεού και αγγέλων και ανθρώπων· και ήμπορώντας με μίαν μικρόν βάσανον να εξαγόραση όλον τον κόσμον, Αυτός εύρήκε τόσα έφευρέματα διά να καταβυθισθη εις μίαν άβυσσον βασάνων», για να δείξει ακόμη θερμότερο το φίλτρο της αγάπης του προς εμάς τούς ανθρώπους. Αλλά και για να υπακούσει πλήρως στο θέλημα του ουρανίου Πατρός. «Ένεκα σου ύπήνεγκα όνειδισμόν»! (Ψαλμ. ξη' 8). Τί μεγαλείο θεοπρεπούς αντιμετωπίσεως του Πάθους!
Πόσο ευγνώμονες οφείλουμε να είμαστε προς τον Εσταυρωμένο, πού με το αίμα της σταυρικής θυσίας του άποπλύνει «τον ιόν του όφεως» και θεραπεύει την αιμορροούσα πληγή μας! Υπομένει δημόσιο διασυρμό και εξευτελισμό για χάρη μας! Γίνεται ό Ίδιος «θέατρον και άγγέλοις καί άνθρώποις», για να θεραπεύσει της δικής μας ψυχής την ασθένεια! Πόσο βαριά είναι ή ασθένεια μας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι αμαρτίες μας ανέβασαν τον Κύριο μας επάνω στο σταυρό. Γράφει ό άγιος Ιγνάτιος ό θεοφόρος ότι είναι τόσο μεγάλες οι πληγές των αμαρτιών μας πού χρειάστηκε να πληγωθεί ό θείος Λυτρωτής επάνω στο σταυρό, για να τις ίατρεύσει. Ιδίως το πάθος της φιλοδοξίας είναι το πλέον βαθύρριζο πάθος, «ό έσχατος χιτών», «το τελευταίον ύποκάμισον των παθών» πού φωλιάζει στις καρδιές όλων μας. Γράφει επίσης ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης στα «Πνευματικά Γυμνάσματα» ότι ό Κύριος γνώριζε πολύ καλά ότι «το πάθος της φιλοδοξίας έστάθη ή ρίζα και ή πηγή όλων των κακών όπου ήλθον εις τον κόσμον, καί των δαιμόνων εις τον ούρανόν καί των ανθρώπων εις την γήν, καί ολοένα πολεμεί και κυριεύει τον κόσμον, διά τούτο όλον του τον αγώνα καί τον πόλεμον έστησε, διά να νικήση τούτο το άρχέκακον κακόν και να το έξαλείψη από τον κόσμον».
Ευγνώμονες προς τον Ευεργέτη μας εκδηλώνοντας εμπράκτως την απέραντη ευγνωμοσύνη μας να πράττουμε τα αρεστά ενώπιον του Θεού! Να μισούμε τη δυσώδη αμαρτία και να ζούμε ζωή αφοσιώσεως και αγάπης προς Αυτόν πού τόσο πολύ μας αγάπησε! Να κλάψουμε για τις αμαρτίες μας, πού έγιναν αίτια να πονέσει τόσο πολύ ό Κύριος μας επάνω στο σταυρό, και με αισθήματα ειλικρινούς μετανοίας να προσερχόμαστε στο θρόνο της Χάριτος του και να παρακαλούμε τον Εσταυρωμένο να θεραπεύει την ασθένεια της ψυχής μας λέγοντας: Κύριε, για χάρη μας ονειδίζεσαι! Για χάρη μας όδυνάσαι εσταυρωμένος! «Τοις πάθεσί Σου, τα πάθη μου θεράπευσον-τοις τραύμασί Σου τα τραύματα μου ίάτρευσον· τω αίματί Σου το αίμα μου καθάγνισον. Κατέλιπόν Σε, μη με έγκαταλίπης. 'Εξήλθον από Σου, έξελθε εις άναζήτησίν μου, είσάγαγέ με εις την νομήν της εκλεκτής σου ποίμνης και άξίωσόν με ελέους τυχείν». Αμήν. ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)
ΠΑΤΕΡ ΑΦΕΣ ΑΥΤΟΙΣ
Μεγάλη Παρασκευή! Ό θείος Λυτρωτής εσταυρωμένος! Ό Βασιλεύς του πόνου ως αμνός άμωμος κρέμεται επί ξύλου οδύνης! Υφίσταται μοναδικό σωματικό και ψυχικό μαρτύριο πάνω στο ξύλο της αισχύνης! Γυμνός, με τρυπημένα τα χέρια και τα πόδια. Το πανάχραντο σώμα του είναι όλο αιματοκυλισμένο από τη σκληρή φραγγέλωση· Ή παναγία κεφαλή του κατατρυπημένη από τον ακάνθινο στέφανο. Ή όψη του προσώπου του αφανισμένη από την κακουχία και τη θλίψη. Οι οφθαλμοί του βασιλεμένοι από την αγρυπνία και την εξάντληση.
Γύρω από το σταυρό του στο Γολγοθά συμφύρονται με εχθρικές διαθέσεις πλήθη ανθρώπων! Άρχοντες, λαός, αρχιερείς, γραμματείς, φαρισαίοι, στρατιώτες, υπηρέτες, περίεργοι και παραπορευόμενοι. Κουνούν τα κεφάλια τους ειρωνικά, ξεστομίζουν βλαστήμιες, Τον προκαλούν, αν είναι Θεός, να κατεβεί από τον σταυρό. Ακόμη και ό ένας ληστής πού συμπάσχει πλάι Του, Τον βλασφημεί λέγοντας: 'Αν είσαι σι ό Χριστός, σώσε τον εαυτό σου, σώσε κι εμάς!
Ό Εσταυρωμένος όδυνάται, αλλά υπομένει με βαθύτατη γαλήνη και σιωπή όλα του τα παθήματα. Δεν εξέρχονται από τα θεία χείλη του κραυγές, στεναγμοί και κατάρες.Δεν διατυπώνει παράπονα. Δεν ζητεί εκδίκηση. Δεν παρακαλεί να Του προσφέρουν κάποιο αναλγητικό για να ανακουφισθεί από τούς ισχυρούς πόνους!
Κάποια στιγμή λύνει τη σιγή του, κινεί τη γλώσσα του, ομιλεί. Και τί λέει; «Πάτερ, άφες αύτοίς- ού γάρ οίδασι τί ποιούσι» (Λουκ. κγ' 34). Αυτός είναι ό πρώτος λόγος πού εξέρχεται από τα θεία χείλη του. Είναι λόγος προσευχής προς τον Θεό Πατέρα για τούς εχθρούς του. Δεν ζητεί να απαλλαγεί από τους πόνους του, άλλα να απαλλαγούν οι εχθροί του από τη δίκαιη του Θεού τιμωρία! Προσεύχεται γι’ αυτούς πού από φθόνο Τον παρέδωσαν στον πιο επονείδιστο θάνατο. Για τους αρχιερείς, τούς άρχοντες, τα μέλη του ιουδαϊκού Συνεδρίου, τον Πιλάτο, τον αχάριστο όχλο πού φώναζαν «άρον άρον, σταύρωσον αυτόν» (Ίω. ιθ' 15), γι’ αυτούς πού πριν από λίγο Τον ενέπαιζαν, Τον μαστίγωναν, Τον κάρφωσαν στο ξύλο της καταδίκης. Προσεύχεται για όλους τούς ανθρώπους, πού οι αμαρτίες μας Τον ανέβασαν επάνω στο σταυρό. Παρακαλεί τον ουράνιο Πατέρα του να μας συγχωρήσει, γιατί δεν ξέρουμε τί κάνουμε, όταν αμαρτάνουμε.
«Πάτερ, άφες αύτοίς»! Ή σύντομη αυτή προσευχή του Εσταυρωμένου είναι ή επισφράγιση της θείας διδασκαλίας του για την αγάπη προς τούς εχθρούς! Ό Κύριος ως θείος Διδάσκαλος, μοναδικός και απαράμιλλος, δίδασκε τα πλήθη των ανθρώπων να αγαπούμε αυτούς πού μας εχθρεύονται, να ευχόμαστε με τα καλύτερα λόγια γι αυτούς πού μας καταρώνται, να ευεργετούμε εκείνους πού μας μισούν και να προσευχόμαστε γι' αυτούς πού μας μεταχειρίζονται υβριστικά, μας περιφρονούν ή μας διώκουν. «Εγώ δέ λέγω ύμίν, αγαπάτε τούς εχθρούς υμών, ευλογείτε τούς καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοίς μισούσιν υμάς και προσεύχεσθε υπέρ των έπηρεαζόντων υμάς και διωκόντων υμάς» (Ματθ. ε' 44).
Επίσης ή προσευχή του Εσταυρωμένου είναι ή επισφράγιση της ανεξίκακης βιοτής του! Ό Κύριος «διήλθεν ευεργετών», περιόδευσε, πέρασε από τόπο σε τόπο και θεράπευε «τούς καταδυναστευομένους ύπό του διαβόλου» (Πράξ. ι' 38). Διαρκώς ευεργετούσε με τα θαύματα του χωρίς να ζητεί αναγνώριση. Και τώρα πού ή αχαριστία των ανθρώπων Τον ανεβάζει στο Σταυρό, θερμή ικεσία απευθύνει στον ουράνιο Πατέρα του να συγχωρήσει τούς σταυρωτές του. Μισούν οι εχθροί του; Αυτός αγαπά! Εκδικούνται οι εχθροί του; Αυτός συγχωρεί! Τον υβρίζουν εκείνοι; Αυτός προσεύχεται στον ουράνιο Πατέρα του να μην τούς λογαριάσει την αμαρτία πού κάνουν. Ώ βάθος θείας αγάπης! Ώ πέλαγος ανεξικακίας! Τί μεγαλείο συγγνώμης προς τούς εχθρούς! Τί εξαίρετο μάθημα συγχωρητικότητος, «ωσάν μία όλοϋστερινή παραγγελία» για τούς ανθρώπους όλων των αιώνων!
Γράφει ό άγιος Νικόδημος ό Αγιορείτης ότι ό πρωτομάρτυρας Στέφανος από αυτόν τον λόγο του Κυρίου μας διδάχτηκε να πει γι' αυτούς πού τον λιθοβολούσαν: «Κύριε, μή στήσης αύτοίς την άμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. ζ' 60). Ό άδελφόθεος Ιάκωβος, ό άγιος Διονύσιος ό εν Ζακύνθω και γενικά όλοι οι άγιοι από αυτόν τον λόγο του Εσταυρωμένου έμαθαν να συγχωρούν τούς εχθρούς τους.
Αδελφοί, ας ατενίσουμε κι εμείς ευλαβικά τον Εσταυρωμένο! Θα μας διδάξει να μην κρατούμε κακία στους ανθρώπους πού μας έφταιξαν, αλλά να έχουμε πονετική καρδιά και να συγχωρούμε ό ένας τον άλλον, «καθώς και ό Θεός έν Χριστώ έχαρίσατο ήμίν» (Εφεσ. δ' 32). Ό Θεός συγχωρεί. Το Ίδιο οφείλουν να κάνουν και οι δούλοι του. Διότι έτσι γίνονται όμοιοι με τον Θεό, αληθινά παιδιά του Θεού Πατέρα.
Ό ιερός Χρυσόστομος σε μία θαυμάσια αποστροφή του επιλέγει: «Μή δή μνησικακήσης, ώ άνθρωπε. Εκείνου οικέται έσμέν του σταυρουμένου και λέγοντος ‘’Άφες αύτοίς, ού γάρ οίδασι τί ποιούσι"». Μην κρατάς στην καρδιά σου κακία, άνθρωπε. Είμαστε δούλοι Εκείνου πού σταυρωνόταν και έλεγε: Συγχώρησε τους, γιατί δεν ξέρουν τί κάνουν! ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)
ΕΤΟΛΜΗΣΑΝ ΑΨΗΦΗΣΑΝ
Κάθε φορά πού στρέφουμε τη μνήμη της καρδίας μας σ' εκείνη την πρώτη Μεγάλη Παρασκευή της εκκλησιαστικής μας ζωής, συγκλονίζεται ή ύπαρξή μας.Στον λόφο του Γολγοθά συνετελέσθη το μεγαλύτερο ανοσιούργημα όλων των εποχών. Εν μέσω δύο ληστών, ως ό χειρότερος των κακούργων, κρέμεται επί του σταυρού ό αθώος και αναμάρτητος Ιησούς Χριστός, πού είχε γεμίσει με τις ευεργεσίες του την Ιουδαία. Οι σατανοκίνητοι εχθροί του, άρχοντες θρησκευτικοί και τα όργανα τους, φωνάζουν και υβρίζουν κάτω από τον σταυρό. Ευφραίνονται οι άγριες ψυχές τους νομίζοντας ότι απηλλάγησαν πλέον από την ενοχλητική παρουσία του.
Φόβος και τρόμος επικρατεί απ' άκρου σ' άκρο σ' όλη την Ιερουσαλήμ. Λίγες γενναίες γυναίκες μόνο συμπαρίστανται στο πένθος της την αγία Μητέρα του Εσταυρωμένου και στέκονται μαζί της κάτω από τον σταυρό του. Κοντά τους και ό Μαθητής της αγάπης, ό άγιος Ιωάννης. Όλοι οι άλλοι Μαθητές του, όπως το είχε προφητεύσει ό Ίδιος, Τον εγκατέλειψαν «δια τόν φόβον τών Ιουδαίων». Τον άφησαν μόνον στη δύσκολη ώρα του. Και ό Πέτρος και ό Ιάκωβος και ό Θωμάς, όλοι, όλοι...
Τί τραγική, αλήθεια, εγκατάλειψη! Εκπληρώθηκε ή προφητική πρόρρηση του θεοπνεύστου Ψαλμωδού για τα Πάθη του Κυρίου: «Και ύπέμεινα συλλυπούμενον, και ούχ υπήρξε, και παρακαλούντας, και ούχ εύρον» (Ψαλμ. ξη' 21). Περίμενα κάποιον να με συλλυπηθεί, να συμπαρασταθεί στον πόνο μου, και δεν παρουσιάσθηκε κανείς- περίμενα κάποιους να με παρηγορήσουν, και δεν βρήκα κανένα.
Μόνος του έδωσε τη μάχη του και συνέτριψε το κράτος του Διαβόλου. Ήθελε όμως, ως άνθρωπος πού ήταν, και κάποια έστω μικρή συμπαράσταση, κάποια ανθρώπινη παρουσία. Το κλίμα όμως πού είχαν δημιουργήσει εις βάρος του εκείνη την ήμερα οι άρχοντες των Ιουδαίων είχε τρομοκρατήσει τούς πάντες.
Μέσα λοιπόν σ' αυτό το κλίμα της γενικής αποδοκιμασίας κατά του Εσταυρωμένου έτόλμησαν και διεχώρισαν τη θέση τους δύο γενναίοι άνδρες, γνωστά και επίλεκτα μέλη της κοινωνίας των Ιεροσολύμων. Βουλευτές και οι δύο, μέλη του ιουδαϊκού Συνεδρίου, παρουσιάζονται φανερά πλέον ως φίλοι του Ιησού Χριστού, τον Όποιο είχε καταδικάσει σε σταυρικό θάνατο το Συνέδριο των Ιουδαίων.
Και άλλοτε, μέσα στο Συνέδριο, είχαν πάρει το λόγο και υποστήριξαν τον Χριστό (βλ. Λουκ. κγ' 51, Ίω. ζ' 40-52). Αυτό όμως δεν ήταν γνωστό στον πολύ λαό. Τώρα εμφανίζονται φίλοι του ενώπιον όλων, τη στιγμή πού οι πάντες είχαν επηρεασθεί εναντίον του.
Και τί έκαμαν ό Ιωσήφ και ό Νικόδημος; Αποφάσισαν να ενταφιάσουν με όλα τα ιουδαϊκά έθιμα τον Εσταυρωμένο αδιαφορώντας για τις συνέπειες της πράξεως τους. Με το κύρος του βουλευτικού αξιώματος του ό Ιωσήφ εμφανίζεται με θάρρος στον Πιλάτο και του ζητεί την άδεια να κατεβάσει από τον σταυρό το σώμα Αυτού τον Οποίο καταδίκασαν οι συνάδελφοι του σύνεδροι και να το ενταφιάσει. Εκδηλώνει έτσι την αντίθεση του προς την απόφαση του Συνεδρίου. Και παίρνει τελικώς την έγκριση του Πιλάτου. Αγοράζει ένα σεντόνι, για να περιτυλίξει το σώμα του Κυρίου, και ευτρεπίζει και το μνημείο πού ετοίμασε πρόσφατα για τον εαυτό του, στο όποιο σκέφτηκε να θάψει τον Διδάσκαλο.
Έρχεται και ό συνάδελφος του βουλευτής Νικόδημος φέρνοντας εκατό λίτρα (περίπου 32 κιλά) πολυτίμου μύρου, για να μυρώσουν το σώμα του λατρευτού Διδασκάλου, και αρχίζουν το ιερό έργο της Αποκαθηλώσεως.
Οι γυναίκες πού ήταν κάτω από τον Εσταυρωμένο παρακολουθούσαν με συγκίνηση και θαυμασμό. Όσοι φανατικοί Εβραίοι ήταν παρόντες βλέπουν τη σκηνή με μίσος και οργή. Οι πιστοί όλων των αιώνων σκύβουν και προσκυνούν νοερά την ιερά Αποκαθήλωση. Και οι εμπνευσμένοι υμνογράφοι την απαθανατίζουν εκφράζοντας τα γλυκύτατα ιερά συναισθήματα των δύο γενναίων αυτών ανδρών, πού έτόλμησαν μια τέτοια δύσκολη μέρα να φανούν φίλοι του Εσταυρωμένου.
Ποιος δεν συγκινείται, αλήθεια, κάθε Μεγάλη Παρασκευή πού τελείται και ή Άποκαθήλωσις, άκούοντας εκείνον τον υπέροχο ύμνο: «Σε τον άναβαλλόμενον το φώς ώσπερ ίμάτιον, καθελών Ιωσήφ από του ξύλου σύν Νικοδήμω και θεωρήσας νεκρόν γυμνόν άταφον, εύσυμπάθητον θρήνον άναλαβών, όδυρόμενος έλεγεν· οίμοι, γλυκύτατε Ιησού!... Πώς σε κηδεύσω, Θεέ μου;... Μεγαλύνω τα Πάθη σου, υμνολογώ και την Ταφήν σου...»
Οι Εβραίοι δεν συγχώρησαν ποτέ τη γενναία αυτή πράξη του Ιωσήφ και του Νικόδημου. Σύμφωνα με την Παράδοση τον Ιωσήφ τον έριξαν αμέσως σ' ένα λάκκο με βόθρο, από όπου όμως τον έβγαλε ένας άγγελος και τον μετέφερε στην Άριμαθαία, όπου έζησε παραγκωνισμένος. Τον Νικόδημο τον έκαμαν αποσυνάγωγο, τον αφόρισαν, επειδή έπίστευσε στον Χριστό, και υπέφερε τα πάνδεινα.
Έγνώριζαν έκτων προτέρων οι άγιοι και γενναίοι αυτοί άνδρες τί τούς περίμενε γι' αυτό πού αποφάσισαν να κάμουν. Και παρά ταύτα έτόλμησαν και αψήφησαν όλες τις συνέπειες. Άκουσαν τη γλώσσα της καρδιάς τους και εκδήλωσαν με αυταπάρνηση την αγάπη και πίστη και αφοσίωση τους προς τον Κύριο. Με το ηρωικό παράδειγμα τους άνοιξαν τον δρόμο πού βάδισαν κατόπιν και βαδίζουν μέχρι σήμερα οι γενναίοι Μάρτυρες και Ομολογητές της Πίστεως.
Στην εποχή μας πού αγνοούνται από πολλούς οι αξίες και τα ιδανικά ας μελετούμε πάλι και πάλι τη γενναία συμπεριφορά του Ιωσήφ και του Νικόδημου. Έτσι θα ξεφύγουμε, διά των πρεσβειών τους, με τη Χάρη του Εσταυρωμένου, από την αποχαυνωτική υλιστική νοοτροπία και θα αποκτήσουμε ανώτερα, πνευματικά ενδιαφέροντα· και κυρίως θα μάθουμε να δείχνουμε την αγάπη μας προς τον Θεό με γενναιότητα και τόλμη. (Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)
"ΠΡΟΣΔΟΚΩ ΑΝΑΣΤΑΣΙΝ ΝΕΚΡΩΝ"
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής μετά την επιστροφή του ιερού Επιταφίου από την περιφορά, άναγινώσκεται στους ιερούς ναούς μία εντυπωσιακή προφητεία, την οποία έπροφήτευσε ό προφήτης Ιεζεκιήλ (Ιεζ. λζ' 1-14):Μέσα σε όραμα ό θεοκίνητος προφήτης είδε το χέρι του Θεού να τον οδηγεί στο μέσο μιας πεδιάδας. Αλλά τί φοβερό θέαμα αντίκρισε εκεί! Ή πεδιάδα ήταν γεμάτη από ανθρώπινα οστά. Άρχισε να περπατά κυκλικά γύρω από την πεδιάδα και παρατήρησε ότι τα οστά αυτά και πλήθος πολύ ήταν και «ξηρά σφόδρα», πράγμα πού έδειχνε ότι άνηκαν σε ανθρώπους πού είχαν πεθάνει πριν από πολύ καιρό.
Καθώς όμως ό προφήτης παρατηρούσε το πρωτόγνωρο αυτό θέαμα, άκουσε τη φωνή του Κυρίου:
-Άνθρωπε, τί λες, πιστεύεις ότι μπορούν να ζήσουν και πάλι αυτά τα οστά;
-Κύριε, μόνον Εσύ το γνωρίζεις αυτό, απάντησε με ακλόνητη πεποίθηση στην παντοδυναμία του Θεού.
-Κήρυξε λοιπόν προς τα οστά αυτά και πες τους: Οστά ξηρά, ακούστε τον λόγο του Κυρίου!
Πράγματι ό Ιεζεκιήλ χωρίς κανένα δισταγμό και χωρίς καμία αντίρρηση ύπήκουσε και άρχισε να κηρύττει τον λόγο του Θεού προς τα κατάξηρα οστά, σαν να είχε μπροστά του ζωντανούς ανθρώπους.
Τότε συνέβη κάτι το συγκλονιστικό! Ένας σεισμός τάραξε τη γη και αμέσως τα οστά άρχισαν να κινούνται και να συναρμολογούνται με θαυμαστό τρόπο ώστε να σχηματισθούν αμέσως πολλοί ανθρώπινοι σκελετοί. Την ίδια ώρα άρχισαν να φυτρώνουν νεύρα και σάρκες και δέρμα, πού κάλυψε τούς σκελετούς και δημιούργησε ένα πλήθος από φυσιολογικά ανθρώπινα σώματα. Ωστόσο τα σώματα αυτά παρέμεναν νεκρά.
Τότε ό Ιεζεκιήλ έλαβε νέα εντολή να καλέσει το Πνεύμα του Θεού να ζωογονήσει αυτά τα άψυχα σώματα.
Έτσι κι έγινε. Ό προφήτης μίλησε προς τούς νεκρούς ανθρώπους, όπως τον διέταξε ό Κύριος, «και είσήλθεν εις αυτούς το πνεύμα και έζησαν». Το Πνεύμα του Θεού χάρισε τη ζωή στα νεκρά σώματα και δημιουργήθηκε έτσι μια πολυάριθμη σύναξη ανθρώπων.
Ύστερα από αυτό ό Κύριος εξήγησε στον προφήτη το νόημα του υπερφυσικού αυτού οράματος: Τα οστά αυτά, του είπε, συμβολίζουν τον λαό του Ισραήλ. Τώρα πού είναι εξόριστοι και αιχμάλωτοι στους Βαβυλώνιους ζούνε σαν πεθαμένοι! Οι ίδιοι το λένε: «Ξηρά γέγονε τα όστά ημών, άπόλωλεν ή έλπίς ημών», είμαστε ζωντανοί νεκροί, χάθηκε πλέον κάθε ελπίδα για μας!
Πήγαινε λοιπόν να προφητεύσεις και να τούς πεις: «Τάδε λέγει Κύριος· ιδού εγώ ανοίγω τα μνήματα υμών και άνάξω υμάς εκ τών μνημάτων υμών... και δώσω πνεύμα μου εις υμάς, και ζήσεσθε, και θήσομαι υμάς επί την γήν υμών». Ό Κύριος λέγει: Ιδού ανοίγω πλέον τα μνήματα σας και θα σας βγάλω από τούς τάφους... θα σας δώσω δε και το Πνεύμα μου, ώστε να ζήσετε, και θα σας βάλω να κατοικήσετε στη χώρα σας.
Και φανερώνοντας την παντοδύναμη εξουσία και το ακλόνητο κύρος των θεϊκών του λόγων, ό Κύριος κατέληξε λέγοντας: «Λελάληκα και ποιήσω». Το είπα και θα το πραγματοποιήσω!
Αποκαλυπτικό πράγματι το δράμα πού αξιώθηκε να δει και να μας μεταφέρει ό μακάριος προφήτης Ιεζεκιήλ. Ένα όραμα πού αναφέρεται βέβαια στην ανασύσταση του ισραηλιτικού κράτους και την επιστροφή του λαού, πού ζούσε αιχμάλωτος μέσα σε φοβερή δυστυχία και εξαθλίωση. Ωστόσο παράλληλα αποκαλύπτει και μία βασική αλήθεια της πίστεως μας: την ανάσταση των νεκρών, πού θα γίνει για όλους κατά την ήμερα της Δευτέρας Παρουσίας.
Ή αλήθεια αυτή, πού κρύβεται πίσω από το συμβολικό όραμα του προφήτη Ιεζεκιήλ, αποκαλύφθηκε πληρέστερα και επιβεβαιώθηκε με το μοναδικό γεγονός της Αναστάσεως του Κυρίου. Ή Ανάσταση του Θεανθρώπου αποτελεί εγγύηση ότι θα ακολουθήσει και ή δική μας, του καθενός μας ή Ανάσταση. Μας το βεβαιώνει και ό απόστολος Παύλος: «Ό έγείρας τον Κύριον Ιησούν και ημάς διά Ιησού έγερεί» (Β' Κορ. δ' 14).
Είναι αλήθεια και πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε: Ή ζωή μας δεν τελειώνει στον τάφο! Μετά το θάνατο μας, ή ψυχή συνεχίζει να ζει και περιμένει τη γενική εξανάσταση των νεκρών, την ήμερα δηλαδή πού θα αναστηθούν τα σώματα των νεκρών για να ενωθούν και πάλι με την αθάνατη ψυχή τους. Είναι ή ήμερα της τελικής Κρίσεως. Τότε πού όλοι θα αναστηθούμε! Άλλοι μεν «εις άνάστασιν ζωής» άλλοι δε «εις άνάστασιν κρίσεως» (Ιω. ε' 29). Δηλαδή ανάλογα με τα έργα μας κατά τη διάρκεια της ζωής μας άλλοι θα αναστηθούμε για να απολαύσουμε την αιώνια και μακάρια ζωή του Παραδείσου κι άλλοι θα αναστηθούμε για να ακολουθήσουμε την αφόρητη καταδίκη της αιωνίου Κολάσεως.
Όλοι οι άνθρωποι καλούμαστε να ζήσουμε αιώνια. Το πώς όμως θα ζήσουμε τότε, εξαρτάται από την έδώ ζωή μας. 'Αν εμμένουμε πεισματικά στην αμαρτία και δεν μετανοούμε, μας περιμένει ή αιώνια καταδίκη. 'Αν όμως ομολογούμε πίστη στον Σωτήρα και Λυτρωτή μας Κύριο Ιησού Χριστό, αν αγωνιζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το άγιο θέλημα του ενωμένοι μαζί Του διά των Μυστηρίων της αγίας μας Εκκλησίας, τότε μας περιμένει μακαρία και πανευφρόσυνη ζωή στην αιώνια Βασιλεία του.
Αν πάμε μία επίσκεψη σ' ένα κοιμητήριο, θα αντικρίσουμε μία ατελείωτη σειρά από μνήματα, όπου βρίσκονται θαμμένοι άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες. Άς σκεφθούμε τότε τον Κύριο να ρωτά κι εμάς όπως και τον Προφήτη:
-Εσύ, τί λες; Πιστεύεις ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα ξαναζήσουν;...
Άς μη διστάσουμε να απαντήσουμε και από τα βάθη της καρδιάς μας να το ομολογήσουμε:
-Ναι, Κύριε. Πιστεύω ότι δεν τελειώνει ή ζωή μας στον τάφο. Ελπίζω στην αιώνια ζωή, «ένθα άπέδρα οδύνη, λύπη και στεναγμός». «Προσδοκώ άνάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος»! ■(Από τον «ΣΩΤΗΡΑ»)