ΟΞΕΙΑ ΚΟΙΛΙΑ
ΟΞΕΙΑ ΚΟΙΛΙΑ
Ο όρος οξεία κοιλία περιγράφει συμπτώματα και σημεία ενός ενδοκοιλιακού νοσήματος που συνήθως αντιμετωπίζεται καλύτερα με χειρουργική επέμβαση. Πολλά νοσήματα, από τα οποία μερικά δεν χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης, προκαλούν κοιλιακό άλγος, οπότε, η εκτίμηση των ασθενών με κοιλιακό άλγος θα πρέπει να είναι μεθοδική και προσεκτική. Η σωστή αντιμετώπιση των ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος απαιτεί την έγκαιρη απόφαση για την αναγκαιότητα μιας χειρουργικής επέμβασης. Αυτή η απόφαση απαιτεί εκτίμηση του ιστορικού και των ευρημάτων από την κλινική εξέταση του ασθενούς, των εργαστηριακών δεδομένων και του απεικονιστικού ελέγχου. Το σύνδρομο του οξέος κοιλιακού άλγους προκαλεί ένα μεγάλο αριθμό επισκέψεων σε νοσοκομεία και μπορεί να εμφανισθεί από τους πολύ νέους ως τους πολύ ηλικιωμένους ασθενείς και των δύο φύλων και όλων των κοινωνικοοικονομικών ομάδων5·14·18·30. Όλοι οι ασθενείς με κοιλιακό άλγος πρέπει να τύχουν εκτίμησης που να θέτει διάγνωση, ώστε η έγκαιρη αντιμετώπιση να μπορέσει να ελαχιστοποιήσει τη νοσηρότητα και τη θνητότητα.
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ
Ανατομία της ανάπτυξης
Η ανατομία της ανάπτυξης της περιτοναϊκής κοιλότητας και των σπλάχνων της καθορίζει τη φυσιολογική δομή και επηρεάζει την παθογένεια και τις κλινικές εκδηλώσεις των περισσότερων ενδοκοιλιακών νοσημάτων. Οι περιτοναϊκές συμφύσεις και η αισθητική νεύρωση των σπλάχνων είναι ιδιαιτέρως σημαντικά για την εκτίμηση ενός οξέος κοιλιακού νοσήματος. Μετά την τρίτη εβδομάδα της εμβρυϊκής ανάπτυξης, το αρχέγονο έντερο χωρίζεται στο πρόσθιο, το μέσο και το τελικό έντερο. Η άνω μεσεντέριος αρτηρία τροφοδοτεί το μέσο έντερο (από το τέταρτο τμήμα του δωδεκαδάκτυλου έως το εγκάρσιο κόλον). Το πρόσθιο έντερο περιλαμβάνει τον φάρυγγα, τον οισοφάγο, τον στόμαχο και το εγγύς δωδεκαδάκτυλο, ενώ το τελικό έντερο σχηματίζει το περιφερικό παχύ έντερο και το ορθό. Οι κεντρομόλες ίνες που συνοδεύουν τα αγγεία παρέχουν αισθητική νεύρωση στο έντερο και στο συνοδό σπλαχνικό περιτόναιο.
Έτσι, ένα νόσημα του αρχικού δωδεκαδάκτυλου (πρόσθιο έντερο) διεγείρει κεντρομόλες ίνες του κοιλιακού στελέχους προκαλώντας επιγαστρικό άλγος. Ερεθισμοί του τυφλού ή της σκωληκοειδούς αποφύσεως (μέσο έντερο) ενεργοποιούν κεντρομόλα νεύρα που συνοδεύουν την άνω μεσεντέρια αρτηρία προκαλώντας περιομφαλικό άλγος και μία νόσος του τελικού παχέος εντέρου προκαλεί, μέσω των κεντρομόλων ινών της κάτω μεσεντερίου αρτηρίας, υπερηβικό άλγος. Το φρενικό νεύρο και οι κεντρομόλες ίνες των δερμοτομίων A3, Α4 και Α5, οι οποίες συνοδεύουν τις φρενικές αρτηρίες, νευρώνουν το μυϊκό ιστό του διαφράγματος και το περιτόναιο που βρίσκεται από κάτω. Για αυτόν τον λόγο, ερεθισμοί του διαφράγματος προκαλούν την αντανάκλαση του άλγους στον ώμο. Το τοιχωματικό περιτόναιο, το κοιλιακό τοίχωμα και τα οπισθοπεριτοναϊκά μαλακά μόρια δέχονται σωματική νεύρωση αντίστοιχη με τις τμηματικές νευρικές ρίζες (Εικόνα 41-1).
Το πλούσιο σε νεύρωση τοιχωματικό περιτόναιο είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητο. Οι τοιχωματικές επιφάνειες του περιτοναίου εντοπίζουν τα επώδυνα ερεθίσματα ακριβώς στην εστία του ερεθισμού. Όταν η σπλαχνική φλεγμονή ερεθίζει την τοιχωματική επιφάνεια του περιτοναίου, εμφανίζεται εντόπιση του άλγους. Χειρισμοί που επιδεινώνουν αυτόν τον ερεθισμό εντείνουν το άλγος. Τα πολλά «περιτοναϊκά σημεία» που χρησιμεύουν στην κλινική διάγνωση της οξείας κοιλίας προκύπτουν με αυτόν τον τρόπο. Η διπλή αισθητική νεύρωση της κοιλιακής κοιλότητας από τις σπλαχνικές κεντρομόλες ίνες και τα σωματικά νεύρα προκαλεί κλινικά είδη άλγους που βοηθούν τη διάγνωση. Για παράδειγμα, το άλγος της οξείας σκωληκοειδίτιδας αποτελείται από ένα πτωχά εντοπιζόμενο περιομφαλικό άλγος που μετατρέπεται προοδευτικά σε έντονα εντοπιζόμενο άλγος του δεξιού λαγόνιου βόθρου, όταν η φλεγμονή προσβάλλει την επιφάνεια του τοιχωματικού περιτοναίου. Τα περιφερικά νεύρα μεταδίδουν το οξύ, αιφνίδιο, σαφώς εντοπιζόμενο άλγος. Οι αισθητικές κεντρομόλες ίνες που ενέχονται στο ενδοπεριτοναϊκό κοιλιακό άλγος, μεταδίδουν αμβλύ, εξασθενημένο, ασαφώς εντοπιζόμενο άλγος, περισσότερο βαθμιαίας εμφάνισης και παρατεταμένης διάρκειας. Το πνευμονογαστρικό δεν μεταδίδει άλγος από το έντερο. Μικρά ανώνυμα κεντρομόλα νεύρα μεταδίδουν το αίσθημα του άλγους από τον οισοφάγο ως το νωτιαίο μυελό. Κεντρομόλα νεύρα από την ηπατική κάψα, τους ηπατικούς συνδέσμους, την κεντρική μοίρα του διαφράγματος, την σπληνική κάψα και το περικάρδιο εισέρχονται στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα από το νευροτόμιο A3 έως το Α5. Ο νωτιαίος μυελός από το νευροτόμιο Θ6 ως το Θ9 δέχεται ίνες που μεταδίδουν το άλγος από την περιφέρεια του διαφράγματος, τη χοληδόχο κύστη, το στόμαχο, το πάγκρεας και το λεπτό έντερο. Ίνες που μεταδίδουν το άλγος από το παχύ έντερο, τη σκωληκοειδή απόφυση και τα σπλάχνα της πυέλου εισέρχονται στο ΚΝΣ στα θωρακικά νευροτόμια Θ10 και Θ11. Οι ίνες που μεταδίδουν άλγος από το σιγμοειδές, το ορθό, τη νεφρική πύελο και κάψα, τους ουρητήρες και τους όρχεις εισέρχονται στο ΚΝΣ στα Θ11 και 01. Η κύστη και το ορθοσιγμοειδές αποστέλλουν κεντρομόλα νεύρα στο νωτιαίο μυελό από το 12 ως το Ι48·28.
Η τομή, η σχάση, η σύνθλιψη ή το έγκαυμα συνήθως δεν προκαλεί άλγος στα κοιλιακά σπλάχνα. Παρόλα αυτά, η τάση ή η διάταση του περιτοναίου προκαλεί άλγος. Η μικροβιακή ή χημική περιτοναϊκή φλεγμονή προκαλεί σπλαχνικό άλγος, όπως και η ισχαιμία. Ο καρκίνος μπορεί να προκαλέσει ενδοκοιλιακό άλγος διηθώντας τα αισθητικά νεύρα. Το κοιλιακό άλγος μπορεί να είναι σπλαχνικό, τοιχωματικό ή αντανακλώμενο. Το σπλαχνικό άλγος είναι αμβλύ και ασαφώς εντοπιζόμενο, συνήθως στο επιγάστριο, την περιομφαλική χώρα ή την υπερηβική χώρα και συνήθως δεν επεκτείνεται προς τα πλάγια. Οι ασθενείς με σπλαχνικό άλγος μπορεί επίσης να εμφανίζουν εφίδρωση, κακουχία και ναυτία. Το τοιχωματικό ή σωματικό άλγος που σχετίζεται με ενδοκοιλιακές διαταραχές μπορεί να είναι πιο έντονο και σαφώς εντοπιζόμενο. Το αντανακλώμενο άλγος γίνεται αντιληπτό σε ένα σημείο απομακρυσμένο από την πηγή του ερεθίσματος. Για παράδειγμα, ερεθισμός του διαφράγματος μπορεί να προκαλέσει άλγος στον ώμο. Ένα νόσημα του χοληδόχου πόρου ή της χοληδόχου κύστης μπορεί να προκαλέσει άλγος του ώμου. Διάταση του λεπτού εντέρου μπορεί να προκαλέσει άλγος που αντανακλά στη ράχη.
Κατά την πέμπτη εβδομάδα της εμβρυϊκής ανάπτυξης, το έντερο ξεπερνά σε μέγεθος την περιτοναϊκή κοιλότητα, προπίπτει μέσω της βάσης του ομφάλιου λώρου και υφίσταται μία στροφή 180 μοιρών αντίθετα από τους δείκτες του ρολογιού. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, το έντερο παραμένει εκτός της περιτοναϊκής κοιλότητας μέχρι την δέκατη εβδομάδα περίπου, οπότε επιστρέφει στην κοιλία και επέρχεται μια επιπρόσθετη περιστροφή 90° αντίθετα από τους δείκτες του ρολογιού. Αυτή η εμβρυολογική περιστροφή τοποθετεί τα σπλάχνα στις θέσεις που βρίσκονται κατά την ενήλικο ζωή και η επακόλουθη συνένωση των τμημάτων μεσεντερίου του παχέος εντέρου και του δωδεκαδάκτυλου με το μεσοθήλιο της οπίσθιας κοιλίας σχηματίζει τις φυσιολογικές τελικές περιτοναϊκές συμφύσεις. Η γνώση αυτών των συμφύσεων είναι κλινικά σημαντική κατά τη διάρκεια της εκτίμησης ασθενών με οξεία κοιλία, λόγω της ποικιλίας στην ακριβή θέση των σπλάχνων (π.χ. πυελική ή οπισθοτυφλική σκωληκοειδής απόφυση) και λόγω της διαμερισματοποίησης της κοιλίας από συμφύσεις του μεσεντερίου6. Το τελευταίο, για παράδειγμα, μπορεί να οδηγήσει δωδεκαδακτυλικό ή γαστρικό περιεχόμενο από το σημείο ενός διατρηθέντος έλκους στον δεξιό λαγόνιο βόθρο.
Παθοφυσιολογία του περιτοναίου
Οι σπλαχνικές και τοιχωματικές περιτοναϊκές επιφάνειες καλύπτονται από μεσοθηλιακά κύτταρα. Ανοίγματα στα ακτινωτά τοποθετημένα λεμφαγγεία διεισδύουν στην διαφραγματική περιτοναϊκή επιφάνεια. Είσοδος μικροβίων στην περιτοναϊκή κοιλότητα μπορεί να προκαλέσει εκροή υγρού από την περιτοναϊκή μεμβράνη. Αυτή η απώλεια υγρών από την κυκλοφορία μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση και προκαλεί τα κλινικά σημεία της εντερικής σιγής ή της ορθοστατικής υπότασης και της ταχυκαρδίας. Τα λεμφαγγεία του διαφράγματος είναι η κύρια οδός καθαρισμού των μικροβίων και των κυτταρικών υπολειμμάτων από την κοιλότητα της κοιλίας. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε μια ενδοπεριτοναϊκή κυκλοφορία υγρού προς τις υποδιαφραγματικές περιοχές άμφω. Τα υγρά που δεν εκκενώνονται με αυτόν τον τρόπο τείνουν να συγκεντρώνονται στο εν τω βάθει άκρο της πυέλου. Έτσι, η διάτρηση σπλάχνων μπορεί να συνοδεύεται από υποδιαφραγματικές, υφηπατικές, παρακολικές ή πυελικές συλλογές υγρού. Οι περιτοναϊκές επιφάνειες εντοπίζουν τα μικρόβια και τα παράγωγα της φλεγμονής. Το περιτόναιο απαντά στη φλεγμονή αυξάνοντας τη ροή αίματος και τη διαπερατότητα του και σχηματίζοντας ινώδες εξίδρωμα στην επιφάνεια του. Το έντερο απαντά επίσης στην φλεγμονή με τοπική ή γενικευμένη παράλυση. Η ινώδης επιφάνεια που δημιουργείται με αυτόν τον τρόπο, υποβοηθούμενη από την ελαττωμένη κινητικότητα των εντέρων, δημιουργεί συμφύσεις ανάμεσα στο έντερο και στο επίπλουν ώστε να περιχαρακώσει αποτελεσματικά τη φλεγμονή. Ένα απόστημα μπορεί να προκαλέσει σαφώς εντοπιζόμενο άλγος με φυσιολογικούς εντερικούς ήχους και γαστρεντερική λειτουργία, ενώ μια διάσπαρτη εξεργασία, όπως ένα διατρηθέν έλκος, παράγει γενικευμένο κοιλιακό άλγος με κοιλία χωρίς ήχους. Η περιτονίτιδα μπορεί να επιδράσει σε ολόκληρη την περιτοναϊκή κοιλότητα ή ένα τμήμα του σπλαχνικού ή τοιχωματικού περιτοναίου. Η διιδρωματική εξεργασία μπορεί να προκαλέσει μια αύξηση του περιτοναϊκού υγρού, το οποίο είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες και λευκοκύτταρα και τα οποία διευκολύνουν το σχηματισμό ινικής στις περιτοναϊκές επιφάνειες.
Η πρωτοπαθής ή αυτόματη περιτονίτιδα παρουσιάζεται ως διάχυτη μικροβιακή λοίμωξη χωρίς κάποια εμφανή ενδοκοιλιακή πηγή επιμόλυνσης. Η πρωτοπαθής περιτονίτιδα, που οφείλεται συχνότερα σε πνευμονιόκοκκο ή αιμολυτικό στρεπτόκοκκο, εμφανίζεται συχνότερα στα παιδιά απ' ότι στους ενήλικες. Εντούτοις, οι ενήλικες με ασκίτη και κίρρωση είναι ευπαθείς σε αυτόματη περιτονίτιδα από Escherichia coll και Klebsiel-la9. Η δευτεροπαθής περιτονίτιδα, η οποία είναι και συνηθέστερη, προκαλείται από διάτρηση, επιμόλυνση ή γάγγραινα ενός ενδοκοιλιακού οργάνου, συνήθως της γαστρεντερικής οδού. Γαστρεντερικές εκκρίσεις, παγκρεατικές εκκρίσεις, χολή, αίμα, ούρα και μηκώνιο, όταν εκτίθενται στο περιτόναιο, προκαλούν χημική περιτονίτιδα. Το πιθανότερο είναι ότι ο συνηθέστερος τύπος χημικής περιτονίτιδας προκαλείται από την διάτρηση ενός πεπτικού έλκους. Χολώδης περιτονίτιδα μπορεί να προκληθεί από μια διάτρηση της χοληδόχου κύστης ή διαφυγή από τους χοληδόχους πόρους. Κανονικά, μία βραδεία αιμορραγία εντός της κοιλίας προκαλεί σχετικά λίγα σημεία φλεγμονής η προσθήκη μικροβίων στο αίμα προκαλεί διαπύηση (Πίνακας 41-1). Η περιτονίτιδα προκαλεί κοιλιακό άλγος, είτε γενικευμένο, είτε εντοπισμένο, αναλόγως του νοσήματος. Η σκωληκοειδίτιδα συνήθως προκαλεί εντοπισμένο άλγος. Το διατρηθέν πεπτικό έλκος συνήθως προκαλεί γενικευμένο κοιλιακό άλγος. Η οξεία χολοκυστίτιδα προκαλεί άλγος του δεξιού υποχονδρίου που αντανακλά στη δεξιά ωμοπλάτη ή το δεξιό ώμο. Τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης των ασθενών με περιτονίτιδα είναι κοιλιακή ευαισθησία, αντίσταση και αναπηδώσα ευαισθησία.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ
Ιστορικό και Παρούσα Νόσος
Το άλγος είναι το ζητούμενο πάνω στο οποίο θα πρέπει να εστιαστεί η εκτίμηση του ασθενούς, για τον οποίο υποψιαζόμαστε ότι έχει οξεία κοιλία4'8·28. Για αυτόν το λόγο, το ιστορικό θα πρέπει να χαρακτηρίζει και να καταγράφει το άλγος όσο το δυνατόν ακριβέστερα. Η διάρκεια του άλγους είναι σημαντική, αλλά η εντόπιση, ο τρόπος έναρξης και ο χαρακτήρας του άλγους βοηθούν να τεθεί η διάγνωση. Κοιλιακό άλγος που επιμένει για 6 ώρες ή και περισσότερο, με μεγάλη ένταση, αυξάνει την πιθανότητα ανάγκης χειρουργικής επέμβασης. Αν το άλγος εξασθενίσει μετά από λίγες ώρες, η πιθανότητα χειρουργικού νοσήματος ελαττώνεται, αλλά δεν μηδενίζεται. Το σπλαχνικό άλγος που προκαλείται από διάταση, φλεγμονή ή ισχαιμία, συνήθως γίνεται αισθητό ως αμβλύ και ασαφώς εντοπιζόμενο στο μεσογάστριο. Ανάλογα με το πάσχον όργανο, το άλγος μπορεί να γίνει αισθητό στο επιγάστριο, στην περιομφαλική χώρα ή στο υπογάστριο (Εικόνα 41-2). Νοσήματα των νεφρών ή των ουρητήρων προκαλούν άλγος στις λαγόνιες χώρες. Ωστόσο, το τοιχωματικό άλγος είναι οξύτερο και καλύτερα εντοπιζόμενο. Η εντοπισμένη τοιχωματική περιτονίτιδα μπορεί να προκαλέσει άλγος το οποίο περιορίζεται στο ένα από τα τέσσερα τεταρτημόρια της κοιλίας.
Κατά την εκτίμηση της εντόπισης του άλγους, γίνεται σημαντική η έννοια του αντανακλώμενου άλγους. Υποδιαφραγματικές συλλογές μπορούν να προκαλέσουν άλγος που αντανακλά στον ώμο. Αίμα ή πύο κάτω από το αριστερό ημιδιάφραγμα μπορεί να προκαλέσει άλγος του αριστερού ώμου. Νόσημα των χοληφόρων μπορεί να προκαλέσει άλγος που αντανακλά στον αριστερό ώμο ή στη ράχη. Νοσήματα άνωθεν του διαφράγματος όπως η πνευμονία των βάσεων, μπορούν να προκαλέσουν άλγος που αντανακλά στον τράχηλο ή στον ώμο, κατά την κατανομή του Ο4. Άλγος του επιγαστρίου υποδηλώνει πεπτικό έλκος, οξεία χολοκυστίτιδα, ή παγκρεατίτιδα. Αντίθετα, οι κύστεις ωοθηκών, η εκκολπωματίτιδα και η ρήξη ωοθηκικών αποστημάτων προς τις σάλπιγγες προκαλούν άλγος στο υπογάστριο. Η απόφραξη του λεπτού εντέρου συνήθως προκαλεί άλγος του μεσογαστρίου που αντανακλά στη ράχη (Εικόνα 41-3).
Το μεταναστευτικό άλγος που μετακινείται από το ένα σημείο στο άλλο μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση. Για παράδειγμα, άλγος που μετατοπίζεται από το επιγάστριο στην περιομφαλική χώρα και από εκεί στον δεξιό λαγόνιο βόθρο υποδηλώνει οξεία σκωληκοειδίτιδα. Διάταση και φλεγμονή της σκωληκοειδούς αποφύσεως προκαλεί σπλαχνικό άλγος που γίνεται αντιληπτό στην περιομφαλική χώρα27. Όταν η φλεγμονή εξαπλώνεται και προκαλεί τοιχωματική περιτονίτιδα, το άλγος εντοπίζεται στον δεξιό λαγόνιο βόθρο. Ένα άλλο παράδειγμα μετακινούμενου ή μεταναστευτικού άλγους είναι στην περίπτωση του διατρηθέντος πεπτικού έλκους. Η διαφυγή δωδεκαδακτυλικού περιεχομένου από ένα διατρηθέν έλκος προκαλεί έντονο και εντοπισμένο επιγαστρικό άλγος. Εντούτοις, σε περίπτωση που το δωδεκαδακτυλικό περιεχόμενο που διαφεύγει, κατέλθει λόγω βαρύτητας μέσω της δεξιάς παρακολικής αύλακας εντός του δεξιού λαγόνιου βόθρου, ο ασθενής μπορεί επίσης να αισθάνεται άλγος του δεξιού λαγόνιου βόθρου. Αν και η εντόπιση του κοιλιακού άλγους μπορεί να είναι χρήσιμη, ιδιαιτέρως κατά τα πρώιμα στάδια της πορείας της νόσου, μπορεί να μην είναι τυπική σε όλους τους ασθενείς. Σε πολλές περιπτώσεις καθυστερημένα, το άλγος μπορεί να γίνει γενικευμένο λόγω της διάχυτης περιτονίτιδας.
Οι αρχικές εκδηλώσεις της οξείας κοιλίας και η εξέλιξη του επώδυνου συνδρόμου μπορούν να οδηγήσουν προς το αίτιο του άλγους. Το άλγος μπορεί να αρχίσει αιφνίδια ή αυτόματα χωρίς προηγηθέντα συμπτώματα. Η αιφνίδια ή εκρηκτική έναρξη πολύ έντονου κοιλιακού άλγους υποδηλώνει ελεύθερη διάτρηση ενός σπλάχνου όπως το δωδεκαδάκτυλο ή οξεία εντερική ισχαιμία από την εμβολή σπλαχνικής αρτηρίας. Αυτό το είδος έναρξης του άλγους μπορεί να αφυπνίσει ασθενείς ενώ αυτοί κοιμούνται ή να τους καταστήσει ανίκανους να συνεχίσουν τη δουλειά ή την διασκέδαση τους. Το αιφνίδιο, γενικευμένο, βασανιστικό άλγος υποδηλώνει ενδοκοιλιακή βλάβη κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει shock, η οποία να χρήζει αναζωογόνησης και κατάλληλης επέμβασης. Υπό άλλες συνθήκες, το άλγος εμφανίζεται με προοδευτικά αυξανόμενη ένταση μέσα σε 1 με 2 ώρες. Αυτό το προοδευτικό άλγος αντιπροσωπεύει τη συνήθη εκδήλωση των νοσημάτων που συνήθως προκαλούν οξεία κοιλία, όπως η οξεία χολοκυστίτιδα, οξεία παγκρεατίτιδα και η απόφραξη του εγγύς λεπτού εντέρου. Κάποια νοσήματα ξεκινούν με αίσθημα βάρους και γενική κοιλιακή δυσφορία που εξελίσσεται σε κοιλιακό άλγος μέσα σε λίγες ώρες. Το άλγος γίνεται εντονότερο και στην συνέχεια περισσότερο εντοπισμένο. Αυτή η ομάδα νοσημάτων γενικά περιλαμβάνει την οξεία σκωληκοειδίτιδα, την περισφιγμένη κήλη, την απόφραξη του τελικού λεπτού εντέρου, την απόφραξη του παχέος εντέρου, την εκκολπωματίτιδα και την περιορισμένη ή περιχαρακωμένη διάτρηση κοίλου σπλάχνου (Πίνακας 41-2).
Η ποιότητα, η ένταση και η περιοδικότητα του άλγους μπορεί να δώσουν στοιχεία για τη διάγνωση. Σταθερό, οξύ άλγος συνοδεύει το διατρηθέν δωδεκαδακτυλικό έλκος ή τη ρήξη της σκωληκοειδούς απόφυσης. Το αρχικό άλγος της απόφραξης του λεπτού εντέρου είναι εν τω βάθει αίσθημα βάρους. Αυτό το άλγος, αποκτά τότε ένα χαρακτήρα αυξομειούμενης έντασης που περιγράφεται ως κωλικός (Πίνακας 41-3). Ωστόσο, αν η απόφραξη προκαλεί στραγγαλισμό του εντέρου, τότε το άλγος γίνεται αμβλύ και συνεχές. Το άλγος της απόφραξης των ουρητήρων είναι εξαιρετικά ισχυρό και έντονο. Οι ασθενείς με νεφρολιθίαοη εμφανίζονται ανήσυχοι, ταραγμένοι ή υπερκινητικοί και τείνουν να κινούνται συνεχώς, σε αντίθεση με τους ασθενείς με περιτοναϊκή φλεγμονή, οι οποίοι προτιμούν να μένουν κατακεκλιμένοι ήσυχα και να μην παρενοχλούνται. Το αιφνίδιο, βασανιστικό άλγος του επιγαοτρίου, του κατώτερου θώρακα ή της μεσοπλάτιας χώρας υποδηλώνει ρήξη αορτικού ανευρύσματος.
Η ακτινοβολία ή αντανάκλαση του άλγους μπορεί να βοηθήσει στη διάγνωση. Ακτινοβολία του άλγους γύρω από το δεξιό υποχόνδριο στον δεξιό ώμο και ωμοπλάτη, υποδηλώνει οξεία χολοκυστίτιδα. Η παγκρεατίτιδα συνήθως προκαλεί επιγαστρικό άλγος που μπορεί να ακτινοβολεί κατά μήκος των υποχονδρίων προς την πλάτη, ή απευθείας στην πλάτη. Οι λίθοι των νεφρών προκαλούν άλγος που αντανακλά στις λαγόνιες ή στην περινεϊκή χώρα.
Εμετός μπορεί να προκληθεί σε έντονο άλγος είτε λόγω νόσου της γαστρεντερικής οδού. Γενικά, οι ασθενείς με κοιλιακό άλγος που χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης αισθάνονται το άλγος πριν την εμφάνιση του εμετού. Ο εμετός συχνά προηγείται του άλγους σε ασθενείς με παθολογικές καταστάσεις. Οι ασθενείς με σκωληκοειδίτιδα συνήθως έχουν άλγος για λίγο πριν τον εμετό και οι ασθενείς με γαστρεντερίτιδα έχουν εμετούς πριν εκδηλωθεί το κοιλιακό άλγος. Εμετός παρατηρείται συχνά σε ασθενείς με οξεία χολοκυστίτιδα, οξεία γαστρίτιδα, οξεία παγκρεατίτιδα και εντερική απόφραξη. Η απόφραξη του εγγύς λεπτού εντέρου προκαλεί περισσότερους εμετούς από ότι εκείνη του τελικού λεπτού εντέρου. Εμετοί δεν εμφανίζονται συχνά σε ασθενείς με απόφραξη του παχέος εντέρου. Η παρατεταμένη απόφραξη του λεπτού εντέρου μπορεί να προκαλέσει κοπρανώδεις εμετούς. Απόφραξη πέραν του φύματος του Vater προκαλεί χολοβαφείς εμετούς, ενώ απόφραξη πριν από το φύμα προκαλεί καθαρούς εμετούς. Οι περισσότεροι ασθενείς με οξύ κοιλιακό άλγος δεν έχουν όρεξη να τραφούν. Η ανορεξία μπορεί να προηγείται του άλγους της οξείας σκωληκοειδίτιδας.
Η εντερική λειτουργία, όταν περιλαμβάνει ιστορικό δυσκοιλιότητας, διάρροιας, ή μιας πρόσφατης αλλαγής στις συνήθειες του εντέρου, μπορεί να είναι σημαντική. Η υδαρής κένωση που σχετίζεται με κοιλιακό άλγος υποδεικνύει γαστρεντερίτιδα. Ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς μπορεί να νοσήσουν από λοίμωξη από μεγαλοκυπαροϊό, σαλμονέλωση ή κρυπτοσποριδίωση, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν διάρροια. Ένα ατομικό αναμνηστικό διαρροιών θέτει την υποψία φλεγμονώδους νόσου του εντέρου, νόσου του Crohn ή ελκώδους κολίτιδας. Επίσχεση αερίων ή εντερικές κινήσεις υποδεικνύουν μηχανική εντερική απόφραξη. Ένα ατομικό αναμνηστικό ίκτερου, αιματέμεσης, αιματοχεσίας ή αιματουρίας, είναι σημαντικό για την εκτίμηση του οξέος κοιλιακού άλγους.
Ένα προσεκτικό ιστορικό της εμμήνου ρύσεως είναι σημαντικό στις γυναίκες με κοιλιακό άλγος. Η ωορρηξία μπορεί να προκαλέσει σημαντικό κοιλιακό άλγος. Επιπλέον, το κοιλιακό άλγος σε μια γυναίκα με καθυστέρηση της εμμήνου ρύσεως ή με ακανόνιστους εμμηνορρυσιακούς κύκλους, μπορεί να σχετίζεται με τις επιπλοκές μιας αδιάγνωστης εγκυμοσύνης ή μιας έκτοπης κύησης.
Το ιστορικό λήψης φαρμάκων είναι σημαντικό για την αντιμετώπιση ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος. Τα κορτικοστεροειδή καταστέλλουν ανοσολογικώς τους ασθενείς και αποκρύπτουν τις εκδηλώσεις του οξέος ενδοκοιλιακού νοσήματος. Επιπλέον, οι ασθενείς που λαμβάνουν επί μακρόν στεροειδή, χρήζουν χορήγησης στεροειδών πέριξ της επέμβασης. Οι ασθενείς που λαμβάνουν διουρητικά χρήζουν εκτίμησης του ισοζυγίου ύδατος και ηλεκτρολυτών. Τα αντιαιμοπεταλιακά μπορεί να προκαλέσουν ενδοκοιλιακή, εντερική και μεσεντέρια αιμορραγία. Οι επιδράσεις των αντιαιμοπεταλιακών θα πρέπει να αναστρέφονται προεγχειρητικά. Η κοκαΐνη μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος. Φυσικά, πολλοί ασθενείς που αναπτύσσουν οξύ κοιλιακό άλγος παίρνουν φάρμακα του καρδιαγγειακού, ορμόνες, ηρεμιστικά, διουρητικά και πολυάριθμες άλλες κατηγορίες φαρμάκων, που πρέπει να τύχουν κατάλληλης ρύθμισης κατά την περιεγχειρητική περίοδο.
Το ατομικό αναμνηστικό είναι σημαντικό, ιδιαιτέρως μάλιστα, όταν αφορά προηγούμενες χειρουργικές επεμβάσεις. Για παράδειγμα, αν ένας ασθενής έχει υποβληθεί σε σκωληκοειδεκτομή, χολοκυστεκτομή, κλπ., το ιστορικό αυτό έχει ιδιάζουσα βαρύτητα για την διαφορική διάγνωση του οξέος κοιλιακού άλγους. Το ατομικό αναμνηστικό μπορεί επίσης να δώσει ενδείξεις για τη διάγνωση της παρούσας νόσου. Επιπλέον, το αναμνηστικό μπορεί να αποκαλύψει σημαντικά συνοδά νοσήματα που χρήζουν προσεκτικής αντιμετώπισης κατά την περιεγχειρητική περίοδο. Τα συστηματικά νοσήματα και το καρδιακό ή πνευμονικό νόσημα, θα πρέπει να αποκλείονται ως πιθανά αίτια του συνδρόμου του κοιλιακού άλγους.
Κλινική Εξέταση
Η κλινική εξέταση συνήθως παρέχει σημαντικές πληροφορίες που βοηθούν στη διάγνωση και την αντιμετώπιση των ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος4·8, θα πρέπει να επισημαίνονται η συνολική εικόνα του ασθενούς, η ικανότητα του να επικοινωνεί, η στάση του σώματος του και τα σημεία του άλγους. Ο ασθενής είναι ξαπλωμένος και ήρεμος ή αλλάζει θέσεις συνέχεια; Ο ασθενής ξαπλώνει στο ένα πλευρό με τα γόνατα και τους μηρούς σε κάμψη; Εμφανίζεται ο ασθενής αφυδατωμένος, με ξηρότητα των βλεννογόνων; Ένας ανήσυχος ασθενής που ξαπλώνει σιωπηλός, αποφεύγει τις κινήσεις του και παραπονείται για κοιλιακό άλγος, πιθανώς έχει σοβαρό ενδοκοιλιακό νόσημα. Η κλινική εξέταση συνεχίζεται με την εκτίμηση των ζωτικών σημείων. Μικρή πυρετική κίνηση συνοδεύει την εκκολπωματίτιδα, την σκωληκοειδίτιδα και την οξεία χολοκυστίτιδα. Υψηλός πυρετός εμφανίζεται συχνότερα στην πνευμονία, στη λοίμωξη της ουροποιητικής οδού, στη σηπτική χολαγγεΐτιδα και στη γυναικολογική λοίμωξη. Ταχυσφυγμία και υπόταση μπορεί να σημαίνουν προχωρημένη νόσο επιπεπλεγμένη με περιτονίτιδα. Η περιτονίτιδα προκαλεί υποογκαιμία, καθώς εξέρχεται πλάσμα από τον ενδαγγειακό χώρο. Η γενική εμφάνιση του ασθενούς και τα ζωτικά σημεία καθορίζουν το επείγον της διαγνωστικής διερεύνησης και της έναρξης θεραπείας. Η εξέταση της κοιλίας ξεκινά πάντα με την επισκόπηση, με ιδιαίτερη προσοχή σε ουλές, κήλες, μάζες ή ελλείμματα του κοιλιακού τοιχώματος. Περισφιγμένες βουβωνοκήλες, ομφαλοκήλες ή τομές είναι δύσκολο να εντοπισθούν σε παχύσαρκους ασθενείς. Ο εξεταστής θα πρέπει να παρατηρήσει αν η κυρτότητα της κοιλιάς είναι σκαφοειδής, επίπεδη ή προέχουσα. Η διάταση της κοιλιάς μπορεί να υποδηλώνει εντερική απόφραξη, ειλεό ή ύπαρξη υγρού όπως ο ασκίτης, το αίμα ή η χολή.
Η ψηλάφηση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην εκτίμηση του ασθενούς με οξύ κοιλιακό άλγος. Γι' αυτή την εξέταση θα πρέπει ο ασθενής και ο εξεταστής να έχουν λάβει άνετες θέσεις, ώστε να διεξαχθεί μια προσεκτική ψηλάφηση. Ο εξεταστής πρέπει να εκτιμά την έκφραση του προσώπου του ασθενούς, αναζητώντας σημεία άλγους ή δυσφορίας κατά την εξέταση. Η προσεκτική ψηλάφηση για ύπαρξη ευαισθησίας είναι σημαντική. Αυτό πρέπει να γίνει με ήπιους χειρισμούς, ώστε να αποφευχθεί βλάβη του ασθενούς και πρέπει να ξεκινήσει από μια περιοχή όσο το δυνατόν πιο μακριά από το σημείο εντόπισης του άλγους. Η ανεύρεση και η περιγραφή της ευαισθησίας είναι τα σημαντικότερα βήματα στην ψηλάφηση της κοιλίας του ασθενούς με οξύ κοιλιακό άλγος. Η εντοπισμένη ευαισθησία στο σημείο Mc Burney υποδηλώνει σκωληκοειδίτιδα. Η ευαισθησία στο δεξιό υποχόνδριο υποδηλώνει φλεγμαίνουσα χοληδόχο κύστη. Η εκκολπωματίτιδα προκαλεί ευαισθησία στον αριστερό λαγόνιο βόθρο. Η ευαισθησία σε όλη την έκταση της κοιλίας μπορεί να αντανακλά διάχυτη περιτονίτιδα.
Η ανεύρεση αυξημένου μυϊκού τόνου στην κοιλία κατά τη διάρκεια της ψηλάφησης ονομάζεται σύσπαση. Η σύσπαση μπορεί να είναι εκούσια, ακούσια, εντοπισμένη ή γενικευμένη. Για να ανιχνεύσει τυχόν σύσπαση ο εξεταστής πρέπει να πιέσει μαλακά αλλά αργά και σταθερά στην κοιλία του ασθενούς. Αυτό γίνεται καλύτερα χρησιμοποιώντας και τα δύο χέρια. Η ανίχνευση μυϊκού σπασμού υποδηλώνει σύσπαση. Αν, αφού ζητηθεί από τον ασθενή να χαλαρώσει και να πάρει βαθιές αναπνοές, οι μύες του χαλαρώνουν, πρόκειται για εκούσια σύσπαση. Αν οι μύες παραμένουν σκληροί ή τεταμένοι, πρόκειται για ακούσια σύσπαση, που σημαίνει υποκείμενη περιτονίτιδα. Η σύσπαση μπορεί να είναι εντοπισμένη ή γενικευμένη. Γενικευμένη έντονη σύσπαση προκαλεί τη σανιδοειδή κοιλία, χαρακτηριστική του διατρηθέντος δωδεκαδακτυλικού έλκους.
Η αναπηδώσα ευαισθησία αποτελεί επίσης σημείο περιτονίτιδας. Για να ανιχνεύσει μία αναπηδώσα ευαισθησία, ο εξεταστής πιέζει βαθιά την κοιλία του ασθενούς με τα δάκτυλα επιπεδωμένα. Η αιφνίδια απόσυρση του χεριού του εξεταστή μπορεί να προκαλέσει αύξηση του κοιλιακού άλγους, οπότε αυτό το σύμπτωμα υποδεικνύει περιτονίτιδα. Η αναπηδώσα ευαισθησία μπορεί να αναπαραχθεί απευθείας στο σημείο που εντοπίζεται το κοιλιακό άλγος. Πίεση και ακόλουθη απόσυρση από την κοιλία, μακριά από το σημείο του άλγους μπορεί να επιδεινώσει το άλγος στο αρχικό σημείο. Προσεκτική εν τω βάθει ψηλάφηση μπορεί να ανιχνεύσει κοιλιακές μάζες. Η οξεία χολοκυστίτιδα, οξεία παγκρεατίτιδα, το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής και η εκκολπωματίτιδα μπορεί να προκαλέσουν κοιλιακές μάζες. Η έντονη σύσπαση παρεμποδίζει την ανίχνευση κοιλιακών μαζών με ψηλάφηση. Κατά την οξεία χολοκυστίτιδα, η ψηλάφηση του δεξιού υποχονδρίου κατά τη βαθιά εισπνοή του ασθενούς μπορεί να προκαλέσει άλγος. Αυτό το εύρημα ονομάζεται θετικό σημείο Murphy. Αυτό το σημείο μπορεί να αναζητηθεί είτε με τον ασθενή καθιστό είτε σε ύπτια θέση. Με αυτόν τον χειρισμό μπορεί να ψηλαφηθεί η χοληδόχος κύστη.
Η ακρόαση της κοιλίας που πρέπει να προηγείται της ψηλάφησης και της επίκρουσης για να μη παραποιούνται τα αποτελέσματα της, μπορεί να δώσει πληροφορίες για την παρουσία ή απουσία εντερικών ήχων και κοιλιακών αγγειακών φυσημάτων. Σιγή στην κοιλία υποδηλώνει ειλεό. Αυξημένοι εντερικοί ήχοι ανευρίσκονται στη γαστρεντερίτιδα. Περίοδοι σιωπής που διακόπτονται από την εμφάνιση υψίσυχνων αυξημένων εντερικών ήχων, χαρακτηρίζουν τις περισταλτικές ωθήσεις της μηχανικής απόφραξης του λεπτού εντέρου. Η εκτίμηση των εντερικών ήχων απαιτεί προσεκτική ακρόαση για αρκετά λεπτά. Κατά τη διάρκεια της ακρόασης της κοιλίας, ο εξεταστής μπορεί να εκτιμήσει αποτελεσματικά την ευαισθησία και την αντίσταση, ψηλαφώντας με ήπιες κινήσεις με το στηθοσκόπιο. Ο εξεταστής πρέπει επίσης να σημειώσει την παρουσία ή απουσία φυσημάτων στην κοιλία.
Η επίκρουση αποτελεί σημαντικό μέρος της εξέτασης της κοιλίας. Όταν η επίκρουση δείχνει ευαισθησία, υποδηλώνει φλεγμονή και έχει την ίδια σημασία με την αναπηδώσα ευαισθησία. Υπερβολική αντήχηση ή τυμπανικότητα κατά την επίκρουση σημαίνει διάταση λόγω αέρα του εντέρου ή του στομάχου. Αντήχηση κατά την επίκρουση πάνω από το ήπαρ υποδεικνύει ελεύθερο ενδοκοιλιακό αέρα.
Άλλες εξετάσεις ή χειρισμοί μπορούν να βοηθήσουν στη διερεύνηση ασθενών με κοιλιακό άλγος. Μια φλεγμαίνουσα οπισθοτυφλική σκωληκοειδής ή ένα απόστημα του ψοΐτη μπορεί να προκαλέσει άλγος ή ευαισθησία με την κίνηση του ψοΐτη. Αν η παθητική έκταση του μηρού ή η ενεργητική κάμψη αυτού υπό αντίσταση προκαλούν άλγος, αυτό ονομάζεται θετικό σημείο λαγονοψοΐτη. Αν η έσω ή έξω στροφή του μηρού σε κάμψη προκαλεί άλγος, αναφέρεται ως θετικό σημείο θυρεοειδούς..Κατά τη διάρκεια της αμφίχειρης εξέτασης της πυέλου ο γιατρός πρέπει να αναζητήσει ενδείξεις για μάζες ή ευαισθησία στη μήτρα ή στα εξαρτήματα. Η οξεία σαλπιγγίτιδα, τα αποστήματα σαλπίγγων ή ωοθηκών, ή η ρήξη μιας κύστης ωοθήκης μπορούν να προκαλέσουν οξύ κοιλιακό άλγος (Πίνακας 41-4). Η εξέταση με τον διαστολέα επιτρέπει την επισκόπηση του τραχήλου για τυχόν εκκρίσεις. Η εξέταση από το ορθό θα πρέπει να περιλαμβάνει ανίχνευση απώλειας αίματος και ο εξεταστής θα πρέπει να σημειώσει την τυχόν παρουσία ψηλαφητών μαζών ή ευαισθησίας. Μια φλεγμαίνουσα πυελική σκωληκοειδής απόφυση ή ένα πυελικό απόστημα, μπορούν να προκαλέσουν ευαισθησία που ανιχνεύεται με εξέταση από το ορθό.
Εργαστηριακός Έλεγχος
Η εργαστηριακή διερεύνηση στους περισσότερους ασθενείς με οξύ κοιλιακό άλγος συνήθως συμπεριλαμβάνει μια γενική εξέταση αίματος. Η ενδοκοιλιακή φλεγμονή προκαλεί άνοδο των λευκών αιμοσφαιρίων, αν και αυτό δεν ισχύει πάντα. Μια μελέτη έδειξε φτωχή συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων και του βαθμού ενδοκοιλιακής φλεγμονής, σε ασθενείς που χειρουργήθηκαν λόγω οξέος κοιλιακού άλγους3. Αν ένας ασθενής με ήπιο και διαρκές κοιλιακό άλγος έχει φυσιολογικό ή χαμηλό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, η χρήση του αριθμού αυτού στην διαφορική διάγνωση μπορεί να αποκρύψει στροφή προς τα αριστερά, η οποία μπορεί να είναι σημαντικότερη από την ανεύρεση μιας αύξησης του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων. Αν οι ασθενείς έχουν εμφανή αφυδάτωση, ιστορικό εμετών ή διαρροϊκών κενώσεων ή αν ελάμβαναν φάρμακα όπως τα διουρητικά, που μπορούν να επηρεάσουν τις τιμές των ηλεκτρολυτών του ορού, ο ιατρός θα πρέπει να μετρήσει τις συγκεντρώσεις του νατρίου, του καλίου, της ουρίας, της κρεατινίνης, της γλυκόζης, του χλωρίου και του διοξειδίου του άνθρακα στον ορό. Επιπλέον, αυτές οι εξετάσεις καθιστούν δυνατή την ανίχνευση διαβήτη, νεφρικής ανεπάρκειας ή άλλων συστηματικών παθήσεων. Οι μετρήσεις της αμυλάσης και της λιπάσης του ορού μπορούν να βοηθήσουν στην εκτίμηση του επιγαστρικού άλγους, υποδεικνύοντας παγκρεατίτιδα. Αν και τα αυξημένα επίπεδα αμυλάσης ορού συνοδεύουν την παγκρεατίτιδα, άλλα νοσήματα, όπως η διάτρηση του δωδεκαδακτυλικού έλκους και η απόφραξη του λεπτού εντέρου, μπορούν επίσης να προκαλέσουν αυξημένες συγκεντρώσεις αμυλάσης ορού. Σε ασθενείς με άλγος του δεξιού υποχονδρίου απαιτείται μέτρηση της χολερυθρίνης ορού, της αλκαλικής φωσφατάσης και των τρανσαμινασών του ορού, λόγω της πιθανότητας του αποφρακτικού ίκτερου ή της οξείας ηπατίτιδας. Η γενική ούρων μπορεί να ανιχνεύσει ενδείξεις λοίμωξης της ουροποιητικής οδού, αιματουρία, πρωτεϊνουρία ή αιμοσυμπύκνωση. Σε γυναίκες της αναπαραγωγικής ηλικίας που έχουν οξύ κοιλιακό άλγος ή υπόταση πρέπει να γίνει μέτρηση της συγκέντρωσης της β-χοριακής γοναδοτροπίνης του ορού.
Απεικονιστικός Έλεγχος
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση είναι τα σημαντικότερα και χρησιμότερα βήματα για την εκτίμηση των ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος. Παρόλα αυτά, οι εξελίξεις των απεικονιστικών εξετάσεων της κοιλίας έχουν βελτιώσει τη διαγνωστική ακρίβεια και τη συνολική αντιμετώπιση των ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος. Πριν καταστούν ευρέως διαθέσιμα το υπερηχογράφημα και η αξονική τομογραφία, οι χειρουργοί ελάμβαναν ένα προσεκτικό ιστορικό, διενεργούσαν μια προσεκτική κλινική εξέταση, ζητούσαν εργαστηριακές εξετάσεις και παρατηρούσαν απλές ακτινογραφίες κοιλίας και θώρακα. Με αυτές τις πληροφορίες, η απόφαση για χειρουργική επέμβαση ή όχι, λαμβανόταν συνήθως βάσει του σκεπτικού ότι ο ασθενής πιθανότατα έχει κάποιο νόσημα που αντιμετωπίζεται καλύτερα χειρουργικά. Η λαπαροτομία θεωρούνταν διαγνωστική και θεραπευτική. Πριν τις σύγχρονες απεικονιστικές εξετάσεις, μέχρι και το 20% των ασθενών που χειρουργούνταν για οξεία σκωληκοειδίτιδα, δεν έπασχαν από αυτήν.
Οι απλές ακτινογραφίες έχουν ακόμα κάποια χρησιμότητα σε αρκετές καταστάσεις. Μια ακτινογραφία που επικεντρώνεται στο διάφραγμα ανιχνεύει το πνευμοπεριτόναιο καλύτερα από άλλες ακτινολογικές τεχνικές. Μια ακτινογραφία θώρακος σε όρθια θέση μπορεί να ανιχνεύσει κάτω από το διάφραγμα την παρουσία τουλάχιστον 1 ml αέρα που έχει εισέλθει στην περιτοναϊκή κοιλότητα16. Στην περίπτωση του ασθενούς που δεν μπορεί να σταθεί όρθιος, η πλάγια ακτινογραφία της κοιλίας σε ύπτια θέση μπορεί επίσης να ανιχνεύσει αποτελεσματικά ένα πνευμοπεριτόναιο. Μια πλάγια ακτινογραφία του ασθενούς επί κλίνης και σε αριστερή πλάγια θέση μπορεί να ανιχνεύσει 5 έως 10 ml αέρα κάτω από το πλάγιο κοιλιακό τοίχωμα. Ελεύθερος αέρας στην περιτοναϊκή κοιλότητα υποδηλώνει διάτρηση της γαστρεντερικής οδού. Τα διατρηθέντα δωδεκαδακτυλικά έλκη συνήθως αφήνουν να διαφύγουν μικρές ποσότητες αέρα εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας. Περίπου 75% των ασθενών με διατρηθέντα δωδεκαδακτυλικά έλκη έχουν ακτινολογικά ανιχνεύσιμο πνευμοπεριτόναιο. Οι διατρήσεις του στομάχου και του παχέος εντέρου μπορούν να προκαλέσουν εκτεταμένο πνευμοπεριτόναιο. Η ποσότητα του πνευμοπεριτοναίου μπορεί επίσης να εξαρτάται από τη διάρκεια της διαρροής από τη διάτρηση. Οι απλές ακτινογραφίες της κοιλίας μπορεί να δείξουν απεικονίσουν εκτεταμένο πνευμοπεριτόναιο. Αν η ακτινογραφία διαγράφει τόσο τα τοιχώματα του ορογόνου όσο και του βλεννογόνου του εντέρου, σημαίνει ότι ο ελεύθερος αέρας βρίσκεται στην επιφάνεια του ορογόνου. Επιπλέον, ο ελεύθερος αέρας μπορεί να αφορίζει τον δρεπανοειδή σύνδεσμο κατά την απλή ακτινογραφία της κοιλίας. Ένα εκτεταμένο υδροπνευμοπεριτόναιο εμφανίζεται στην ακτινογραφία σε όρθια θέση ως ένα πολύ ευρύ υδραερικό επίπεδο. Μια ακτινογραφία σε ύπτια θέση μπορεί να δείξει μια μεγάλη συλλογή αέρα ανάμεσα στα κοιλιακά τοιχώματα, που δεν λαμβάνει το σχήμα καμιάς εντερικής έλικας (Εικόνα 41-4).
Οι απλές ακτινογραφίες εμφανίζουν μη φυσιολογικές αποτιτανώσεις. Περίπου 10% των χολόλιθων και το 90% των νεφρικών λίθων περιέχουν αρκετό ασβέστιο ώστε να γίνουν ακτινοσκιεροί. Οι λίθοι της σκωληκοειδούς μπορούν να αποτιτανωθούν. Οι παγκρεατικές αποτιτανώσεις, που είναι χαρακτηριστικές της χρόνιας παγκρεατίτιδας, εμφανίζονται στις απλές ακτινογραφίες και οι αγγειακές αποτιτανώσεις μπορούν να βοηθήσουν στην εκτίμηση των ανευρυσμάτων της κοιλιακής αορτής, των ανευρυσμάτων των σπλαχνικών αρτηριών και της αθηροσκλήρωσης σπλαχνικών αγγείων.
Οι απλές ακτινογραφίες κοιλίας σε όρθια και ύπτια θέση δείχνουν την πιθανή απόφραξη του πυλωρικού στομίου του στομάχου, του αρχικού, του μέσου και του τελικού λεπτού εντέρου και του παχέος εντέρου. Τα χαρακτηριστικά της απόφραξης του λεπτού εντέρου είναι τα πολλαπλά υδραερικά επίπεδα σε διατεταμένες, έλικες του εντέρου με κεντρική εντόπιση, με ορατές κυκλοτερείς πτυχές και απουσία ή ένδεια αέρα στο παχύ έντερο. Το αποφραγμένο παχύ έντερο συνήθως εμφανίζεται σαν περιφερικά εντοπιζόμενο, διατεταμένο έντερο με εκκολπώματα. Αν ανεπαρκεί η ειλεοτυφλική βαλβίδα, η απόφραξη του παχέος θα προκαλέσει διάταση του τελικού λεπτού εντέρου.
Κάποιοι ασθενείς με οξεία κοιλία έχουν απλές ακτινογραφίες που εμφανίζουν έναν τύπο εντέρου που υποδηλώνει μηχανική απόφραξη, χωρίς να υπάρχει. Ο παραλυτικός ειλεός μπορεί να προκαλέσει διάταση εντέρου με πολλαπλά υδραερικά επίπεδα. Οι απλές ακτινογραφίες δείχνουν παραλυτικό ειλεό που προκύπτει από ενδοκοιλιακή ή οπισθοπεριτοναϊκή φλεγμονή. Τα ακτινολογικά ευρήματα του παραλυτικού ειλεού είναι ή υπερβολική διάταση και η παρουσία υγρού με αέρα, κατανεμημένα από το στόμαχο ως το ορθό
Οι απλές ακτινογραφίες της κοιλίας μπορούν επίσης να ανιχνεύσουν αέρα στο σύστημα της πυλαίας και της μεσεντερίου φλέβας, ενδοτοιχωματικό αέρα στην γαστρεντερική οδό, αέρα στα χοληφόρα ή στη χοληδόχο κύστη και αέρα στην ουροποιητική οδό ή στον οπισθοπεριτοναϊκό χώρο. Όταν οι απλές ακτινογραφίες εμφανίζουν αέρα στην πυλαία ή στη μεσεντέρια φλέβα, συνήθως υποδηλώνουν προχωρημένη και σοβαρή νόσο. Η αξονική τομογραφία μπορεί να καταδείξει μικρές ποσότητες αέρα στις φλέβες και να περιγράψει το αίτιο της ανωμαλίας. Αν το ιστορικό του ασθενούς υποδηλώνει κωλικό των νεφρών, μια ενδοφλέβια πυελογραφία μπορεί να επιβεβαιώσει τη διάγνωση μιας νεφρολιθίασης.
Ο έλεγχος με αξονική τομογραφία συμβάλλει σημαντικά στη διαγνωστική ακρίβεια κατά την εκτίμηση ασθενών με κοιλιακό άλγος και επίσης αποκαλύπτει ανατομικές και παθολογικές λεπτομέρειες που δε θα ήταν δυνατόν να απεικονισθούν με απλές ακτινογραφίες22 (Εικόνα 41-5). Γι' αυτό, η αξονική τομογραφία και το υπερηχογράφημα κατέχουν σήμερα σημαντικό ρόλο στον απεικονιστικό έλεγχο αυτών των ασθενών. Αν και το ιστορικό και η κλινική εξέταση παρέχουν ουσιαστικές πληροφορίες για την αξιολόγηση ασθενών με οξεία κοιλία, οι σύγχρονες απεικονιστικές μέθοδοι, συμπεριλαμβανομένων του υπερηχογραφήματος και της CT, μπορούν να οδηγήσουν σε μια ανατομική διάγνωση στην πλειονότητα των περιπτώσεων. Μια προοπτική μελέτη 40 ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος έδειξε ότι η CT βελτίωσε σημαντικά τη διαγνωστική ακρίβεια της κλινικής εκτίμησης, όταν χρησιμοποιήθηκε μαζί με την απλή ακτινογραφία25. Η κλινική εξέταση μαζί με την απλή ακτινογραφία ήταν κατά 50% επιτυχείς, ενώ η CT ήταν διαγνωστικά επιτυχής στο 95%. Η CT ανίχνευσε με ακρίβεια τη συγκεκριμένη ανατομική αλλοίωση στο 57,5% των περιπτώσεων, σε σύγκριση με το 17,5% της κλινικής εξέτασης και της απλής ακτινογραφίας. Αυτή η μελέτη δεν συμπεριέλαβε καθόλου ασθενείς με σκωληκοειδίτιδα, τη συνηθέστερη αιτία οξείας κοιλίας, διότι οι χειρουργοί δεν ανέφεραν περιπτώσεις που ετίθετο υπόνοια σκωληκοειδίτιδας, ώστε να συμπεριληφθούν στην μελέτη. Εντούτοις, άλλοι ερευνητές εκτίμησαν το ρόλο της CT στη διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας σε 100 συνεχόμενους ασθενείς που μελετήθηκαν προοπτικά20. Η ερμηνεία της CT είχε ευαισθησία 98%, ειδικότητα 98%, θετική προγνωστική αξία 98%, αρνητική προγνωστική αξία 98% και συνολική ακρίβεια διάγνωσης ή αποκλεισμού σκωληκοειδίτιδας 98%. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των συγγραφέων, αυτές οι 100 CT επέφεραν μια μείωση του κόστους νοσηλείας των ασθενών κατά 44.731 δολάρια, λόγω της βελτιωμένης διαγνωστικής ακρίβειας. Η CT μπορούν να προσθέσει σημαντική αξία στη διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας. Παρόλα αυτά, αυτή η μελέτη διεξήχθη από πολύ εξειδικευμένο προσωπικό που χρησιμοποιούσε εξαιρετικό εξοπλισμό σε ένα περιβάλλον απαιτήσεων και τα αποτελέσματα μπορούν να αναπαραχθούν σε όλα τα νοσοκομεία20.
Το υπερηχογράφημα είναι χρήσιμο σε ασθενείς με οξύ κοιλιακό άλγος, διότι παρέχει ταχεία, ασφαλή και χαμηλού κόστους εκτίμηση του ήπατος, της χοληδόχου κύστης (Εικόνα 41-6), των χοληφόρων, του σπλήνα, του παγκρέατος, της σκωληκοειδούς, των νεφρών, των ωοθηκών, των εξαρτημάτων και της μήτρας. Το υπερηχογράφημα επίσης ανιχνεύει και χαρακτηρίζει την κατανομή ενδοκοιλιακού υγρού. Το έγχρωμο Doppler υπερηχογράφημα επιτρέπει την εκτίμηση των ενδοκοιλιακών και των οπισθοπεριτοναϊκών αγγείων. Τα ανευρύσματα της αορτής και των σπλαχνικών αρτηριών, η φλεβική θρόμβωση, οι αρτηριο-φλεβικές επικοινωνίες και οι αγγειακές ανωμαλίες μπορούν να εκτιμηθούν υπερηχογραφικά (Εικόνα 41-7). Δυστυχώς, οι ασθενείς με οξεία κοιλιακή νόσο έχουν συχνά μεγάλες ποσότητες ενδοκοιλιακού αέρα που παρεμβάλλεται στην προσεκτική και λεπτομερή υπερηχογραφική εκτίμηση των ενδοκοιλιακών οργάνων, ενώ ο υπερκείμενος αέρας, οστά και λίπος δεν εμποδίζουν την απεικόνιση με CT. Για αυτόν τον λόγο, η CT έχει γίνει αρκετά σημαντική για την εκτίμηση των αιτίων της οξείας κοιλίας.
Η σκωληκοειδίτιδα, το συνηθέστερο αίτιο οξείας χειρουργικής κοιλίας στη Β. Αμερική, μπορεί να είναι δύσκολο να διαγνωσθεί5. Οι απλές ακτινογραφίες κοιλίας και η διερεύνηση με βαριούχο υποκλυσμό γενικώς προσθέτουν λίγα στη διάγνωση. Εντούτοις, σε ασθενείς με μη επιπλεγμένη σκωληκοειδίτιδα, το υπερηχογράφημα μπορεί να ανιχνεύσει κοπρόλιθους της σκωληκοειδούς, να απεικονίσει μια διατεταμένη ή παχυσμένη σκωληκοειδή απόφυση, ή να ανιχνεύσει περισκωληκοειδικές και περιτυφλικές φλεγμονώδεις αλλαγές (Εικόνα 41-8). Το υπερηχογράφημα είναι αξιόπιστο και ευαίσθητο για την ανίχνευση κοπρόλιθων της σκωληκοειδούς και την απεικόνιση μιας αφύσικα διατεταμένης ή παχυσμένης σκωληκοειδούς13. Αντίστροφα, η CT ανιχνεύει την οξεία σκωληκοειδίτιδα και καθορίζει τις αλλαγές της επιλεγμένης σκωληκοειδίτιδας (Εικόνα 41-9). Η CTμπορεί να καταστήσει τον εξεταστή ικανό να διαφοροδιαγνώσει τη διάχυτη περισκωληκοειδική φλεγμονή από ένα απόστημα. Επιπλέον, η CT ανιχνεύει πολλά από τα νοσήματα που συμπεριλαμβάνονται στη διαφορική διάγνωση της οξείας σκωληκοειδίτιδας.
Η CT ανιχνεύει αίμα και άλλα υγρά στην περιτοναϊκή κοιλότητα. Η ενδοτοιχωματική αιμορραγία στο έντερο ανιχνεύεται άμεσα με CT (Εικόνα 41-10). H CT αποκαλύπτει με ακρίβεια τη θρόμβωση της μεσεντερίου. Η CT μπορεί να περιγράψει την εκκολπωματίτιδα και τις επιπλοκές της, όπως το απόστημα, ακόμα και την πυελοφλεβίτιδα (Εικόνα 41-12). Η CT είναι ιδιαιτέρως χρήσιμη για την εκτίμηση της παγκρεατίτιδας αποκαλύπτοντας μικρό ή και εκτεταμένο οίδημα, συλλογή υγρού, αιμορραγία και νέκρωση. Επιπλέον, εκτιμά αποτελεσματικά τις επιπλοκές της παγκρεατίτιδας όπως το απόστημα ή η ψευδοκύστη (Εικόνα 41-13). Οι CT ανευρίσκουν τα σημεία προχωρημένης περιτονίτιδας (Εικόνα 41-14). Με αυτή ν την τεχνική, μπορούν επίσης να εκτιμηθούν οι επιπλοκές της διάτρησης του παχέος (Εικόνα 41-15) και ενός νοσήματος του λεπτού εντέρου, όπως ο εγκολεασμός (Εικόνα 41-16). Αν και το ιστορικό και η κλινική εξέταση παρέχουν ουσιαστικές πληροφορίες για την εκτίμηση των ασθενών με οξεία κοιλία, οι σύγχρονες απεικονιστικές τεχνικές, συμπεριλαμβανομένου του υπερηχογραφήματος και της CT, μπορούν να οδηγήσουν στην πλειονότητα των περιπτώσεων σε μια ανατομική διάγνωση.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ
Διαφορική Διάγνωση
Οι πληροφορίες από το ιστορικό του ασθενούς, τη φυσική εξέταση, τον εργαστηριακό και τον απεικονιστικό έλεγχο, συνήθως επιτρέπουν μια διάγνωση, αλλά μπορεί ακόμα να παραμείνει μια αβεβαιότητα (Εικόνα 41-3). Επειδή η σκωληκοειδίτιδα είναι ένα σύνηθες νόσημα, θα πρέπει πάντα να παραμένει στη διαφορική διάγνωση του ασθενούς με συνεχές οξύ κοιλιακό άλγος, ιδιαίτερα σε περίπτωση άλγους του δεξιού λαγόνιου βόθρου1830. Η διάγνωση της σκωληκοειδίτιδας είναι εύκολο να διαφύγει και η διάτρηση της αυξάνει σημαντικά τη νοσηρότητα και θνησιμότητα από τη νόσο5·14. Η καθυστέρηση στη διάγνωση μπορεί να οδηγήσει σε επιβάρυνση και περιπλοκή της σκωληκοειδίτιδας. Η σκωληκοειδίτιδα είναι το συνηθέστερο αίτιο του οξέος κοιλιακού άλγους κατά την παιδική ηλικία. Ωστόσο, σε μεγαλύτερους ασθενείς, σημαντικές νόσοι, μαζί με την σκωληκοειδίτιδα, είναι η οξεία χολοκυστίτιδα, η εντερική απόφραξη, ο καρκίνος και οι οξείες αγγειακές παθήσεις. Η διαφορική διάγνωση σε νέες γυναίκες είναι δύσκολη, διότι περιλαμβάνει τη σαλπιγγίτιδα, τη δυσμηνόρροια, τις αλλοιώσεις των ωοθηκών και τις ουρολοιμώξεις, καθώς επίσης και επιπλοκές της εγκυμοσύνης, οι οποίες προκαλούν σύγχυση κατά την εκτίμηση του κοιλιακού άλγους. Φυσικά, τα παθολογικά αίτια του κοιλιακού άλγους πρέπει να εκτιμώνται, αλλά οι ασθενείς με παθολογικό νόσημα συνήθως δεν έχουν ειδικά εντοπισμένη ευαισθησία και αντίσταση. Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι, περίπου στο ένα τρίτο των ασθενών που παρουσιάζουν οξύ κοιλιακό άλγος, αυτό είναι μη ειδικού τύπου και δεν μπορεί να τεθεί εύκολα διάγνωση.
Απόφαση για χειρουργείο
Με αυτές τις δυσκολίες απέναντι του, ο χειρουργός πρέπει να λάβει μια απόφαση αν θα χειρουργήσει ή όχι. Υπάρχουν συγκεκριμένες ενδείξεις για χειρουργική θεραπεία. Για παράδειγμα, τα οριστικά σημεία της περιτονίτιδας, όπως η ευαισθησία, η σύσπαση και η αναπηδώσα ευαισθησία στηρίζουν την απόφαση για χειρουργείο. Ομοίως, σοβαρή και αυξημένη κοιλιακή ευαισθησία θα πρέπει να οδηγήσει στο χειρουργείο. Οι ασθενείς με κοιλιακό άλγος και σημεία σήψεως που δεν μπορούν να εξηγηθούν από κανένα άλλο εύρημα, θα πρέπει να οδηγηθούν στο χειρουργείο. Οι ασθενείς με υποψία οξείας ισχαιμίας του εντέρου θα πρέπει να χειρουργηθούν αμέσως μετά την πλήρη εκτίμηση. Συγκεκριμένα ακτινολογικά ευρήματα προβλέπουν με βεβαιότητα την ανάγκη για χειρουργείο. Αυτά τα ευρήματα περιλαμβάνουν το πνευμοπεριτόναιο και την ακτινολογική ένδειξη διάτρησης του γαστρεντερικού. Οι απεικονιστικές εξετάσεις μπορούν να αποκαλύψουν σημεία αγγειακής απόφραξης, τα οποία απαιτούν χειρουργική επέμβαση.
Μετά την προσεκτική εξέταση και εκτίμηση μπορεί να παραμείνει μία διαγνωστική αβεβαιότητα. Κάποιοι ασθενείς μπορεί να έχουν διφορούμενα φυσικά ευρήματα. Όταν συμβαίνει αυτό, η διάγνωση είναι ασαφής και η κατάσταση του ασθενούς δεν είναι ξεκάθαρη, θα ήταν προτιμότερο να αναβληθεί η εγχείρηση και να επανεξετασθεί ο ασθενής προσεκτικότερα μετά από κάποιες ώρες29. Αυτό επιτυγχάνεται καλύτερα σε μονάδα βραχείας νοσηλείας, σε ειδική μονάδα στο τμήμα επειγόντων ή, αν είναι απαραίτητο, με κανονική εισαγωγή στο νοσοκομείο. Μετά την πάροδο κάποιων ωρών, το διάχυτο άλγος με ελάχιστα φυσικά ευρήματα μπορεί να εξελιχθεί σε σαφώς εντοπισμένο άλγος με ευαισθησία, αντίσταση και αναπηδώσα ευαισθησία. Αν αυτό συμβεί, απαιτείται εγχείρηση. Επίσης, μετά από κάποιες ώρες, μπορεί να υποχωρήσουν τα συμπτώματα και τα σημεία του ασθενούς. Αν συμβεί αυτό, ο ασθενής μπορεί να φύγει από το νοσοκομείο, αν και θα πρέπει να προγραμματιστεί για επανεξέταση εντός της ημέρας, ώστε να αποκλεισθεί με βεβαιότητα η απώλεια μιας σημαντικής διάγνωσης. Κάποιοι ασθενείς είναι δύσκολο να εκτιμηθούν λόγω ειδικών χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα οι ασθενείς με εγκατεστημένη νευρολογική βλάβη, σαν αποτέλεσμα ενός ΑΕΕ ή τραυματισμού του νωτιαίου μυελού είναι δύσκολο να εκτιμηθούν1. Οι ασθενείς που βρίσκονται υπό την επήρεια ναρκωτικών ή αλκοόλ μπορεί να χρειάζονται επανεξέταση. Οι ασθενείς που λαμβάνουν στεροειδή ή βρίσκονται σε κατάσταση ανοσοκαταστολής χρήζουν ειδικής αναφοράς, διότι τα στεροειδή και η ανοσοκαταστολή καλύπτουν την ένταση του κοιλιακού άλγους και τα κλινικά ευρήματα ενός σοβαρού και απειλητικού για τη ζωή ενδοκοιλιακού νοσήματος. Οι ασθενείς αυτής της κατηγορίας, οι οποίοι εμφανίζουν διαρκές διφορούμενο κοιλιακό άλγος, ακόμα και με ελάχιστα σημεία, πρέπει να διερευνώνται χειρουργικά.
Κάποιοι ασθενείς με σαφή ευρήματα οξείας κοιλίας μπορούν να αντιμετωπισθούν χωρίς χειρουργική επέμβαση. Για παράδειγμα, ασθενείς με διάτρηση δωδεκαδακτυλικού έλκους που αναζητούν βοήθεια αργά κατά την πορεία της νόσου τους, αφού έχουν νοσήσει για αρκετές ημέρες, μπορούν να αντιμετωπισθούν καλύτερα με προσεκτική υποστηρικτική φροντίδα, δηλαδή ρινονηστιδική αναρρόφηση, ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και αναλγητική αγωγή. Κάποιοι ασθενείς με εμπύημα της χοληδόχου κύστης, ειδικά εκείνοι που παρουσιάζουν και άλλα σοβαρά συνοδό νοσήματα, είναι προτιμότερο να αντιμετωπισθούν με διαδερμική παροχέτευση της χοληδόχου κύστης και προσεκτική υποστηρικτική αγωγή, παρά με χολοκυστεκτομή. Κάποιοι ασθενείς που έχουν οξεία σκωληκοειδίτιδα μπορεί να μην καταφύγουν στον ιατρό για αρκετές ημέρες κατά την διάρκεια της πορεία της νόσου τους, οπότε και έχουν περιχαρακώσει τη διάτρηση και μπορεί να εμφανίζουν ένα σκωληκοειδικό απόστημα. Αυτοί οι ασθενείς παρουσιάζουν άλγος του δεξιού λαγόνιου βόθρου, ευαισθησία και πιθανώς σύσπαση. Αν έχουν σκωληκοειδικό απόστημα, αυτό αντιμετωπίζεται καλύτερα με διαδερμική παροχέτευση του αποστήματος και αποφυγή της σκωληκοειδεκτομής σε εκείνο το σημείο. Η οξεία εκκολπωματίτιδα συνήθως αντιμετωπίζεται καλύτερα συντηρητικά. Αν ένας ασθενής με εκκολπώματα εμφανίσει ένα εκκολπωματικό απόστημα, η διαδερμική παροχέτευση και η υποστηρικτική φροντίδα μπορεί να αρκέσουν και η εκκολπωματική νόσος να αντιμετωπιστεί προγραμματισμένα αργότερα. Οι περισσότεροι ασθενείς με οξεία παγκρεατίτιδα θα πρέπει να αντιμετωπίζονται συντηρητικά, εκτός και αν έχουν συγκεκριμένη ένδειξη για χειρουργική επέμβαση. Οι ενδείξεις για χειρουργείο περιλαμβάνουν τη δημιουργία αποστήματος.
Προεγχειρητική Προετοιμασία
Σε ένα σταθερό, κατά τα άλλα υγιή ασθενή, η προεγχειρητική προετοιμασία περιλαμβάνει την τοποθέτηση ρινογαστρικού σωλήνα, την εξασφάλιση οδού για ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, την τοποθέτηση καθετήρα Foley στην ουροδόχο κύστη ώστε να καταγράφεται η διούρηση και αναλγητική αγωγή. Όταν ληφθεί η απόφαση για χειρουργική επέμβαση, ο ασθενής θα πρέπει να λάβει προνάρκωση, εκτός και αν πρέπει να οδηγηθεί άμεσα στο χειρουργείο. Οι περισσότεροι ασθενείς με οξεία κοιλία που χρήζουν χειρουργικής επέμβασης, εμφανίζουν συνθήκες στις οποίες μια λοίμωξη είναι είτε παρούσα είτε πιθανή. Γι' αυτό το λόγο, θα πρέπει να χορηγούνται προεγχειρητικά αντιβιοτικά.
Σε μη αιμοδυναμικά σταθερούς ασθενείς απαιτείται προσεκτικότερη εκτίμηση και ανάνηψη πριν προχωρήσουμε στη χειρουργική επέμβαση. Αυτοί οι ασθενείς χρήζουν επίσης ρινογαστρικού καθετήρα, καθετήρα Foley, ενδοφλέβιας χορήγησης υγρών και αντιβιοτικών, αλλά σε περίπτωση που οι ασθενείς εμφανίζουν υπόταση, ταχυκαρδία ή ολιγουρία και παρουσία αφυδάτωσης απαιτείται μια περίοδος υποστηρικτικής αγωγής και ενδοφλέβιας χορήγησης υγρών πριν υποβληθούν σε γενική αναισθησία και επέμβαση. Μετά την εκτίμηση της κατάστασης των υγρών και των ηλεκτρολυτών και του βαθμού αφυδάτωσης, αυτοί οι ασθενείς θα πρέπει να λάβουν επαρκείς ποσότητες υγρών ενδοφλεβίως, ώστε να φτάσουν σε μια ωριαία διούρηση 20-30 ml/ώρα. Η προεγχειρητική συστολική αρτηριακή πίεση θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 100 mmHg και οι σφύξεις να μειωθούν κάτω από 100/λεπτό. Οι ασθενείς σε αγωγή με στεροειδή πρέπει να λάβουν συμπληρωματικές δόσεις που χορηγούνται πριν και μετά την εγχείρηση. Οι διαβητικοί ασθενείς απαιτούν ιδιαίτερη φροντίδα, ώστε να ελεγχθεί η υπεργλυκαιμία και οι οξεοβασικές διαταραχές. Σε ασθενείς με ιστορικό καρδιακού νοσήματος θα πρέπει να ελέγχεται διαρκώς η καρδιαγγειακή λειτουργία και θα πρέπει να τύχουν προεγχειρητικής και μετεγχειρητικής διαχείρισης της φαρμακευτικής αγωγής που λαβαίνουν. Οι ασθενείς με οξεία κοιλία θα πρέπει να χειρουργούνται, όταν καθίστανται αιμοδυναμικά σταθεροί και όταν έχουν ικανοποιητική διούρηση. Επί υποκαλιαιμίας απαιτείται χορήγηση καλίου, αφού εξασφαλισθεί η διούρηση.
Επέμβαση
Αφού αποφασιστεί ότι ένας ασθενής με κοιλιακό άλγος χρήζει χειρουργικής επέμβασης, ο χειρουργός θα πρέπει να σχεδιάσει τη χειρουργική προσέγγιση. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρέπει να χρησιμοποιείται εισπνεόμενη γενική αναισθησία που χορηγείται μέσω ενός ενδοτραχειακού σωλήνα. Σε αυτή την φάση, ο χειρουργός θα πρέπει να επιλέξει αν θα χρησιμοποιήσει λαπαροτομία ή λαπαροσκόπηση. Αυτή η επιλογή εξαρτάται από την εμπειρία του χειρουργού και την πιθανή διάγνωση. Κάποιοι παράγοντες, όπως ιστορικό προηγούμενων πολλαπλών χειρουργικών επεμβάσεων, αιμοδυναμική αστάθεια ή προχωρημένη διάταση κοιλίας αποκλείουν τη λαπαροσκόπηση. Στην περίπτωση της επιλογής της ανοικτής επέμβασης, ο χειρουργός θα πρέπει να επιλέξει μια τομή. Στις περιπτώσεις πιθανής σκωληκοειδίτιδας, η τομή διάνοιξης των μυών του κάτω δεξιού τεταρτημορίου είναι ικανοποιητική. Αν είναι σχεδόν βέβαιη η οξεία χολοκυστίτιδα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια τομή στο δεξιό υποχόνδριο. 'Όταν η διάγνωση είναι αβέβαιη, ενδείκνυται η μέση τομή.
Η λαπαροσκόπηση είναι συνήθης πλέον και αποτελεσματικότερη για την αντιμετώπιση του οξέος κοιλιακού άλγους. Το 1975 οι Sugarbaker και συν.24 κατέδειξαν τη χρησιμότητα του λαπαροσκοπίου στην αντιμετώπιση ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος. Σε αυτή τη μελέτη, 56 ασθενείς έχρηζαν νοσηλείας λόγω οξέος κοιλιακού άλγους. Σε 27 από αυτούς τους ασθενείς ετέθη μια «οριστική» κλινική διάγνωση και υποβλήθηκαν σε λαπαροτομία. Έξι, ή το 22% αυτών των ασθενών παρουσίαζαν αρνητική λαπαροτομία, ενώ 21 ασθενείς είχαν νοσήματα που θα αντιμετωπίζονταν καλύτερα με λαπαροτομία. Είκοσι εννέα ασθενείς χωρίς «συγκεκριμένη» διάγνωση αντιμετωπίσθηκαν με λαπαροσκόπηση. Σε 18 από αυτούς τους ασθενείς, ετέθη κατά την λαπαροσκόπηση, οριστική διάγνωση νοσήματος που δεν έχρηζε λαπαροτομίας και 11 ασθενείς έχρηζαν λαπαροτομίας μετά τη λαπαροσκόπηση. Η λαπαροσκόπηση διαρκούσε κατά μέσο όρο είκοσι λεπτά και δεν παρουσίαζε επιπλοκές. Οι ασθενείς της ομάδας που υποβλήθηκε σε λαπαροσκόπηση είχαν βραχύτερη νοσηλεία και χαμηλότερα νοσηλεία. Φυσικά, η λαπαροσκοπική τεχνική και τεχνολογία έχουν βελτιωθεί θεαματικά από το 1975 και η χρησιμότητα του λαπαροσκοπίου στην αντιμετώπιση ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος είναι γενικά αναγνωρισμένη και αποδεκτή.
Η λαπαροσκόπηση αποτελεί σημαντική διαγνωστική και θεραπευτική δυνατότητα στην αντιμετώπιση ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος. Σε μια μελέτη 255 ασθενών με οξεία κοιλία, αποδείχθηκε η χρησιμότητα της λαπαροσκόπησης17. Σε αυτή την ομάδα ασθενών, η λαπαροσκόπηση παρείχε οριστική διάγνωση στο 93% αυτών, ενώ στο υπόλοιπο 7% χρειάστηκε διαγνωστική λαπαροτομία. Η αντιμετώπιση του οξέος κοιλιακού άλγους ήταν αποκλειστικά λαπαροσκοπική στο 73% των ασθενών ενώ το 23% αντιμετωπίσθηκε με συμβατική χειρουργική. Από αυτούς τους ασθενείς 4% υπεβλήθη σε συνδυασμένη ανοικτή επέμβαση, η οποία υποβοηθήθηκε λαπαροσκοπικά. Οκτώ ασθενείς πέθαναν από φυσική εξέλιξη της νόσου τους, πέντε από μη εξαιρέσιμες εντερικές αποφράξεις και τρεις από περιτοναϊκή προσβολή κακοήθους νοσήματος. Με εξαίρεση αυτούς τους ασθενείς, η εγχειρητική θνησιμότητα ήταν 2%, δηλαδή 5 στους 247 ασθενείς. Ένας 80χρονος ασθενής είχε ένα θανατηφόρο ΑΕΕ, ένας 89χρονος ασθενής που είχε χειρουργηθεί για ευρεία εντερική απόφραξη ανέπτυξε πολλαπλή οργανική ανεπάρκεια, ένας 82χρονος ασθενής είχε μια επιπλοκή κατά την διάρκεια της επέμβασης, ως αποτέλεσμα μαζικής αιμορραγίας και πέθανε την 48η μετεγχειρητική ημέρα και ένας 89χρονος ασθενής πέθανε λόγω ενδοθωρακικού εμπυήματος.
Πιο πρόσφατα, αρκετοί συγγραφείς ανέφεραν καλύτερα αποτελέσματα χρησιμοποιώντας τη λαπαροσκόπηση στη διάγνωση και αντιμετώπιση ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος7·19·21'26. Η διαγνωστική ακρίβεια της λαπαροσκόπησης ποικίλλει από 93-100%. Οι λαπαροσκοπικές τεχνικές πέτυχαν οριστική θεραπεία της υποκείμενης νόσου στο 44-73% των περιπτώσεων. Σε ποσοστό 10-38% των ασθενών χρειάστηκε λαπαροτομία για την οριστική θεραπεία. Στο 20-38% των ασθενών η λαπαροσκόπηση αποκάλυψε είτε την απουσία οποιασδήποτε ανωμαλίας είτε ένα νόσημα το οποίο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί κατάλληλα, δεν έχρηζε χειρουργικής θεραπείας. Το ποσοστό νοσηρότητας ποικίλλει από 0-20% και το ποσοστό θνησιμότητας ποικίλλει από 0-5%.
Οι διαγνωστικές και θεραπευτικές λαπαροσκοπικές τεχνικές κατέχουν σημαντική θέση στην αντιμετώπιση ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος. Η διαγνωστική ακρίβεια γλιτώνει πολλούς ασθενείς από μια άσκοπη λαπαροτομία και επίσης επιτρέπει την οριστική λαπαροσκοπική θεραπεία, η οποία αποτρέπει επιπλέον ασθενείς να υποβληθούν σε μη απαραίτητη λαπαροτομία. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η διαγνωστική λαπαροσκόπηση μειώνει το κόστος της αντιμετώπισης ασθενών με οξύ κοιλιακό άλγος. Το αν η διαγνωστική και η θεραπευτική λαπαροσκόπηση μειώνουν το κόστος παραμένει ασαφές. Οι περισσότεροι ασθενείς με οξύ κοιλιακό άλγος, αποτελούν μάλλον υποψήφιους για λαπαροσκόπηση. Η λαπαροσκόπηση πρέπει να αποφεύγεται σε αιμοδυναμικά ασταθείς ασθενείς και σε ασθενείς με εκτεταμένη διάταση της κοιλίας λόγω αέρα. Το ερώτημα αν οι έγκυες γυναίκες με οξεία κοιλία πρέπει να υποβάλλονται σε λαπαροσκόπηση, πρακτικά αποτελεί ακόμα ερώτημα. Μια μελέτη έδειξε ότι η λαπαροσκόπηση σε αυτήν την ομάδα ήταν ασφαλής και αποτελεσματική11.
ΟΞΕΙΑ ΣΠΛΑΧΝΙΚΗ ΙΣΧΑΙΜΙΑ
Αν και οι ασθενείς που έχουν οξεία σπλαχνική ισχαιμία αποτελούν μικρό μόνο ποσοστό του πληθυσμού, που χρήζει άμεσης ιατρικής αντιμετώπισης για οξύ κοιλιακό άλγος, αυτό το θέμα αξίζει ειδικής προσοχής λόγω των ιδιαίτερων δυσκολιών για σωστή και έγκαιρη διάγνωση και διότι η κατάσταση αυτή παρουσιάζει υψηλό ποσοστό θνησιμότητας. Η οξεία αρτηριακή νόσος μπορεί να είναι είτε αποφρακτική, είτε μη αποφρακτική, ενώ αυτό το σύνδρομο μπορεί επίσης να προκληθεί από φλεβική νόσο. Η αρτηριακή απόφραξη μπορεί να είναι είτε εμβολική είτε θρομβωτική. Γενικά, η οξεία εμβολή της άνω μεσεντερίου αρτηρίας προκαλεί την ξαφνική εμφάνιση ενός βαρύτατου κοιλιακού άλγους. Αυτό το ισχαιμικό άλγος επιμένει επί μακρόν πριν την ανάπτυξη εντερικής νέκρωσης. Λόγω του ότι αυτό το άλγος προκαλείται από την ισχαιμία και όχι από την περιτονίτιδα, αυτοί οι ασθενείς δεν παρουσιάζουν καθόλου ευαισθησία, αντίσταση ή αναπηδώσα ευαισθησία. Γι' αυτό, το κοιλιακό άλγος που είναι δυσανάλογο με τα κοιλιακά φυσικά ευρήματα θα πρέπει να θέτει το ερώτημα αυτής της διάγνωσης. Επειδή η ισχαιμία προκαλεί αναστολή της κινητικότητας του εντέρου, στην ακρόαση της κοιλίας ανευρίσκεται σιγή, ανάλογη με την έκταση του ισχαιμικού εντέρου. Η καρδιά είναι η πιθανότερη πηγή εμβόλων της άνω μεσεντερίου αρτηρίας, γι' αυτό, σε κάθε ασθενή με καρδιακή αρρυθμία και ιδιαίτερα με κολπική μαρμαρυγή, μια γνωστή τοιχωματική θρόμβωση ή ένα πρόσφατο έμφραγμα του μυοκαρδίου που αναπτύσσει ένα οξύ κοιλιακό άλγος, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται κυρίως στην διαφορική του διάγνωση η εμβολή της άνω μεσεντερίου αρτηρίας. Οι ασθενείς με αθηρωμάτωση μπορούν να αναπτύξουν θρόμβωση σε κάποια στένωση της άνω μεσεντερίου αρτηρίας. Οι ασθενείς με οξεία σπλαχνική ισχαιμία συνήθως έχουν εκσεσημασμένη λευκοκυττάρωση και οξέωση. Επειδή η καρδιακή νόσος είναι σημαντική για την ανάπτυξη της οξείας σπλαχνικής ισχαιμίας οι περισσότεροι ασθενείς με αυτήν τη νόσο είναι μεσήλικες ή και μεγαλύτερης ηλικίας.
Αντίστροφα, η φλεβική θρόμβωση μπορεί να προκαλέσει σπλαχνική ισχαιμία και αυτοί οι ασθενείς να είναι νεότεροι. Τα αντισυλληπτικά χάπια έχουν ενοχοποιηθεί για επιπλοκές φλεβικής θρόμβωσης σε νέες γυναίκες. Οι ασθενείς στους οποίους τίθεται η υποψία ότι έχουν οξεία σπλαχνική ισχαιμία, πρέπει να υποβληθούν σε αρτηριογραφία. Αν και ο έλεγχος με duplex μπορεί να παράσχει πληροφορίες για τη σπλαχνική κυκλοφορία, η αρτηριογραφία παρέχει καλύτερη απεικόνιση για το σχεδιασμό της αρτηριακής ανακατασκευής ή της εκτομής του εμβόλου. Εντούτοις, η αρτηριογραφία μπορεί να μην είναι χρήσιμη στην περίπτωση φλεβικής νόσου. Η CΤ ή η MRI μπορεί να αποκαλύψουν και να περιγράψουν θρόμβους στις σπλαχνικές φλέβες. Οι περισσότεροι ασθενείς με σπλαχνική ισχαιμία θα χρειαστεί να υποβληθούν σε λαπαροτομία. Κάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν σπλαχνική ισχαιμία λόγω κακής αιμάτωσης, ως αποτέλεσμα ελαττωμένης καρδιακής παροχής. Οι ασθενείς αυτοί συνήθως αναπτύσσουν μη αποφρακτική σπλαχνική ισχαιμία, ενώ βρίσκονται στο νοσοκομείο, ιδιαίτερα σε μια μονάδα εντατικής φροντίδας. Η βελτίωση της καρδιακής παροχής, ώστε να αποκατασταθεί η αιμάτωση του εντέρου, αποτελεί σημαντικό βήμα για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος. Η αρτηριογραφία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την πλήρη εκτίμηση αυτών των ασθενών και επιτρέπει την άμεση χορήγηση αγγειοδιασταλτικών για θεραπεία
ΤΟ ΟΞΥ ΚΟΙΛΙΑΚΟ ΑΛΓΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΕΓΚΥΜΟΣΥΝΗΣ
Η ανάπτυξη οξέος κοιλιακού άλγους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης αποτελεί διαγνωστική πρόκληση, λόγω της διευρυμένης μήτρας και της δυσκολίας στην εκτίμηση της κοιλίας11. Οξεία σκωληκοειδίτιδα αναπτύσσεται σε 1/1500 εγκυμοσύνες, με ίση κατανομή συχνότητας στα τρία τρίμηνα. Η διάγνωση μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη, διότι η έγκυος μήτρα μπορεί να απωθήσει το τυφλό και τη σκωληκοειδή απόφυση στο άνω υποχόνδριο. Κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί επίσης να εμφανιστεί και χολοκυστίτιδα. Χολοκυστεκτομή παρατηρήθηκε στο 3-8% σε 10.000 εγκυμοσύνες. Άλλες καταστάσεις, όπως η οξεία παγκρεατίτιδα και η διάτρηση έλκους, εμφανίζονται λιγότερο συχνά. Οι ασθενείς με προεκλαμψία μπορεί να υποστούν αυτόματη ρήξη του ήπατος. Αυτή είναι μια σοβαρή και δύσκολη στην αντιμετώπιση επιπλοκή. Άλλα αίτια κοιλιακού άλγους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι η ρήξη του πλακούντα, η ρήξη της μήτρας, η ρήξη των ωοθηκών, η ουρολοίμωξη και η πνευμονική εμβολή.
Η έγκυος ασθενής με άλγος δεξιάς κοιλίας, ευαισθησία και αντίσταση παρουσιάζει σοβαρές υπόνοιες για την περίπτωση σκωληκοειδίτιδας. Ο υπερηχογραφικός έλεγχος μπορεί να βοηθήσει στη διερεύνηση πιθανής σκωληκοειδίτιδας. Σε αυτή την ομάδα, οι ασθενείς πρέπει να διερευνώνται πιθανώς λαπαροσκοπικά. Η ασθενής και το κύημα είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν μεγαλύτερο κίνδυνο από μία ρήξη της σκωληκοειδούς, παρά από την ίδια την επέμβαση. Αν είναι δυνατόν, η χειρουργική αντιμετώπιση της συμπτωματικής χολολιθίασης πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Οι ασθενείς με μη συχνά, ήπια, αυτοπεριοριζόμενα επεισόδια άλγους δεξιού υποχονδρίου θα πρέπει να καθυστερήσουν την επέμβαση μέχρι μετά τον τοκετό. Αν ο κωλικός χοληφόρων καταστεί αφόρητος, αλλά όχι επείγον περιστατικό, η επέμβαση πρέπει να αναβάλλεται και να διενεργείται στο δεύτερο τρίμηνο. Οι επεμβάσεις είναι ασφαλέστερες κατά τη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου της εγκυμοσύνης. Οι επεμβάσεις κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου θέτουν σε κίνδυνο το κύημα, ενώ οι επεμβάσεις στο τρίτο τρίμηνο φέρουν τον κίνδυνο του πρόωρου τοκετού. Αν μια έγκυος ασθενής με χολολιθίαση αναπτύξει άλγος δεξιού υποχονδρίου, ευαισθησία, αντίσταση και πυρετό, θα πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση, το πιθανότερο λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή. Πρέπει να χρησιμοποιείται αιμοδυναμική παρακολούθηση, ίσως και με την συμμετοχή μίας αρτηριακής γραμμής. Κατά τη λαπαροσκόπηση, ενδοκοιλιακή πίεση μέχρι 15 mm Hg θεωρείται ασφαλής. Οι τιμές του διοξειδίου του άνθρακα θα πρέπει να παρακολουθούνται. Οι καρδιακοί ήχοι του κυήματος θα πρέπει να παρακολουθούνται και κάθε σημείο εμβρυϊκής δυσφορίας πρέπει να ακολουθείται από αφαίρεση του ενδοκοιλιακού αέρα.
TO AIDS, Η ΑΝΟΣΟΚΑΤΑΣΤΟΛΗ ΚΑΙ Η ΟΞΕΙΑ ΚΟΙΛΙΑ
Η διάγνωση και αντιμετώπιση του οξέος κοιλιακού άλγους σε ασθενείς με AIDS θέτει κάποια ειδικά προβλήματα2 ·12. Οι ασθενείς με προχωρημένο AIDS είναι αδύναμοι, καχεκτικοί και καταβεβλημένοι. Επιπρόσθετα του γεγονότος ότι είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε λοιμώξεις από ασυνήθιστους μικροβιακούς, ιογενείς και μυκητιασικούς παράγοντες, αυτοί οι ασθενείς παρουσιάζουν επίσης κίνδυνο για οξεία κοιλία. Οι ασθενείς με AIDS είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς σε λοιμώξεις από μεγαλοκυτταροϊό και αυτές οι λοιμώξεις επεκτείνονται στη γαστρεντερική οδό και προκαλούν εξέλκωση του βλεννογόνου, αιμορραγία, ακόμα και διάτρηση, θα πρέπει να αποφεύγονται οι επεμβάσεις σε ασθενείς με λοίμωξη από μεγαλοκυτταροϊό, εκτός αν έχει επέλθει διάτρηση. Αν η διαγνωστική προσέγγιση υποδηλώνει ότι ένας ασθενής με AIDS που παρουσιάζει οξεία κοιλία, λόγω μιας νόσου συνήθως σχετιζόμενης με το AIDS, πρέπει να υποβληθεί σε συμβατική θεραπεία χωρίς καθυστέρηση. Η θνησιμότητα κατά την αντιμετώπιση της οξείας κοιλίας σε ασθενείς με AIDS μπορεί να ξεπεράσει το 30%.
Οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση οργάνου, ιδιαίτερα οι ασθενείς που λαμβάνουν υψηλές δόσεις στεροειδών παρουσιάζουν κίνδυνο ανάπτυξης των ίδιων νοσημάτων με αυτά των ασθενών με AIDS8·15. Επειδή η ανοσοκαταστολή συγκαλύπτει τα σημεία και τα συμπτώματα ενδοκοιλιακής λοίμωξης και διάτρησης, οι ιατροί που αντιμετωπίζουν ασθενείς με μεταμόσχευση οργάνου, θα πρέπει να έχουν βαθιά γνώση της μεγάλης σημασίας του οξέος κοιλιακού άλγους σε αυτούς τους ασθενείς. Οι δέκτες οργάνων με διάτρηση εντέρου, σκωληκοειδίτιδα κλπ. πρέπει να χειρουργούνται το συντομότερο δυνατό.
ΜΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΑ ΑΙΤΙΑ ΟΞΕΟΣ ΚΟΙΛΙΑΚΟΥ ΑΛΓΟΥΣ
Πολλά νοσήματα προκαλούν οξύ κοιλιακό άλγος και μπορούν να αντιμετωπισθούν με συντηρητικά μέσα23. Συγκεκριμένες παθολογικές καταστάσεις μπορεί να προκαλέσουν οξύ κοιλιακό άλγος, όπως η αυτόματη μικροβιακή περιτονίτιδα, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα (Πίνακας 41-5). Η δρεπανοκυτταρική αναιμία μπορεί να προκαλέσει μια κρίση οξέος κοιλιακού άλγους που αναφέρεται ως δρεπανοκυτταρική κρίση και αυτή η κατάσταση μπορεί να προκληθεί από ένα σπληνικό έμφρακτο. Αυτοί οι ασθενείς μπορεί επίσης να παρουσιάζουν κρίσεις οστικού άλγους και αρθραλγίες. Η γαστρεντερίτιδα μπορεί να προκαλέσει έντονο κοιλιακό άλγος. Οι ασθενείς που αναπτύσσουν κοιλιακό άλγος και έχουν πρόσφατα υποβληθεί σε αντιβιοτική θεραπεία, μπορεί να παρουσιάζουν κολίτιδα από Clostridium difficile ή ψευδομεμβρανώδη κολίτιδα, η οποία μπορεί να μιμηθεί την οξεία κοιλία. Αυτή η διάγνωση μπορεί εύκολα να τεθεί με τη λήψη προσεκτικού ιστορικού, ενώ η σιγμοειδοσκόπηση αποκαλύπτει τις ψευδομεμβράνες, οι οποίες είναι παθογνωμονικές για αυτήν την κατάσταση. Άλλα νοσήματα όπως η δηλητηρίαση από μόλυβδο, η οξεία αιμορραγική πορφύρα και ο οικογενής Μεσογειακός πυρετός μπορούν επίσης να προκαλέσουν κοιλιακό άλγος. Η πνευμονία μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος και φυσικά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου μπορεί να προκαλέσει επιγαστρικό άλγος, το οποίο μιμείται την οξεία παγκρεατίτιδα ή τη διάτρηση έλκους. Η ηπατίτιδα μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος. Η οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια μπορεί να προκαλέσει κοιλιακό άλγος και οι ασθενείς με υπερλιπιδαιμία μπορεί να έχουν οξύ κοιλιακό άλγος με ή χωρίς οξεία παγκρεατίτιδα.
ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Jeffrey KB Jr: CT and Sonography of the Acule Abdomen. New York, Raven. 1989. I.ce, JKT, Sagel SS, Stanley RJ: Computed Body Tomography With MRI Correlation, 2nd ed. New York, Raven, 1989.
Rao PM. Rhea JT, Navelline RA, et al: Effects of computer tomography of the appendix on treatment of patients and use of hospital resources. Ν EnglJ Med338:l4l, 1998.
Salkey BA, Edge MB: The role of laparoscopy in the diagnosis and treatment of abdominal pain syndromes. Surg Hndosc 12:9! I, 1998.
Silen W: Copes' Early Diagnosis of the Acute Abdomen, 19th ed. New York, Oxford University Press, 1995.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bar-On Z, Ohry A: The acute abdomen in spinal cord injury individuals. Paraplegia 33:704, 1995.
Bizer LS, Pettorino R, Ashikari A: Emergency abdominal operations in the patient with acquired immune deficiency syndrome. J Am Coll Surg 180:205, 1995.
Blcnnerhassett L, Hall JL, Hall JC: White blood cell counts in patients undergoing abdominal surgery. Aust N 7. J Surg 66:369, 1996.
Boey JH: Acute abdomen, in Way LW (ed): Current Surgical Diagnosis and Treatment, 10th cd. Vol. 21. Norwalk, ("I, Ap-plcton &r Lange, 1994, pp 441-452.
Brewer RJ, Golden GT, Hitch DC, et al: Abdominal pain: An analysis of 1,000 consecutive cases in a university hospital emergency room. Am J Surg 131:219, 1976.
Buschard K, Kjaeldgaard A: Investigation and analysis of the position, fixation, length and embryology of the vermiform appendix. Acta Chir Scand 139:293, 1973.
Chung RS, Diaz JJ, Chart V: Efficacy of routine laparoscopy for the acute abdomen. Surg Endosc 12:219, 1998.
Diethelm AG, Stanley RJ, Robbin ML: The acute abdomen. In Sabiston DC (ed): Textbook of Surgery, 15th ed. Philadelphia, WB Saunders, 1997, pp. 825-846.
Gilbert JA, Kamath PS: Spontaneous bacterial peritonitis: An update. Mayo Clin Proc 70:365, 1995.
Gray SW, Skandalakis JE: Embryology for Surgeons: The Km-bryological Basis for the Treatment of Congenital Defects. Philadelphia, WB Saunders, 1972.
Gurbuz AT, Peetz ME: The acute abdomen in the pregnant patient. Surg Endosc 11:98, 1997.
Jeffrey RB Jr: Abdominal imaging in the immunocompromised patient. Radiol Clin North Am 30:579, 1992.
Jeffrey RB Jr, Laing EC, Townsend RR: Acute appendicitis: Sonographic criteria based on 250 cases. Radiology 167:327, 1988.
Lewis FR, Holcroft JW, Boey J, Dunphy JE: Appendicitis: A critical review of diagnosis and treatment in 1,000 cases. Arch Surg 110:677, 1975.
Meyers WC, Harris N, Stein S, et al: Alimentary tract complications after renal transplantation. Ann Surg 190:535, 1979.
Miller RE, Nelson SW: The roentgenologic demonstration of tiny amounts of free intraperitoneal gas: Experimental and clinical studies. AJR 112:574, 1971.
Navez B, d'Udekcm Y, Cambier E, et al: Laparoscopy for management of nontraumatic acute abdomen. World J Surg 19:382, 1995.
Owens BJ. Hamit HE: Appendicitis in the elderly. Ann Surg 187:392, 1978.
Patterson-Brown S: Emergency laparoscopic surgery. Br J Surg«0:279, 1993.
Rao I'M, Rhea JT. Novelline RA, et al: Effect of computed tomography of the appendix on treatment of patients and use of hospital resources. Ν Hngl J Med 338:141, 1998.
Salky BA, Edyc MB: The role of laparoscopy in the diagnosis and treatment of abdominal pain syndromes. Surg Endosc 12: 911, 1998.
Siewert B, Raptopoulos V, Mueller MF, et al: Impact of CTon diagnosis and management of acute abdomen in patients initially treated without surgery. AJR 168:173, 1997.
Steinhuber FU: Medical conditions mimicking the acute surgical abdomen. Med din North Am 57:1559. 1973.
Sugarbaker PH. Bloom BS, Sanders JH. Wilson RE: Preoper-ative laparoscopy in diagnosis of acute abdominal pain. Lancet 1:442, 1975.
Tuourel P. Baron MP, Pracle J, et al: Acute abdomen of unknown origin: Impact ot CT on diagnosis and management. Gastrointest Radio! 17:287. 1992.
Vander Velpen OC. Shimi SM, Cushion A: Diagnostic yield and management of laparoscopy: A prospective audit, (iul 35:1617, 1994.
Van Zwalenburg C: The relation of mechanical distension to the etiology of appendicitis. Ann Surg 41:437, 1905.
Way LW: Abdominal pain. In Sleisengcr MM, Fordtran .IS (eds): Gastrointestinal Disease, 2nd cd. Philadelphia, WB Saundcrs, 1978, pp. 207-221.
White JJ, Santillana M, Mailer JAJr: Intensive in-hospital observation: A safe way to decrease unnecessary appendectomy. Am Surg 41:793. 1975.
Yusuf MF, Dunn H: Appendicitis in the elderly: I.earn to discern the untypical picture. Geriatrics 34:73. 1979.
.
ΠΙΝΑΚΑΣ 41 -1. Αίτια αιμοπεριτοναίου
Γαστρεντερικά
Τραυματική ρήξη ήπατος, σπλήνας, παγκρέατος, μεσεντερίου, εντέρου
Γυναικολογικά
Ρήξη έκτοπης κύησης, γραφιανού ωοθυλακίου, μήτρας
Αγγειακά
Ρήξη ανευρύσματος: αορτολαγόνιας, ηπατικής, νεφρικής και σπληνικής
αρτηρίας
Ουρολογικά
Ρήξη ουροδόχου κύστης
Αιματολογικά
Ρήξη σπλήνα
ΠΙΝΑΚΑΣ 41-2. Κοιλιακό άλγος οφειλόμενο σε φλεγμονώδεις διαταραχές του γαστρεντερικού συστήματος
Στόμαχος
Γαστρικό έλκος
Δωδεκαδακτυλικό έλκος
Χοληφόρα
Οξεία χολοκυστίτιδα με ή χωρίς χοληδοχολιθίαοη
Πάγκρεας
Οξεία, υποτροπιάζουσα ή χρόνια παγκρεατίτιδα
Λεπτά έντερο
Νόσος Crohn
Μεκκέλειος απόφυση
Παχύ έντερο
Σκωληκοειδίτιδα
Εκκολπωματίτιδα
ΠΙΝΑΚΑΣ 41-5. Μη χειρουργικά αίτια κοιλιακού άλγους
1. Καρδία
Έμφραγμα μυοκαρδίου
Οξεία περικαρδίτιδα
2. Πνεύμονες
Πνευμονία
Πνευμονική εμβολή
3. Γαστρεντερικό
Οξεία παγκρεατίτιδα
Γαοτρεντερίτιδα
Οξεία ηπατίτιδα
4. Ενδοκρινικό
Διαβητική κετοξέωοη
Οξεία επινεφριδιακή ανεπάρκεια
5. Μεταβολικά αίτια
Υπερλιπιδαιμία
6. Μυοσκελετικό
Αιμάτωμα του ορθού κοιλιακού
7. Κεντρικό και Περιφερικό Νευρικό Σύστημα
Νωτιαίο φθίοη
Συμπίεση νευρικών ριζών
8. Ουρογεννητικό
Πυελονεφρίτιδα
Οξεία σαλπιγγίτιδα
9. Αιματολογικά αίτια
Δρεπανοκυτταρική κρίση
Οξεία αιμορραγική πορφύρα
Οικογενής Μεσογειακός πυρετός