Ο Παπαδιαμάντης και ο Ντοστογιέφσκι στα έργα τους αποσυνθέτουν την ανθρώπινη ψυχή, κάνουν μια βουτιά στα βάθη των ανθρώπινων συλλογισμών και αναζητούν τα αίτια που πραγματικά ωθούν τους ανθρώπους να κάνουν ακραίες πράξεις. Γράφουν για ήρωες στο έλεος της κοινωνίας, ανθρώπους στο περιθώριο, γράφουν για φτωχούς και παραμελημένους. Και γράφουν για δολοφόνους. Και οι δύο δημιουργούν ήρωες που έχουν διαπράξει ασυγχώρητα εγκλήματα και τους κάνουν πρωταγωνιστές των έργων τους, αφηγητές των ιστοριών τους. Και είναι ήρωες παρόμοιοι αλλά και διαφορετικοί, με μια μοίρα αβέβαιη.
Ας εξετάσουμε, λοιπόν, τους ήρωές μας. Η Φραγκογιαννού υποφέρει όλη της τη ζωή επειδή γεννήθηκε γυναίκα και γνωρίζει πως μοιράζεται την ίδια μοίρα με κάθε κορίτσι που τυχαίνει να γεννηθεί στον ίδιο κόσμο μ’ εκείνη. Καταλήγει στο συμπέρασμα πως τα νεογέννητα κορίτσια είναι κατάρα, τόσο για τους γονείς όσο και για το ίδιο το βρέφος. Πρέπει να πάψουν να υπάρχουν και η Φραγκογιαννού, θεωρώντας πως εκτελεί θείο έργο, αναλαμβάνει να το επισπεύσει. Ο Ρασκόλνικοφ από την άλλη είναι φτωχός και καταδικασμένος σε μια μοίρα δίχως επιτεύγματα ή μεγαλείο. Είναι νέος, όμως, είναι παρορμητικός και οραματιστής, έχει φιλοδοξίες. Και διατυπώνει την ιδέα πως κάποιοι άνθρωποι είναι απλώς ανώτεροι από κάποιους άλλους, εκ φύσεως και δικαιωματικά πάνω από τον νόμο, και θέλει απελπισμένα να ελέγξει αν είναι ένας από αυτούς. Τολμά να κάνει το αδιανόητο, αυτό που εκείνος θεωρεί πως θα του ανοίξει τους ορίζοντες. Σκοτώνει επειδή θεωρεί πως το δικαιούται, για χρήματα ή από εγωκεντρισμό, αγανάκτηση ή περιέργεια.
Οι δύο ήρωες, συνεπώς, παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες. Και στις δύο περιπτώσεις γίνεται λόγος για άτομα αδικημένα από την κοινωνία. Ταυτόχρονα, όμως, πρόκειται για προσωπικότητες οριακά ασταθείς, με αμφισβητήσιμες ηθικές αρχές. Και οι δυο τους παίρνουν πρωτοβουλίες θεωρώντας πως τις δικαιούνται, αποδίδοντας στους εαυτούς τους ελευθερίες που δεν έχουν. Και οι δύο σκοτώνουν επειδή θεωρούν πως κάποια ανώτερη δύναμη – Θεός ή φύση – το επιτρέπει. Και οι δυο τους κάνουν λάθος – κρίνουμε τουλάχιστον πως κάνουν λάθος, ποιος ξέρει;
Εκεί, όμως, είναι που οι δρόμοι τους αποκλίνουν και ξεκινάμε να παρατηρούμε τις διαφορές που ξεχωρίζουν τον ένα από τον άλλο. Η Φραγκογιαννού θεωρεί τον εαυτό της ένα είδος σωτήρα. Πιστεύει – με κάποια διεστραμμένη λογική – πως δρα για το καλό των άλλων. Δεν έχει – ή τουλάχιστον, δε θεωρεί πως έχει – εγωιστικά κίνητρα. Διαπράττει εγκλήματα γιατί πραγματικά πιστεύει πως βελτιώνει την κατάσταση. Είναι ανιδιοτελής. Είναι τραγική ηρωίδα, στο μυαλό της όμως είναι πράγματι ηρωίδα. Και ακόμα και στο τέλος, όταν επιζητά να εξομολογηθεί, επιδιώκει να αφεθεί στο έλεος της θείας δικαιοσύνης, άσχετα από το αν συναντά το τέλος της κυνηγημένη από την ανθρώπινη. Ο Ρασκόλνικοφ από την άλλη δεν είναι άγιος, δεν είναι λυτρωτής κανενός άλλου εκτός από του εαυτού του και δεν αυταπατάται θεωρώντας πως δικαίωσε οποιονδήποτε άλλο με την πράξη του. Διαπράττει φόνο επειδή θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο, άξιο σωτηρίας. Και ακόμα και όταν επιλέγει να παραδοθεί, δεν τολμά να εκθέσει τον εαυτό του στον κόσμο, να κοιτάξει τον ουρανό, και ό,τι Θεό κρύβει, στα μάτια και να δεχτεί την κρίση του. Παραδίδει τον εαυτό του στην ανθρώπινη δικαιοσύνη, είναι αλαζόνας.
Τόσο η Φραγκογιαννού όσο κι ο Ρασκόλνικοφ «λογοδοτούν» στη δικαιοσύνη – θεία ή ανθρώπινη – και αναγκάζονται να αναλάβουν ευθύνη για τις επιλογές τους. Τιμωρούνται, λοιπόν, λυτρώνονται όμως; Εδώ οι γραμμές αρχίζουν να θολώνουν, πράγμα μάλλον αναμενόμενο γιατί τέτοια ζητήματα δεν είναι ποτέ – και ίσως δε θα έπρεπε και να είναι – ξεκάθαρα. Τι πραγματικά σημαίνει «λύτρωση»; Είναι απλώς η αποδοχή των αμαρτιών μας; Η απολογία για τις πράξεις μας ή και η έκτιση ποινής για αυτές; Καθιστά κάποιον άξιο συγχώρεσης; «Λυτρωμένος» σημαίνει «άξιος εμπιστοσύνης»; Ας πούμε… όχι. Ας αποδεχτούμε το απλούστερο και ας συμφωνήσουμε πως λύτρωση είναι η αποδοχή της ευθύνης μετά από πραγματική μετάνοια, η αποδοχή, δηλαδή, μιας τιμωρίας γνωρίζοντας πως είναι κατάλληλη, είναι δίκαια. Λυτρώνονται, λοιπόν, οι ήρωές μας;
Ο θάνατος στη λογοτεχνία ήταν ανέκαθεν μια μορφή κάθαρσης. Είτε πρόκειται για αυτοθυσία, ατύχημα, συνέπεια κάποιας σύγκρουσης ή μιας μορφής τιμωρία, ο θάνατος είναι ένα κύμα που παρασέρνει κάθε αμαρτία και αφήνει πίσω μόνο τη γνώση ότι αυτό το άτομο που υπήρχε δεν υπάρχει πια. Για τη Φραγκογιαννού ο θάνατος είναι η θεία τιμωρία της και δεν είναι κάτι που επιζητούσε, παρόλο που φαινόταν πρόθυμη να εξομολογηθεί τα εγκλήματά της. Επιθυμεί, πράγματι, να απλώσει τα ματωμένα χέρια της μπροστά στην κατ’ εκείνη ύψιστη μορφή δικαιοσύνης και να δεχθεί την κρίση της. Eίναι πρόθυμη να αμφισβητήσει τις πράξεις της, δεν τις καταριέται όμως ακόμα, δε θεωρεί τον εαυτό της άξιο τέτοιας μοίρας. Δε θα μπορέσουμε ωστόσο ποτέ να ξέρουμε εάν θα αναγνώριζε τα λάθη της, εφόσον της δινόταν η ευκαιρία. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι πως πεθαίνει. Καθαίρεται.
Ο Ρασκόλνικοφ, αφού υπομένει μέρες ολόκληρες βασανιζόμενος από αγωνία και παράνοια και – ίσως – ενοχές, παραδίδεται στα χέρια της Αστυνομίας και αποδέχεται την ποινή που αναλογεί στα εγκλήματά του. Αναγνωρίζει το λάθος του, το μετανιώνει όμως; Είναι ένας άνθρωπος που θέλει να πιστέψει πως του αναλογούν περισσότερα απ’ όσα του δίνονται και σκοτώνει εγωιστικά, άσχετα από το αν δε γνώριζε τις ψυχικές του αντοχές και εγκαταλείπει όταν τα πράγματα βγαίνουν πλήρως εκτός ελέγχου. Μέχρι την τελευταία σχεδόν στιγμή επιθυμεί να διατηρήσει την ελευθερία του και είναι η απόφαση που λαμβάνει στις παραγράφους της τελευταίας σελίδας του βιβλίου, στις τελευταίες στιγμές της ταινίας στην οθόνη, που αλλάζουν την πορεία της ζωής του. Μπορούμε, συνεπώς, να πούμε πως επιθυμεί να απαλύνει τον δικό του πόνο πάλι, απρόθυμος να ζήσει τις μέρες του μέσα στην αβεβαιότητα.
Οι ήρωές μας, λοιπόν, πληρώνουν το τίμημα και το πληρώνουν ολοκληρωτικά, παρ’ όλα αυτά σύμφωνα με τον ορισμό που δώσαμε, δε λυτρώνονται. Η Φραγκογιαννού πεθαίνει προτού προλάβει να ανοιχτεί πραγματικά και να γαληνεύσει το ταραγμένο της μυαλό, ο Ρασκόλνικοφ αμαρτάνει εγωιστικά και τιμωρείται πάλι – πιθανώς – από εγωισμό. Η μετάνοιά του είναι αβέβαιη, της δε Φόνισσας ανολοκλήρωτη. Οπότε όχι, δε λυτρώνονται. Τους αναγνωρίζουμε ωστόσο πως, εάν οι ιστορίες τους δεν τερματίζονταν τόσο απότομα, ενδεχομένως θα μπορούσαν.
Οι τραγικοί ήρωες είναι έτσι, αφάνταστα περίπλοκοι. Εμφανώς παράλογοι και ταυτόχρονα τρομαχτικά κατανοητοί. Όταν η κοινωνία, οι εποχές, η φτώχεια, οι πληγές στο σώμα και ο πόνος στην ψυχή, η θύελλα στον νου ισορροπούν όλα στην πλάτη τους, κοιτούν τα καθιερωμένα πράγματα στα μάτια και μετά τα αποστρέφονται, αντιδρούν απρόοπτα… και τραγικά. Παίρνουν τη δικαιοσύνη στα χέρια τους, είτε για να δικαιώσουν τον εαυτό τους είτε γιατί θεωρούν πως θα αλλάξουν μια κατάσταση που αδικεί τους άλλους. Και είναι εύκολο να πούμε πως καταδικάζουμε πλήρως και αδιαμφισβήτητα τις πράξεις τους, γιατί είναι ανήθικοι και τρελαμένοι. Ένας καλός συγγραφέας όμως, όπως και οι δύο που εξετάζουμε, ξέρει πως πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε… είναι όντως;