Πόσες φορές έχουμε πει «βαριέμαι»; Πόσες φορές έχουμε νιώσει αυτή την πλήξη που φαίνεται ανυπόφορη; Πόσες φορές έχουμε δοκιμάσει τα πάντα για να ξεφύγουμε από αυτήν; Είναι όμως άραγε τόσο απαίσια όσο την θεωρούμε;
Στην πραγματικότητα, η βαρεμάρα είναι η απουσία θέλησης να κάνω κάτι που θεωρητικά πρέπει να κάνω ή η απουσία κάποιου ερεθίσματος που απασχολεί την σκέψη. Η απέχθεια μας για την βαρεμάρα θα μπορούσε να θεωρηθεί συνεπώς και ως μια άρνηση προς την αεργία. Καλώς ή κακώς όλοι βαριόμαστε και, όσο δυσάρεστη και αν μας φαίνεται αυτή η ψυχική διάθεση, προκειμένου να εξελιχθούμε ουσιαστικά ως άνθρωποι, είναι αναγκαίο να την αποδεχτούμε. Τότε μάλιστα θα δούμε και πόσα πολλά έχει να μας προσφέρει.
Ο νευροεπιστήμονας James Danckert και ο ψυχολόγος John D. Eastwood την περιγράφουν στο βιβλίο «Out of My Skull - The Psychology of Boredom» ως μια γνωστική κατάσταση που διακρίνεται από «την αίσθηση ότι κάτι λείπει, αν και δεν μπορούμε να πούμε ακριβώς τι». Ενώ σύμφωνα με τον Leo Tolstoy η πλήξη είναι «μια επιθυμία για επιθυμίες». Η βαρεμάρα λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη της ζωής μας. Μας ωθεί στην αναζήτηση, στην εξέλιξη και στον προβληματισμό, να δοκιμάζουμε κάτι διαφορετικό. Αποτελεί σήμανση πως βρισκόμαστε ακίνητοι (μεταφορικά ή κυριολεκτικά) για πολύ ώρα και πως κάτι θα θέλαμε να είναι διαφορετικό.
Η Σάντι Μαν, κλινική ψυχολόγος και λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Central Lancashire, θεωρεί ότι βαρετές δραστηριότητες ενθαρρύνουν το μυαλό των ανθρώπων να περιπλανηθεί και να ονειρευτεί, καλλιεργώντας ταυτόχρονα την πιο ευέλικτη σκέψη: «Εάν κολλήσετε με ένα πρόβλημα, απλά βρείτε λίγο χρόνο για να βαρεθείτε και τότε θα δείτε ότι η δημιουργική λύση θα εμφανιστεί στο μυαλό σας». Ουσιαστικά, όπως έχει γράψει και η νευρολόγος, ψυχίατρος και ειδική συμπεριφορικής νευρολογίας, Gayatri Devi: «αν την κατανοήσουμε σωστά, η πλήξη μας βοηθά να καταλάβουμε περισσότερα για τον χρόνο και τον εαυτό μας». Σε αντίθεση με τη διασκέδαση ή τη δουλειά, η πλήξη δεν αφορά τίποτα. Είναι η συνάντηση μας με ένα κενό, έναν “καθαρό” χρόνο χωρίς περιεχόμενο ή μορφή (π.χ. smartphone κλπ).
Συχνά, όμως, το αίσθημα αυτό μπορεί να υποδεικνύει μια κούραση, εξάντληση, η οποία δεν μας επιτρέπει να συνεχίσουμε με όρεξη να κάνουμε κάτι.
Έχουμε μια ανάγκη που ζητάει να καλυφθεί. Η ανάγκη αυτή, συνήθως είναι για ένα διάλειμμα μια χαλάρωση, για ανατροφοδότηση, για ξεκούραση, για μια ανάσα, για να πάρουμε χρόνο να δούμε που βρισκόμαστε και που θέλουμε να πάμε. Με λίγα λόγια, να ανασυγκροτηθούμε και να χαράξουμε πορεία για να συνεχίσουμε ή να ξεκινήσουμε κάτι νέο. Κι όταν το μυαλό μας πλέον αδειάσει και ξεκουραστεί, τότε θα φωνάξει «βαριέμαι», λέγοντας πως έχει ανάγκη από νέα δράση, από ένα νέο, δυναμικό ξεκίνημα.
Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι εθισμένος στα ερεθίσματα.
Μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2014 έδειξε πόσο δύσκολο είναι οι άνθρωποι να κάθονται μόνοι σε ένα δωμάτιο και να σκέφτονται για διάστημα έως 15’. Τα 2/3 των αντρών και το 1/4 των γυναικών επέλεξαν να προκαλέσουν (με μηχάνημα) σοκ στον εαυτό τους από το να μην κάνουν τίποτα, γνωρίζοντας πόσο θα πονέσουν. Οι περισσότεροι είπαν ότι θα πλήρωναν για να μην ζήσουν πάλι τη συγκεκριμένη αίσθηση.
Με την ύπαρξη του διαδικτύου και τη συνεχή πρόσβαση σε «ψυχαγωγία», οι άνθρωποι δεν ξέρουν πως να μην κάνουν τίποτα. Η εξάρτηση αυτή επιφέρει πολλά προβλήματα στο άτομο, το οποίο αδυνατεί να μείνει μόνο με την σκέψη του ή να ηρεμήσει. Έτσι δεν συλλογίζεται, αποχαυνώνεται και βασανίζεται συνεχώς με στρες. Αντίθετα, αυτός που ξέρει να βαριέται παρουσιάζει μεγαλύτερη υπομονή και επιμονή, καλύτερη ψυχική υγεία και εικόνα του κόσμου. Πρέπει να έρθουμε ξανά σε επαφή με την βαρεμάρα μας, αντί να τρέχουμε μανιωδώς από αυτήν.
Μας προφυλάσσει από το «overload» πληροφοριών.
Αποστασιοποιούμαστε από την έκθεση ή την παροχή υπερβολικού όγκου πληροφοριών ή δεδομένων, που μπορεί να δυσκολέψει την επεξεργασία της γνώσης, καθιστώντας μας λιγότερο παραγωγικούς, πιο κουρασμένους και ανίκανους να συγκεντρωθούμε και να λάβουμε αποφάσεις. Το «multitasking» συμβάλλει στην υπερφόρτωση. Όταν το μυαλό μας δεν έχει να ασχοληθεί με κάτι, νιώθει σαν να απελπίζεται και προσπαθεί να καλύψει αυτήν την έλλειψη. Για να το διαχειριστούμε, οφείλουμε να ελαχιστοποιήσουμε τις πολλαπλές, παράλληλες εργασίες και να αυξήσουμε τα διαστήματα πλήξης, προκειμένου να επεξεργαστούμε το όποιο ερέθισμα καλύτερα.
Συνεπώς, η βαρεμάρα δεν είναι ο εχθρός της καθημερινότητας αλλά ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της, καθώς αυξάνει τη βαθιά σκέψη και την παραγωγή νέων ιδεών. Είναι το αντίθετο από το να περνάμε όλη τη μέρα, απαντώντας σε email, «τσεκάροντας» τα «social media» κ.λπ. Μας μαθαίνει περισσότερα για τον εαυτό μας και όσα μας αρέσει να κάνουμε. Όταν «αγκαλιάζουμε» την πλήξη μας, έχουμε το χρόνο και τη διάθεση να εξερευνήσουμε πράγματα που θα θέλαμε να κάνουμε, να ανανεωθούμε και να μάθουμε καλύτερα ποιοι είμαστε και τι επιθυμούμε.