Γίνομαι η φωνή της Σόνιας...
Η εξομολόγηση του Ρασκόλνικοβ στο «Έγκλημα και Τιμωρία»
Μιλάει, μόνο μιλάει. Κουνάει τα χέρια του και λυγίζει τα δάχτυλα, σφίγγει τις γροθιές και τις ξανανοίγει, πετάει πίσω το κεφάλι και καρφώνει το βλέμμα στο πάτωμα, έπειτα τα μάτια του στιγμιαία πηδάνε στο παράθυρο και απότομα ολόκληρο το σώμα του γυρίζει από την άλλη και συνεχίζει και μιλάει. Τόσες, τόσες λέξεις, τόσα λόγια, δικαιολογίες και αιτίες και μετά σταματάει και τις διαγράφει και ξαναρχίζει από την αρχή. Κι εγώ τον ακούω ή τουλάχιστον προσπαθώ να τον ακούσω, να τον καταλάβω, επειδή του είπα πως θα μπορέσω να τον καταλάβω. Αλλά δεν μπορώ, δεν καταλαβαίνω τίποτα. Το κεφάλι μου βουίζει και τα μάτια μου θολώνουν αλλά δεν ξέρω αν ευθύνεται η ζαλάδα ή τα δάκρυα ή και τα δύο.
Δε νομίζω πως μου δίνει σημασία πλέον, έχει χαθεί στις σκέψεις του και φαίνεται πιο μπερδεμένος και πανικοβλημένος απ’ όσο αισθάνομαι εγώ. Τον παρατηρώ καθώς περπατάει νευρικά, την σταγόνα του ιδρώτα πάνω από το φρύδι του, το τρέμουλο στις παλάμες του και τα όμορφα μάτια του και συνειδητοποιώ πως για άλλη μία φορά αναρωτιέμαι πώς γίνεται να είναι αυτός που το έκανε. Δε γίνεται να είναι αυτός, γιατί αυτός είδε τον πατέρα να ξεψυχάει και τον βοήθησε, χάιδεψε την αδελφή μου και την καθησύχασε, είδε πως η οικογένειά μου ήταν φτωχή και πως πεινούσε και τη φρόντισε, ακόμα κι αν ήταν σε βάρος του ίδιου. Όχι, όχι, δεν είναι αυτός, δε βγάζει νόημα.
Ταυτόχρονα, όμως, βγάζει απόλυτο νόημα και ναι, είμαι σίγουρη πως είναι αυτός. Είμαι σίγουρη ακριβώς επειδή έκανε όλα αυτά τα πράγματα, επειδή βοήθησε και χάιδεψε και φρόντισε, ενώ δεν είχε κανέναν λόγο και καμία απολύτως ευθύνη να το κάνει. Οι περισσότεροι δε θα το έκαναν, γιατί να το κάνουν; Είμαστε μια σταγόνα μπογιάς σε ολόκληρο τον πίνακα του ανθρώπινου πόνου. Είναι αδύνατο να παρατηρήσει κανείς μόνο μια σταγόνα και, ακόμα κι αν το κάνει, θα είναι τότε αναγκασμένος να κοιτάξει και τις άλλες πιτσιλιές και θα αγανακτήσει και θα στρέψει αλλού το βλέμμα. Εκείνος, όμως, δεν αποστράφηκε από εμάς, έμεινε. Είναι δυνατό να το έκανε ακριβώς επειδή είχε ήδη αμαρτήσει; Επειδή το ένα έγκλημα θα ακύρωνε το άλλο και η ψυχή του θα σωζόταν; Σώθηκε; Όχι, όχι, δε λειτουργούν έτσι τα πράγματα, το να χτίζεις σπίτια δεν επαναφέρει αυτά που έκαψες. Αν όμως η αμαρτία του είναι ο λόγος που στάθηκε άγιος για εμάς, είναι στ’ αλήθεια τόσο κακό που αμάρτησε;
Ναι, Σόνια, αχ Σόνια, τρελάθηκες; Ξύπνα, σταμάτα να ακούς, σε επηρεάζει. Ναπολέοντες και φτώχεια και ανωτερότητα και άλλα τόσα και άντε πάλι απ’ την αρχή και… αχ, κάνε να πάψει. Πρέπει να τον σταματήσω, με μπερδεύει. Πόσο τον λυπάμαι, τι δυστυχία! Να σκοτώνεις και να μη γνωρίζεις καν γιατί, να αμαυρώνεις την ψυχή σου χωρίς λόγο και αιτία. Ας γνωρίζεις τουλάχιστον γιατί κάνεις ό,τι κάνεις, να έχεις ένα φανάρι στο σκοτάδι όταν τα αμαρτήματά σου σε καταπίνουν ζωντανό. Αν πρέπει να κλέβεις, να κλέβεις επειδή τα παιδιά σου πεινάνε. Αν πρέπει να πεις ψέματα, πες τα για να προστατεύσεις τον άλλο. Αν πρέπει να σκοτώσεις, σκότωσε τουλάχιστον για την πατρίδα ή την ελευθερία ή τη ζωή αυτών που ο θάνατος απειλεί να πάρει. Αν είναι… αν είναι να παραδώσεις το σώμα σου σε κάποιον – όχι, κάποιους, κάθε φορά και άλλους, με αδέξια, κρύα δάχτυλα – να το κάνεις για τ’ αδέλφια σου που δεν έχουν κουβέρτες να προφυλαχτούν από το κρύο. Αλλά το να σκοτώνεις, να σκοτώνεις τον άλλο και να σκοτώσεις και εσένα και να μη γνωρίζεις το γιατί; Πράγματι, ακόμα και μέσα στις πιο βαθιές χαράδρες της κολάσεως, δε θα υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα…