Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει προκαλέσει αναταραχές στον Δυτικό κόσμο, καθώς αναδεικνύει –για άλλη μια φορά– τη διαμάχη δύο υπερδυνάμεων: του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας. Μάλιστα, το γεγονός ότι ο πόλεμος λαμβάνει χώρα τόσο κοντά στην Ευρώπη έχει ως αποτέλεσμα την εμπλοκή πολλών ισχυρών κρατών, επιτείνοντας την ανησυχία των Ευρωπαίων πολιτών. Η ειρήνη, που ως Ευρώπη καταφέραμε να διατηρήσουμε για χρόνια μετά την φρίκη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, φαίνεται να εξασθενεί, αλλά αυτό το οποίο πολλοί το αντιλαμβάνονται ως πρωτόγνωρο είναι πραγματικότητα σε πολλές χώρες του κόσμου. Η ανθρωπιστική κρίση που έρχεται ως αποτέλεσμα των ένοπλων συγκρούσεων πρέπει να μας προβληματίζει και να μας ευαισθητοποιεί σχετικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν εκατομμύρια συνάνθρωποί μας στον υπόλοιπο κόσμο. Για τον λόγο αυτό, στη συνέχεια γίνεται μια προσπάθεια περίληψης των γεγονότων που οδήγησαν σε ένοπλες συγκρούσεις στις εξής χώρες: Μιανμάρ, Υεμένη, Αιθιοπία, Σομαλία, Συρία και Αφγανιστάν. Σκοπός αυτής της παρουσίασης είναι η ανάδειξη πολεμικών συρράξεων που λαμβάνουν χώρα σε περιοχές πιο απομακρυσμένες από τον Δυτικό κόσμο και η οποίες συνήθως δεν καλύπτονται επαρκώς από την ειδησεογραφία.
Από το 1948 μέχρι και σήμερα, στη Μιανμάρ παρατηρούνται έντονες συγκρούσεις και διαμαρτυρίες, που έχουν προκαλέσει τον θάνατο πάνω από 180.000 ανθρώπων. Από το 1948, η χώρα βρίσκεται σε στρατιωτικό καθεστώς, ενώ έχουν σημειωθεί πολλές προσπάθειες ανατροπής του με χιλιάδες νεκρούς. Το 1988, έκανε την εμφάνισή της η Aung San Suu Kyi με το κόμμα NLD (National League for Democracy) και αμέσως κέρδισε την υποστήριξη του λαού. Το 1990 έγιναν εκλογές με σκοπό την δημιουργία νέου Συντάγματος. Το κόμμα της Aung San Suu Kyi κέρδισε με μεγάλη πλειοψηφία αλλά η στρατιωτική χούντα αρνήθηκε το αποτέλεσμα και τοποθέτησε την πρόεδρο του κόμματος σε κατ’ οίκον περιορισμό, όπου και παρέμεινε για 15 χρόνια.
Το 2008 εκδόθηκε σύνταγμα από την στρατιωτική Χούντα και με μία σειρά μεταρρυθμίσεων απελευθερώθηκε μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατούμενων. Το σύνταγμα αυτό έδινε το ένα τέταρτο των θέσεων του Κοινοβουλίου στον στρατό και απαγόρευε την εκλογή της προέδρου του NLD ως πρωθυπουργού της χώρας. Πολλοί έκαναν λόγο για τη μεγάλη δύναμη του στρατού και δολοφονήθηκαν. Το 2015, το κόμμα της Aung San Suu Kyi βρήκε τρόπο να ανέβει στην εξουσία για άλλη μία φορά. Παρόλα αυτά, η βραβευμένη πλέον με Νόμπελ Ειρήνης έχασε τον θαυμασμό της από τον λαό, όταν υποστήριξε εν μέρει ορισμένες δράσεις του στρατού και πιο συγκεκριμένα των αποκαλούμενων Tatmadaw.
Aung San Suu Kyi
Χαρακτηριστικό της απανθρωπιάς των Tatmadaw είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τους Rohingya, μια μουσουλμανική μειονότητα στη Μιανμάρ. Ο έντονος θρησκευτικός χαρακτήρας των Tatmadaw, οι οποίοι είναι βουδιστές, αποτέλεσε την αιτία για τη διάπραξη δεκάδων εγκλημάτων κατά των Rohingya, όπως εκτελέσεις, βιασμοί, βασανιστήρια, αλλά και κατάργηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Στη Μιανμάρ βρίσκονται 400.000 Rohingya, πολλοί εκ των οποίων προσπαθούν να μεταναστεύσουν στο Μπαγκλαντές. Τα Ηνωμένα Έθνη έχουν χαρακτηρίσει τις πράξεις του στρατού εναντίον τους ως εκστρατεία γενοκτονίας.
Η NLD έμεινε στην εξουσία της Μιανμάρ μέχρι και τις εκλογές του 2020, όπου επικράτησε ξανά με συντριπτική πλειοψηφία. Τον Φεβρουάριο του 2021, διεπράχθη πραξικόπημα με επικεφαλής τον Στρατηγό Min Aung Hlaing, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε γίνει νόθευση των ψήφων. Οι αντιδράσεις του λαού της Μιανμάρ ήταν άμεσες και σε πολλές περιπτώσεις βίαιες.
Κινήματα εναντίον των Tatmadaw μετατράπηκαν σε ένοπλες συμπλοκές (Kachin Independence Army, Karen National Liberation Army, People's Defense Force) και από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021 σημειώθηκαν 11.000 θάνατοι, σύμφωνα με την ACLED.
Διαδηλωτές στη Μιανμάρ - Υψώνοντας τα τρία δάχτυλα οι Βιρμανοί δηλώνουν την εναντίωσή τους στο πραξικόπημα.
Ίσως η μεγαλύτερη ανθρωπιστική κρίση στον κόσμο λαμβάνει χώρα στην Υεμένη, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη. 24 από τα 29 εκατομμύρια των ανθρώπων εκεί (82%) αντιμετωπίζουν προβλήματα, όπως έλλειψη τροφής, πόσιμου νερού και φαρμάκων, σε καθημερινή βάση. Οι ένοπλες συγκρούσεις έχουν προκαλέσει τον θάνατο 377.000 ανθρώπων από το 2014 και αποτελούν μέρος του «Ψυχρού Πολέμου» ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και το Ιράν.
Από το 1990 μέχρι την άνοιξη του 2011 την εξουσία στην Υεμένη είχε ο Ali Abdullah Saleh. Η αλαζονική συμπεριφορά του είχε ως αποτέλεσμα την εξέγερση του λαού και, εν τέλει, την εξορία του Ali Abdullah Saleh στη Σαουδική Αραβία. Ο Τελευτείος, ωστόσο, από τη γειτονική χώρα, και με την υποστήριξή της, προσπάθησε να ξανανέβει στην εξουσία, κάτι στο οποίο ο λαός αντιστάθηκε. Οι Χούθι, μία σιιτική μουσουλμανική μειονότητα, βρήκαν τότε την ευκαιρία να επαναστατήσουν και, αρχικά με τη βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας, κατόρθωσαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα Σαναά και να αποκτήσουν τον έλεγχο της βόρειας Υεμένης.
Ενώ στην αρχή οι Χούθι αποτελούσαν κομμάτι του σχεδίου της Σαουδικής Αραβίας για έλεγχο της νέα κυβέρνησης της Υεμένης, τελικά αυτονομήθηκαν και στράφηκαν εναντίον αυτής και του Saleh, μετά από ζωντανή ανακοίνωση του τελευταίου, κατά την οποία δήλωσε δημοσίως την απόσπασή του από αυτούς. Δολοφονήθηκε δύο μέρες αργότερα.
Η Σαουδική Αραβία έχει κάνει πάνω από 19.000 επιθέσεις, μεταξύ άλλων βομβαρδισμούς σε νοσοκομεία και σχολεία, κατά της Υεμένης με χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έχει εμποδίσει ακόμα και την εισαγωγή βασικών αγαθών.
Παράλληλα, πιθανή στον πόλεμο είναι και η εμπλοκή του Ιράν, το οποίο υποστηρίζει τους Χούθι, καθώς εχθρεύεται τη Σαουδική Αραβία. Τεκμήριο αυτής της υποψίας αποτελεί μία τρομοκρατική επίθεση στην πρωτεύουσα των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, σύμμαχο της Σαουδικής Αραβίας, σε βυτία πετρελαίου, η οποία έλαβε χώρα το 2022. Την ευθύνη πήραν οι Χούθι, αλλά εντοπίστηκαν όπλα ιρανικής κατασκευής.
Ο λαός της Υεμένης, αντιμετωπίζει άθλιες συνθήκες διαβίωσης και, σύμφωνα με τα Ηνωμένα Έθνη, αμφότερες οι παρατάξεις έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου κατά του άμαχου πληθυσμού. Η κατάσταση στην Υεμένη έχει προκαλέσει τεράστια ανθρωπιστική κρίση και, παρά τη σημασία του σε διεθνές επίπεδο, ο πόλεμος εκεί έχει φτάσει σε σημείο να θεωρείται ξεχασμένος.
Από το 2018 επικρατεί πολιτική αναταραχή στην Αιθιοπία μεταξύ του κόμματος της επαρχίας του Tigray (TPLF: Tigray People’s Liberation Front) και της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης του Abiy Ahmed. Αυτή η μάχη για την εξουσία έχει εκδηλωθεί και με ένοπλες συγκρούσεις, οι οποίες έχουν επιφέρει τον θάνατο 600.000 ανθρώπων, κάνοντας τον εμφύλιο έναν από τους πιο αιματοβαμμένους των τελευταίων χρόνων, σύμφωνα με τους New York Times.
Abiy Ahmed
Πιο συγκεκριμένα, το 2018, ξεκίνησαν διαμαρτυρίες από τον λαό, σχετικά με την αυξημένη εξουσία που είχε αποκτήσει το κόμμα TPLF τα τελευταία 27 χρόνια. Πολλοί έκαναν λόγο για διαφθορά και απολυταρχία και οι εξεγέρσεις είχαν ως αποτέλεσμα την άνοδο του Abiy Ahmed στην θέση του Πρωθυπουργού. Ο Abiy Ahmed έκανε μία σειρά μεταρρυθμίσεων, μειώνοντας σε ένα βαθμό την εξουσία των τοπικών κυβερνήσεων και συνάπτοντας ειρήνη με την γειτονική Ερυθραία, κάτι που του χάρισε το Νόμπελ Ειρήνης το 2019.
Το 2020, το ξέσπασμα της πανδημίας είχε επιπτώσεις και στην πολιτική σκηνή της Αιθιοπίας. Οι εκλογές αναβλήθηκαν ύστερα από απόφαση του πρωθυπουργού, αλλά η διοίκηση του Tigray επέλεξε να τις διεξαγάγει παρακούοντας την οδηγία από την πρωτεύουσα. Ο Abiy Ahmed, κατά συνέπεια, έστειλε στρατεύματα στο Tigray, που αρχικά φαινόταν πως κατάφεραν να επικρατήσουν. Η TPLF, παρ’ όλα αυτά, κατόρθωσε να πάρει την εξουσία ξανά, όχι μόνο στην επαρχία της, αλλά και σε δύο γειτονικές. Η Ερυθραία συμμετείχε στον πόλεμο στο πλευρό του Abiy Ahmed, αλλά αργότερα εμφανίστηκε και άλλη μία οργάνωση υπέρ της TPLF, η OLA (Oromo Liberation Army).
Η ανθρωπιστική κρίση που ήρθε ως συνέπεια του εμφυλίου πολέμου είναι τεράστιων διαστάσεων. Γίνεται λόγος για βιασμούς και εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια των ενόπλων συγκρούσεων. Ο βιασμός χρησιμοποιήθηκε και από τις δύο πλευρές ως όπλο και, σύμφωνα με το στέλεχος του ΟΗΕ, Pramilla Paten, ήταν πολλές οι περιπτώσεις στις οποίες η σεξουαλική επαφή γινόταν αντικείμενο ανταλλαγής για αγαθά πρώτης ανάγκης.
Από το Νοέμβριο του 2022 έχει συμφωνηθεί ειρήνη ανάμεσα στην TPLF και την κυβέρνηση του Abiy Ahmed και μόλις πριν μερικές μέρες ο πρωθυπουργός συναντήθηκε με ηγέτες του Tigray προκειμένου να συζητήσουν από κοινού τις επόμενες κινήσεις τους για τη βελτίωση της ζωής στην Αιθιοπία.
Τα έτη 1977-78, ο πόλεμος του Ogaden (όνομα πεδιάδας) ξέσπασε ανάμεσα στην Αιθιοπία και τη Σομαλία, με τις δύο χώρες να γίνονται πιόνια των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Η σύγκρουση αυτή έληξε με ήττα της Σομαλίας και προκάλεσε τον θάνατο του 1/3 του στρατού της, καθώς και την κατάρρευση της οικονομίας της. Η χώρα αντιμετώπιζε, επίσης, προσφυγικό ζήτημα και λιμό.
Ο πόλεμος του Ogaden
Ο πρωθυπουργός της Σομαλίας, Siad Barre, αντιμετώπισε την κατάσταση συγκεντρώνοντας την εξουσία στο άτομό του και εφαρμόζοντας απολυταρχικές μεταρρυθμίσεις. Κατά συνέπεια, έκαναν την εμφάνισή τους πολλές επαναστατικές ομάδες, που είχαν σκοπό την ανατροπή του δικτατορικού πια πολιτεύματος. Ο Barre υιοθέτησε μία πολιτική ενάντια σε αυτές τις ομάδες, η οποία κατέληξε σε βομβαρδισμό τριών πόλεων και στη γενοκτονία των Isaaq, περισσότερων από 50 χιλιάδων ανθρώπων.
Η δικτατορία του Barre έληξε το 1991 με τον τελευταίο να εγκαταλείπει την πρωτεύουσα, το Mogadishu. Στη Σομαλία επικρατεί από τότε αναρχία και η χώρα έχει μετατραπεί σε πεδίο μάχης για τρομοκρατικές οργανώσεις (Al Qaeda, Al Shabaab) και διάφορες άλλες οπλισμένες ομάδες με στόχο την επικράτηση. Μέχρι και σήμερα γίνονται ανταλλαγές πυρών και επικρατούν αναταραχές.
Το 2004 δημιουργήθηκε μεταβατική κυβέρνηση και το 2012 ιδρύθηκε το εθνικό κοινοβούλιο της χώρας. Μέχρι και το 2022 οι εκλογές πραγματοποιούνταν από μία ειδική επιτροπή, η οποία επέλεγε τα κόμματα, και όχι από τον λαό της Σομαλίας. Το 2022 έγιναν οι πρώτες εκλογές με συμμετοχή του λαού, μετά από μεγάλες αναβολές και εκτεταμένες προσπάθειες, εξαιτίας πολλών επιθέσεων κατά των εκλογών, αλλά και λόγω της ασταθούς πολιτικής σκηνής.
Άλλη μία ανθρωπιστική κρίση προκύπτει στο κέρας της Αφρικής και τη γύρω περιοχή, καθώς η πείνα μαστίζει τον πληθυσμό. Γίνονται προσπάθειες από τα Ηνωμένα Έθνη και άλλες διεθνείς οργανώσεις, αλλά η κατάσταση παραμένει κρίσιμη για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.
Εκατομμύρια Σύριοι έχουν αναγκαστεί να αφήσουν την πατρίδα τους και να καταφύγουν ως πρόσφυγες σε γειτονικές χώρες προσπαθώντας να σώσουν τις ζωές τους. Το μέγεθος αυτού του προβλήματος είναι ιδιαίτερα αισθητό εδώ στην Ελλάδα, καθώς εκτιμάται ότι πάνω από 50 χιλιάδες άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει εδώ, πόσο μάλλον σε χώρες όπως η Τουρκία και ο Λίβανος, όπου ο αριθμός των προσφύγων φτάνει να αποτιμάται σε εκατομμύρια.
Από την Άνοιξη του 2011 στη Συρία επικρατούν αναταραχές. Τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, οι πολίτες της χώρας εξεγέρθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν για την απολυταρχική κυβέρνηση, αρχηγός της οποίας ήταν ο Hafez al-Assad μέχρι το 2000, με τον γιο του, Bashar al-Assad, να κληρονομεί πρακτικά το αξίωμα, παρά τις υποσχέσεις του πατέρα του. Οι διαδηλώσεις του Συριακού λαού αντιμετωπίστηκαν βίαια από τον Bashar al-Assad και η χώρα οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο.
Οι επαναστάτες συνέχισαν τον αγώνα με τα όπλα, με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτείων, της Τουρκίας και άλλων χωρών, ενώ ο στρατός της Συρίας έλαβε βοήθεια από τη Ρωσία και το Ιράν. Οι διαμάχες έδωσαν την ευκαιρία στους Κούρδους της Συρίας και του Ιράκ (Ροζάβα) να εμπλακούν, με στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Επιπροσθέτως, οργανώσεις όπως ο ISIS και η Al-Nusra βρήκαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από τον εμφύλιο πόλεμο ώστε να αποκτήσουν περισσότερο έλεγχο, χειροτερεύοντας ταυτόχρονα την κατάσταση.
Η δικτατορία του Bashar al-Assad έχει διαπράξει πολλά εγκλήματα πολέμου και έχει προκαλέσει άμεσα τον θάνατο χιλιάδων πολιτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της φρίκης του Συριακού εμφυλίου αποτελεί η επίθεση στη Γούτα (κοντά στη Δαμασκό) τον Αύγουστο του 2013, η οποία έγινε με χρήση χημικών όπλων και κόστισε τις ζωές περίπου χιλίων αθώων ανθρώπων – ανάμεσά τους και παιδιά. Για να αποφευχθεί η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, η κυβέρνηση της Συρίας συμφώνησε να αποδεχτεί τη Διεθνή Σύμβαση για την κατάργηση χημικών όπλων. Τον Απρίλιο του 2017 και του 2018 άλλες δύο επιθέσεις χημικών όπλων έχουν αποδοθεί στον Συριακό στρατό, στις οποίες χώρες μέλη του ΝΑΤΟ έχουν αντιδράσει με την αποστολή πυραύλων.
Σύμφωνα με το GCR2P (Global Center with the Responsibility to Protect), ο αριθμός των νεκρών ανέρχεται στους 580.000, ενώ αυτοί που έχουν εκτοπιστεί φτάνουν τα 13 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 6,7 είναι πρόσφυγες. Εκτιμάται ότι 14,6 εκατομμύρια έχουν ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας και 12 εκατομμύρια έχουν έλλειψη τροφής. 90% του πληθυσμού ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και ο πληθωρισμός είναι στα ύψη. Η κατάσταση είναι δύσκολη για τη χώρα και είναι ξεκάθαρο πως οι προσπάθειες που γίνονται από διεθνείς οργανισμούς δεν είναι αρκετές για να καλύψουν τις πολυάριθμες ανάγκες.
Η χώρα του Αφγανιστάν βρίσκεται σε συνεχή κρίση με την εξουσία να αλλάζει χέρια διαρκώς και τις ΗΠΑ κυρίως, αλλά και την πρώην Σοβιετική Ένωση, να επηρεάζουν σταθερά την πολιτική σκηνή.
Την δεκαετία του 1980 ένα κομμουνιστικό κόμμα ανέβηκε στην εξουσία με την βοήθεια των Σοβιετικών και προκάλεσε την αντίδραση των Αφγανών Mujahideen, οι οποίοι συσπειρώθηκαν κυρίως στις αγροτικές περιοχές, αφού την εξουσία στα τέσσερα κύρια αστικά κέντρα είχε η Σοβιετική Ένωση. Οι Αμερικάνοι, έχοντας χάσει τον πόλεμο του Βιετνάμ, βρήκαν ευκαιρία να «κοντράρουν» τον αιώνιο εχθρό τους υποστηρίζοντας τους Mujahideen μαζί με την Ινδία, το Ιράν, το Πακιστάν και τη Σαουδική Αραβία.
Το 1989, η Σοβιετική Ένωση απέσυρε τις δυνάμεις της από τη χώρα και η κομμουνιστική κυβέρνηση κατέρρευσε τρία χρόνια μετά. Στη χώρα ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των διαφορετικών Mujahideen και μία νέα ομάδα αναδείχθηκε, προερχόμενη από τη μεγαλύτερη εθνική ομάδα του Αφγανιστάν (Pashtun), οι Taliban.
Χάρη στην εθνότητά τους και την πρώιμη υποστήριξη από το γειτονικό Πακιστάν, κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο του νότιου μισού της χώρας. Επίσης, ωφελούνταν από το παράνομο εμπόριο όπιου και τη φορολογία στους μεγάλους δρόμους της χώρας.
Το Πακιστάν προσέφερε μεγάλη βοήθεια στους Taliban και το 1996 πήραν τον έλεγχο της πρωτεύουσας, Kaboul, και άπειροι σε ό,τι αφορά την εξουσία καθώς ήταν, εφάρμοσαν αυστηρά μέτρα και έθεσαν ως βάση τη φανατική θρησκευτική ιδεολογία που είχαν αναπτύξει για το Ισλάμ. Ο τρόπος με τον οποίο κυβερνούσαν τη χώρα ήταν απόλυτα καταπιεστικός προς τον πληθυσμό. Οι γυναίκες αντιμετώπισαν μεγαλύτερη καταπίεση και αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τα αυστηρά μέτρα των Taliban. Σύμφωνα με τον νόμο απαγορευόταν να λάβουν εκπαίδευση ή να φύγουν από το σπίτι χωρίς ανδρική συνοδεία.
Η τρομοκρατική επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, γνωστό και ως Δίδυμοι Πύργοι στις 11 Σεπτεμβρίου άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο η Δύση έβλεπε τους Taliban και την εξουσία τους στο Αφγανιστάν. Η Al-Qaeda ήταν σύμμαχός τους και, καθώς η επίθεση αποδόθηκε στη συγκεκριμένη οργάνωση, η Αμερικάνικη κυβέρνηση απαίτησε από τους Taliban την παράδοση του αρχηγού της, Osama Bin Laden, ο οποίος διέμενε στο Αφγανιστάν. Οι Taliban αρνήθηκαν να τον παραδώσουν και κατά συνέπεια οι ΗΠΑ επιτέθηκαν και κατέλαβαν την Kabul μέσα σε 3 μήνες.
Ενώ ο Bin Laden κατόρθωσε να διαφύγει στο Πακιστάν, οι Αμερικάνοι συνέχισαν την προσπάθεια εξουδετέρωσης των Taliban κυνηγώντας τους στις αγροτικές περιοχές, όπου και κατέφυγαν. Η παρουσία του αμερικάνικου στρατού και οι βομβαρδισμοί, που έκαναν με σκοπό την εκπλήρωση του στόχου τους, αποδείχτηκαν αναποτελεσματικές μέθοδοι, καθώς όλο και περισσότεροι στέκονταν με το μέρος των Taliban. Ο πόλεμος του Ιράκ είχε επίσης ως αποτέλσμα τη μείωση των χρηματοδοτήσεων για τις ανάγκες του στρατού στο Αφγανιστάν, οπότε η αμερικάνικη δύναμη εξασθενούσε, μέχρι που το 2021 ο στρατός αποσύρθηκε τελείως από τη χώρα.
Οι Taliban, λίγες μέρες μετά την απομάκρυνση του αμερικάνικου στρατού, πήραν τον έλεγχο και, παρά τις υποσχέσεις για εξίσωση των δικαιωμάτων μεταξύ των φύλων και για άλλες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, ακολούθησαν παρόμοια πολιτική με αυτή του 1996, δημιουργώντας νέα προβλήματα.
Αφγανοί προσπαθούν να φύγουν από τη χώρα.
Από το 2010 στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική ξέσπασε ένα κύμα διαδηλώσεων, το οποίο αποσκοπούσε στην ανατροπή των δικτατορικών καθεστώτων σε πολλές από αυτές τις χώρες. Έχοντας ξεκινήσει από την Τυνησία, η “Αραβική Άνοιξη” –όπως ονομάστηκε– εξαπλώθηκε σε πολλές γειτονικές χώρες.
Σε πολλές περιπτώσεις, η αντίδραση του λαού και ο αγώνας του για δημοκρατία προκαλούν το ξέσπασμα ένοπλων συγκρούσεων ανάμεσα στο καθεστώς και στους επαναστάτες. Έχοντας γνωρίσει τον τρόπο ζωής και διοίκησης άλλων κοινωνιών, ο καταπιεσμένος λαός επιδιώκει τη δημοκρατία και την ελευθερία και, όταν τα καθεστώτα απαντάνε με αιματοχυσία στις αρχικά ειρηνικές διαδηλώσεις, η κατάσταση κλιμακώνεται. Χώρες όπως η Μιανμάρ, η Συρία, η Σομαλία και η Υεμένη αποτελούν κατεξοχήν παραδείγματα.
Η εμπλοκή των μεγάλων δυνάμεων, κυρίως των ΗΠΑ και της Ρωσίας (πρώην Σοβιετική Ένωση) συχνά χειροτερεύει τις διαμάχες, καθώς οι δύο δυνάμεις, με σκοπό να συγκρουστούν και να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή και δύναμη η μία από την άλλη, επιλέγουν μία αντιμαχόμενη πλευρά και την υποστηρίζουν, εντείνοντας τη διάρκεια του πολέμου και συγχρόνως αυξάνοντας τις απώλειες.
Δεν βρίσκουν, όμως, μόνο οι μεγάλες δυνάμεις ευκαιρία να εμπλακούν και να αποκτήσουν ισχύ: τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η Al-Qaeda, η Al-Shabaab, η Al-Nusra και το IS (Islamic State) συμμετέχουν στους πολέμους, κυρίως της Μέσης Ανατολής, προσπαθώντας να αποκτήσουν εξουσία.
Ο ανθρωπιστικός παράγοντας είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικός, καθώς οι κρίσεις που προκύπτουν εξαιτίας των ένοπλων συγκρούσεων είναι καταστροφικές για το ανθρώπινο γένος. Σε καταστάσεις πολέμου και αναρχίας λαμβάνουν χώρα απάνθρωπες ενέργειες και συχνά γίνεται λόγος για εγκλήματα πολέμου που συνιστούν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.