Μια ιστορία μέσα από τους στίχους του Γ. Σεφέρη...
Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγύριζαν ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θα ‘χε βρέξει πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα. (Γ. Σεφέρης, Έγκωμη) Το κρύο ήταν ακόμα τσουχτερό και η υγρασία έκανε τα κόκαλα του νεαρού Άβελ να πονούν. Η σιωπηλή, όμως, προσμονή της άνθισης και του ηλίου έκαναν τις μέρες να περνούν γρηγορότερα. Περνούσε τις ώρες του φροντίζοντας το κτήμα του πατέρα του. Καλλιεργούσε το χωράφι και τάιζε τα ζώα, τα οποία αγαπούσε πολύ. Αφιέρωνε τον ελεύθερο χρόνο του στην ανάγνωση βιβλίων και, ιδιαίτερα, θρησκευτικών κειμένων. Δεν πίστευε στον Θεό αυτόν καθ’ εαυτόν, αλλά περισσότερο σε μια ανώτερη, πανταχού παρούσα ύπαρξη, που τον καθοδηγούσε στη ζωή του. Συχνά αναρωτιόταν ποια είναι η διαφορά μεταξύ του κακού και του καλού και πώς τόσοι άνθρωποι, όπως ο μεγάλος του αδερφός, αδυνατούν να καθορίσουν τα όρια αυτά.
Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας. Είδε τις φλέβες των ανθρώπων σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια· προσπάθησε να το τρυπήσει. (Γ. Σεφέρης, Ευριπίδης, Αθηναίος) Μικρός δεν ήταν ποτέ φρόνιμος, αλλά ούτε κακός. Όλοι βαθιά μέσα τους τον αγαπούσαν, ακόμα κι αν δεν το έδειχναν. Το ίδιο και εγώ. Και τώρα που δεν είναι πλέον κοντά, αισθάνομαι πως έπρεπε να του δείξω πόσο τον αγαπώ. Όλα άρχισαν όταν ήταν 17 και εγώ 14. Στην περίπλοκη αυτή ηλικία άρχισε να απομακρύνεται. Έλειπε για πολλές ώρες μέσα στη μέρα, δε βοηθούσε καθόλου τον πατέρα μας στις δουλειές του κτήματος. Γυρνούσε αργά το βράδυ, κάποιες φορές μεθυσμένος, άλλες χτυπημένος και τρύπωνε ήσυχα-ήσυχα στο κρεβάτι για να μην τον ακούσουμε. Το πρωί έκανε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Αυτό γινόταν για μήνες, ώσπου κάποτε ο πατέρας μας αρρώστησε βαριά.
Mιλούσες για πράγματα που δεν τά 'βλεπαν κι αυτοί γελούσαν. (Γ. Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι Θ’) Και ενώ ο πατέρας, ο Αδάμ, βρισκόταν στο νεκροκρέβατό του, ένιωσε ξαφνικά μια ταραχή! Καθόμουν δίπλα του και το είδα. Ένας τρόμος, μια θολούρα στα μάτια! Για μια στιγμή άρχισε να τρέμει ολόκληρος. «Ω γιέ μου, συμφορά! Κι άλλο κακό θα μπει στο σπίτι μας!» Και εκείνη την στιγμή μπήκαν στο δωμάτιο οι δύο αδελφοί μου, ο μεγαλύτερος, ο Κάιν, και ο αμέσως μικρότερος, ο Άβελ. Ο πατέρας τούς κάθισε κάτω δίπλα σ’ εμένα και είπε. «Είμαι ανόητος ή μήπως όχι; Δεν ξέρω. Δεν ξέρω αν μετανιώνω το λάθος που έκανα αλλά σας λέω αυτό. Να είστε αγαπημένοι! Να είστε ενωμένοι! Είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον κόσμο που δίνουμε το αίμα μας και την αντοχή μας καθημερινά! Σκοτάδι αισθάνομαι στο μέλλον σας! Ας βοηθήσει ο Θεός, αν έχει την καλοσύνη να με βοηθάει ακόμα, να γλυτώσουμε και αυτό. Δεν ξέρω τι σου συμβαίνει Άβελ, αλλά συγκρατήσου! Τώρα σε χρειάζονται όλοι πιο πολύ από ποτέ. Να είστε ενωμένοι…» Και καθώς μίλαγε η φωνή του έσβηνε και στη τελευταία φράση του ένα δάκρυ κύλησε στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό του και μετά είχε ένα βλέμμα αχανές, τρομαγμένο. Έφυγε…
Άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς ένιωσες τον πόνο του παλικαριού και το βογκητό της γυναίκας. (Γ. Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι Θ’) Αυτή η εικόνα είναι ακόμη καρφωμένη στο μυαλό μου και δε λέει να φύγει. Πώς μπορεί να φύγει; Πώς μπορεί να ξεπεραστεί τέτοιος πόνος; Χάσαμε τον μοναδικό άνθρωπο που μας αγαπούσε γι’ αυτό που ήμασταν, που μας προστάτευε όταν δεν μπορούσαμε να προστατέψουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Από τότε τίποτα δεν είναι πλέον το ίδιο. Όλοι στην οικογένεια μοιάζουμε χαμένοι, σαν να οδεύουμε από μόνοι μας σε αυτό το σκοτεινό μέλλον που έλεγε ο πατέρας. Είμαστε πια παραδομένοι στη μοίρα και όλο αυτό το κύμα συναισθημάτων δε μας αφήνει να βγούμε από τον φαύλο κύκλο. Η κάθε ημέρα είναι πλέον μια διαρκής επανάληψη, γεμάτη σκοτάδι, γεμάτη θλίψη. Και θυμώνω, θυμώνω πολύ, γιατί ο πατέρας μας εγκατέλειψε και έγιναν όλα αυτά… Από την άλλη, όμως, πονάω γιατί δεν είμαστε ενωμένοι χωρίς αυτόν. Αυτός ήταν το σπίτι μας, το σημείο αναφοράς μας, ο συνδετικός κρίκος. Και τώρα εμείς; Εμείς είμαστε απλά τα σκόρπια απομεινάρια που βρέθηκαν μετά το ναυάγιο…
Αλλά το φύλλο της μοίρας τώρα το γυρίσαμε και μας γνωρίσατε και σας γνωρίσαμε. (Γ. Σεφέρης, Τριζόνια) Και τις ιστορίες μας μάλλον τις ξέρετε, όπως άλλοτε γνωρίζετε κι όλων των ανθρώπων. Όλοι ιστορίες δεν είμαστε εξάλλου; Ο Άβελ στο γρασίδι με μελανιές κάτω από τα μάτια, ο Κάιν με γροθιές σφιχτές και ήθος αυστηρό, λες και ήξερε όλα τα πράγματα που γνώριζα πως δε γνωρίζει, κι εγώ… εγώ δεν έχω σημασία, εγώ λέω την ιστορία. Είμαι ένα παράθυρο, τίποτα άλλο, κι ας έχει το γυαλί ραγίσει. Είμαι μια ανάμνηση. Ίσως όχι και τόσο καλή ανάμνηση, θολή. Γιατί εγώ θυμάμαι τις αγκαλιές του Άβελ, όχι τις φωνές του, και το γέλιο του Κάιν αντί για τον θυμό του. Θυμάμαι τον πατέρα μου ευτυχισμένο, με κάλους στις παλάμες και χώμα στο πρόσωπο και μάτια που κοιτούσαν εμάς και τη μητέρα μου λες και ήμασταν τα μόνα πράγματα στον κόσμο με αξία. Δε θυμάμαι τα πανικόβλητα χέρια του να αρπάζουν την μπλούζα μου και το αίμα που έφτυνε στα σεντόνια. Δε θέλω να θυμάμαι. Μας αγαπούσε, αυτό κρατάω. Μας αγαπούσε όλους το ίδιο. Όχι, δεν αγαπούσε τον Άβελ περισσότερο, παρά τα παραπτώματά του. Όχι, δε ζήλευε ο Κάιν, δεν αισθάνθηκε αδικημένος ή μόνος ή εκδικητικός. Η ιστορία μας δεν έχει άλλο πόνο, δεν έχει άλλο θάνατο, όχι. Ο πατέρας μας αγαπούσε όλους, μας άφησε ενωμένους κι έτσι μείναμε. Μαζί. Έτσι θέλω να το θυμάμαι.
Παλιέ μου φίλε συλλογίσου σιγά-σιγά θα συνηθίσεις. (Γ. Σεφέρης, Ο γυρισμός του ξενιτεμένου) Αυτό ψιθυρίζω τώρα στον εαυτό μου κάθε βράδυ πριν πέσω να κοιμηθώ. Αυτό είναι που λέω στο παιδί που υπάρχει ακόμα βαθιά μέσα μου, στο παιδί που γύρω του δεν έβλεπε τίποτα παρά μόνο αγάπη. Πολλές ιστορίες μπορεί να έχουν δυσάρεστο τέλος και αυτό όλους τους ανθρώπους τους πονάει. Πολλές φορές πονάει και εμάς, τους απλούς αφηγητές, που δεν είμαστε ήρωες σε ιστορίες με δράκους, δεν είμαστε θύματα που περιμένουν να σωθούν, ούτε κακοί που φοβούνται ότι θα τιμωρηθούν… Είμαστε απλοί αφηγητές από την αρχή της ιστορίας ως το τέλος. Συχνά οι ακροατές μας ξεχνούν ότι έχουμε και εμείς συναισθήματα… Για την ακρίβεια το ξεχνούν τόσο συχνά που καταλήγουνε να το ξεχάσουμε και εμείς. Είναι εύκολο για μένα να παραμένω ένας απλός αφηγητής. Ξέρετε… Δε βαραίνει την ψυχή μου, γιατί ως αφηγητής όντως δε στεναχωριέμαι, όντως είμαι αρκετά ώριμος, ώστε να κρατήσω στον νου μου μόνο τις όμορφες στιγμές. Ως άνθρωπος όμως… Ως γιος και αδερφός, ως το μικρό παιδί που μόνο εγώ συναντώ όταν πέφτω στο κρεβάτι μου… Δεν είμαι τόσο δυνατός. Αυτά σας τα λέω τώρα, γιατί καμιά φορά πρέπει να θυμίζω στον εαυτό μου ότι μπορώ και εγώ να αποδέχομαι τα συναισθήματα που μου δώρισε ο Θεός… Μπορώ κι εγώ να γίνομαι πού και πού το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας. Όμως μην ανησυχείτε… Από αύριο, θα είμαι πάλι αφηγητής… Ο αφηγητής που παραμένει σιωπηλός, γιατί φοβάται ότι αν κάνει θόρυβο θα ταράξει τη ζωή των ηρώων της ιστορίας του.