Όπως γνωρίζουμε όλοι μας, ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της Ελλάδας και της παράδοσής της είναι οι ελιές και το ελαιόλαδό της. Όλοι οι άλλοι πολιτισμοί γνωρίζουν μόνο ορισμένες βασικές πληροφορίες για τα προϊόντα και τα τοπία μας, ανάμεσα στις οποίες είναι και το λάδι. Πράγματι, το λάδι έχει ιδιαίτερη σημασία για τους Έλληνες. Αφού και ο μύθος της ίδρυσης της Αθήνας παρουσιάζει την θεά Αθηνά να κερδίζει την τιμή της ονομασίας της πόλης προσφέροντας μια ταπεινή ελιά στους κατοίκους της πόλης, ενώ ο Ποσειδώνας προσπάθησε να σαγηνεύσει τους Αθηναίους με συντριβάνια και άλλα φανταχτερά σχέδια.
Ένα τόσο σημαντικό προϊόν για την χώρα μας, είναι φυσικό να καλλιεργείται σε άφθονες ποσότητες. Στην ελληνική γη κατοικούν περίπου 132 εκατομμύρια ελιές σε 10 εκατομμύρια στρέμματα, οι οποίες παράγουν περίπου 300.000 τόνους ελαιόλαδο κάθε χρόνο.
Ο λόγος για τον οποίο η παραγωγή λαδιού είναι τόσο μεγάλη είναι επειδή αποτελεί και μια από τις κυριότερες πηγές εσόδων για την χώρα. Έχει εκτιμηθεί ότι η παραγωγή ελαιόλαδου μπορεί να προσφέρει περισσότερο από ένα δισεκατομμύριο ευρώ στα έσοδα της χώρας ετησίως. Επειδή η Ελλάδα δεν ανέπτυξε ποτέ ουσιαστικά τον τεχνολογικό τομέα, πάντοτε επιζούσε εκμεταλλευόμενη την εύφορη γη της, που ευνοείται και από το ποικιλόμορφο και κατάλληλο κλίμα της, αλλά και τα πανέμορφα τοπία της, με τη μορφή του τουρισμού. Και σε αυτόν τον τομέα το ελαιόλαδο παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, καθώς πολλοί ευρωπαίοι που έρχονται για τις διακοπές τους στην χώρα μας, καθώς και Έλληνες που επισκέπτονται τα χωριά τους, βρίσκουν ευκαιρία να αγοράσουν το φημισμένο παρθένο ελαιόλαδο άμεσα από την πηγή του, στην ίδια τη γη όπου φύτρωσαν οι ελιές. Από την ελαιοπαραγωγή συντηρούνται σχεδόν 600.000 ελληνικές οικογέννειες.
Ειδικότερα, τον τίτλο «εξαιρετικά παρθένο» ελαιόλαδο, τον κέρδισε με την αξία του, που το ξεχώρισε από όλα τα άλλα. Αυτή η διάκριση του λαδιού εξαρτάται από την οξύτητα του προϊόντος και χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την ποιότητά του. Ως οξύτητα, εννοούμε την συγκέντρωση των λιπαρών οξέων τα οποία δεν συμμετέχουν στην σύσταση των τρι-γλυκεριδίων, που έιναι χημικές ενώσεις απαραίτητες για την σύνθεση λαδιού. Άρα όσο πιο οξύ είναι το διάλυμα, τόσο λιγότερο θεωρείται «λάδι». Σύμφωνα με την νομοθεσία, ο επίσημος κανονισμός για την ονομασία του λαδιού είναι ότι «παρθένο» θεωρείται το λάδι του οποίου η οξύτητα κυμαίνεται ανάμεσα στο 0.8% και το 2%, ενώ «εξαιρετικά παρθένο» χαρακτηρίζεται μόνο αν η οξύτητά του είναι κατώτερη του 0,8%. Όσα λάδια ξεπερνούν σε οξύτητα το 2%, δεν καταναλώνονται εκτός και αν υποστούν ειδική επεξεργασία. Στην Ελλάδα, το 80% του λαδιού θεωρείται εξαιρετικά παρθένο άριστης ποιότητας.
Επιπλέον, το ελληνικό ελαιόλαδο έχει κερδίσει και την ένδειξη ΠΟΠ. Η σημείωση ΠΟΠ σημαίνει Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης, και ενημερώνει τον καταναλωτή ότι το συγκεκριμένο προϊόν παράγεται σε μια γεωγραφική περιοχή, έναν χώρο υπό τις καλύτερες συνθήκες λόγω του κλίματος και των ιδιαίτερων συνθηκών που είναι απόλυτα ευνοϊκές για να φτάσει το προϊόν στην καλύτερή του μορφή. Δηλώνει ότι αυτό το προϊόν καλλιεργείται στην πιο άριστη εκδοχή του μόνο σε εκείνη την περιοχή. Άρα, το λάδι είναι ιδιαίτερα καλό στην ελληνική γη. Άλλα ελληνικά προϊόντα ΠΟΠ είναι η μαστίχα Χίου, το κατίκι Δομοκού και το κρητικό παξιμάδι.
Και σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα ξεχωρίζει για το λάδι της. Είναι γνωστό ότι οι Μεσογειακές κυρίως χώρες παράγουν τα προϊόντα, τα οποία αποτελούν και την αντίστοιχη μεσογειακή δίαιτα, η οποία θεωρείται και η πιο ισορροπημένη λόγω των φρέσκων τροφών που είναι πλούσιες σε όλες τις θρεπτικές ουσίες απαραίτητες για την διατήρησης της υγείας του ανθρώπου. Αλλά φαίνεται ότι αυτή η λατρεία για το λάδι έχει εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη. Η Ιταλία και η Ισπανία μαζί με την Ελλάδα είναι οι μεγαλύτεροι καταναλωτές λαδιού, αλλά βέβαια ανάμεσα σε αυτές, πάλι η Ελλάδα ξεχωρίζει, υπολογίζοντας σχεδόν 12 κιλά λάδι για κάθε άτομο κάθε χρόνο. Συνολικά, η ΕΕ παράγει το 67% παγκοσμίως, ενώ καταναλώνει το 53%. Το 2016 θεωρήθηκε δραματικά μικρή η παραγωγή, με μόνο 220.000 τόνους να εξάγονται, ενώ στην Τουρκία αυτό θεωρείται μια φυσιολογική ίσως και μεγάλη ποσότητα. Οι περοσσότερες χώρες επίσης εισάγουν το ελαιόλαδό τους από Έλληνες παραγωγούς, με πρώτη την Γερμανία, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το μισό από την συνολική ποσότητα που εισάγει ολόκληρη η Ευρώπη. Ακολουθούν η Αγγλία, η Αυστρία και το Βέλγιο.
Γενικότερα, πάντοτε το ελληνικό λάδι θα μένει ασύγκριτο σε σχέση με όλα τα άλλα, καθώς είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την παράδοση, τον τόπο και τον αρχαίο πολιτισμό τη χώρας μας. Άλλωστε, από την αρχαιότητα γνωστά ήταν τα αγγεία τα οποία χρησιμοποιούνταν για να αποθηκεύουν οι πρόγονοί μας το ελαιόλαδο. Συνεπώς, η Ελλάδα πάντα θα προσφέρει στην Ευρώπη το λάδι της.