ΜΑΡΤΥΡΑΣ
Β2΄
1. ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ από το λεξικό αρχαίας ελληνικής του Γυμνασίου :
μαρτυρέω -ῶ ΡΗΜΑ
δίνω μαρτυρία, διαβεβαιώνω για κάτι: ὡς μαρτυροῦσιν οἱ παλαιοί = όπως μας βεβαιώνουν οι παλιοί.
παθ. φωνή απρόσωπο μαρτυρεῖται υπάρχει η μαρτυρία, η διαβεβαίωση: περὶ τούτων μὲν ἀκηκόατε καὶ μεμαρτύρηται ὑμῖν = σχετικά με αυτά ακούσατε και σας έχει δοθεί η διαβεβαίωση.
family παράγ. μαρτύρημα, μαρτυρία, μαρτύριον, σύνθ. ψευδόμαρτυς, ἐπιμαρτύρομαι.
μαρτυρία, -ας, ἡ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
κατάθεση μάρτυρα, μαρτυρία: ὁ δ' εἰς μαρτυρίαν κληθείς, μὴ ἀπαντῶν δὲ τῷ καλεσαμένῳ, ὑπόδικος ἔστω = και αυτός που τον κάλεσαν να καταθέσει, αν δεν παρουσιαστεί σ' αυτόν που τον κάλεσε, να θεωρείται ένοχος.
μαρτύριον, -ου, τὸ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ
μαρτυρία, απόδειξη: μαρτύριον δὲ τούτου... = και απόδειξη αυτού του ισχυρισμού...
μαρτύρομαι ΡΗΜΑ
1. επικαλούμαι τη μαρτυρία (κάποιου): μαρτύρομαι θεούς = καλώ ως μάρτυρες τους θεούς.
2. υποστηρίζω, ισχυρίζομαι: μαρτυρόμεθα ὅτι προδιδόμεθα ὑφ' ὑμῶν Δωριεῖς Δωριέων = υποστηρίζουμε ότι εγκαταλειπόμαστε εμείς οι Δωριείς από σας τους Δωριείς.
[μάρτυς, μάρτυρ-ος + παρ. επίθ. -ομαι].
μάρτυρας.
παράγ. μαρτυρέω -ῶ, μαρτύρομαι.
ΜΑΡΤΥΡΑΣ (ΣΤΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΠΥΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΚΟΙΝΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ).
μάρτυρας 1 ο [mártiras] Ο5 :
1. αυτός που είδε, άκουσε ή γενικά γνώρισε ένα γεγονός, έτσι ώστε να μπορεί να δώσει πληροφορίες γι΄ αυτό.
2. πρόσωπο που καταθέτει σε δικαστήριο για ορισμένη υπόθεση.
[λόγ. < αρχ. μάρτυς, αιτ. -υρα]
μάρτυρας 2 ο : 1. επίσημος εκκλησιαστικός χαρακτηρισμός χριστιανού που έχει υποστεί μαρτυρικό θάνατο, επειδή αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές. 2. αυτός που έχει υποστεί μαρτύρια και ιδίως θάνατο συνήθ. για ένα ιδανικό.