ΕΙΚΟΝΟΦΙΛΟΙ
Β2΄
ΕΝΑ ΛΕΞΙΚΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ Β2΄ 2ου Π.Γ .Θ. ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ, 2021-2022
Β2΄
εικονόφιλος -η -ο [ikonófilos] Ε5 : (ιστ.) α. που, κατά τον 8ο και 9ο αι. στο Bυζάντιο, αντιτάχθηκε στις απόψεις και στην πολιτική των εικονομάχων· εικονολάτρης. ANT εικονομάχος: H εικονόφιλη αυτοκράτειρα Ειρήνη η Aθηναία. Εικονόφιλοι μοναχοί. || (ως ουσ.) ο εικονόφιλος: Οι αντιδράσεις των εικονοφίλων. β. που ανήκει ή αναφέρεται στους εικονόφιλους, στους εικονολάτρες ή στην εικονολατρία· εικονολατρικός. ANT εικονομαχικός: Εικονόφιλη διδασκαλία / πολιτική.
[λόγ. εικονο- + -φιλος] (ΠΥΛΗ ΓΙΑ τΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ).
Επιχειρήματα των εικονολατρών
Εφόσον προσκυνώ και σέβομαι το σταυρό και τη λόγχη, τον κάλαμο και τον σπόγγο, με τα οποία οι θεοκτόνοι Ιουδαίοι προσέβαλαν και σκότωσαν τον Κύριό μου, γιατί όλα αυτά στάθηκαν όργανα του έργου της σωτηρίας των ανθρώπων, πώς να μην προσκυνήσω και τις εικόνες που κατασκευάζουν οι πιστοί με αγαθή προαίρεση και με σκοπό τη δοξολογία και την ανάμνηση των παθημάτων του Χριστού; Και εφόσον προσκυνώ την εικόνα του σταυρού που κατασκευάζεται από οποιοδήποτε υλικό, πώς να μην προσκυνήσω την εικόνα του Χριστού που κατέστησε σωτήριο τον σταυρό; Ότι δεν προσκυνώ την ύλη είναι φανερό, διότι, αν καταστραφεί το εκτύπωμα ενός σταυρού που είναι κατασκευασμένος από ξύλο, παραδίδω το ξύλο στη φωτιά. Το ίδιο συμβαίνει και με το ξύλο των εικονισμάτων, όταν αυτά καταστραφούν.
Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί εικόνων, Λόγος δεύτερος, κεφ. 19, Migne, Patrologia Graeca, τ. 94, στήλη 1305.