ΔΕΙΣΙΔΑΙΜΟΝΙΑ
B2΄
ΕΝΑ ΛΕΞΙΚΟ ΘΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ Β2΄ 2ου Π.Γ .Θ. ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ, 2021-2022
B2΄
LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Ας δούμε ππρώτα τις δύο λέξεις που συνθέτουν τη λέξη δεισιδαιμονία:
δαίμων, -ονος, ἡ, ὁ, I. 1. θεός, θεά, θείο ον όπως θεός, θεά, σε Όμηρ., Τραγ. κ.λπ.· στον Όμηρ. επίσης θεότητα ή θεϊκή δύναμη (το θεός υποδηλώνει το ίδιο το πρόσωπο του θεού), Λατ.numen· πρὸς δαίμονα, ενάντια στη θεϊκή δύναμη· σὺν δαίμονι, με τη βοήθειά του, με την εύνοια του θεού, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, κατὰ δαίμονα = τύχῃ, κατά τύχη, κατά σύμπτωση, σε Ηρόδ.· ἐν τῷ δ. = θεῶν ἐν γούνασι, σε Σοφ. 2. το «δαιμόνιο» κάποιου ή το πνεύμα κάποιου, τύχη ή μοίρα, στυγερὸς δαίμων, σε Ομήρ. Οδ.· δαίμονος αἶσα κακή, στο ίδ.· ως απόλ., ευνοϊκή ή δυσμενής τύχη, μοίρα, τύχη, ειμαρμένη, πεπρωμένο, σε Τραγ.· ιδίως, λέγεται για το κακοποιό πνεύμα μιας οικογένειας, σε Αισχύλ. II. δαίμονες, στον Ησίοδ., είναι το πνεύμα των ανθρώπων του χρυσού αιώνα, το οποίο λειτουργεί ως φύλακας άγγελος· μεταγεν., λέγεται για τις ψυχές των πεθαμένων, Λατ. manes, lemures, σε Λουκ. III. στην Κ.Δ., διαβολικό πνεύμα, δαίμονας, Σατανάς (πιθ. από το δαίω Β, διαχωρίζω ή διαμοιράζω το πεπρωμένο).
δέδια, ποιητ. δείδια, παρακ. με ενεστ. σημασία του δείδω.
δέδοικα, παρακ. του δείδω.
δείδω, ενεστ. μόνο στο πρώτο πρόσ., δέδοικα ή δέδια που χρησιμ. πάντοτε ως ενεστ. στην Αττ.· μέλ. δείσομαι, αόρ. αʹ ἔδεισα, Επικ. ἔδδεισα, παρακ. με ενεστ. σημασία δέδοικα, Επικ.δείδοικα· επίσης δέδια, Επικ. δείδια I, προστ. δέδῐθι, Επικ. δείδιθι, απαρ. δεδιέναι, Επικ.δειδίμεν (πρέπει να διαχωρίζεται από το αʹ πληθ. οριστ. δείδιμεν)· μτχ. δεδιώς, Επικ. πληθ.δειδιότες· υπερσ. (με σημασία παρατ.) ἐδεδοίκειν, επίσης ἐδεδίειν, Επικ. πληθ. ἐδείδιμεν, ἐδείδισαν, δείδισαν (για τη ρίζα, βλ. δίω), Φοβάμαι, απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· 1. ακολουθ. από πρόθ., δ. περί τινι, είμαι αναστατωμένος, ανήσυχος για, σχετικά με..., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἀμφί τινι, περί τινος, ὑπέρ τινος, στους ίδ.· συνοδευόμενο από δευτερεύουσα πρόταση με το μή..., Λατ. vereor ne..., φοβάμαι μήπως..., ακολουθ. από υποτ.· σπανίως με οριστ., δείδω μὴ νημερτέα εἶπεν, σε Ομήρ. Οδ.· δ. μὴ οὐ..., Λατ. vereor ut..., φοβάμαι μήπως δεν..., ακολουθ.από υποτ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με απαρ., φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 3. με αιτ., φοβάμαι, τρέμω, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. τὸ δεδιός, το αντικείμενο φόβου κάποιου, ο φόβος του, =δέος, σε Θουκ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δεισιδαιμονία
η [δisiδemonía] Ο25 : πίστη ή αντίληψη που με ανορθολογικό τρόπο αποδίδει σε τυχαία γεγονότα, σε πράξεις ή σε αντικείμενα υπερφυσικές ιδιότητες που μπορούν δήθεν να επηρεάσουν αρνητικά την πορεία και την τύχη της ζωής του ανθρώπου· (πρβ. πρόληψη).
[λόγ. < ελνστ. δεισιδαιμονία `φόβος των θεών, πρόληψη΄]