Κωνσταντινούπολη:
Η πόλη των αντιθέσεων
Λένια Αγγελίδη (Β'1)
Λένια Αγγελίδη (Β'1)
Πρόκειται για μία πόλη θρύλο γνωστή για την ομορφιά της το ιστορικό της παρελθόν. Χτισμένη στο μεταίχμιο μεταξύ Δύσης και Ανατολής φιλοξενεί πάνω από δεκαπέντε εκατομμύρια κατοίκους. Αναπόφευκτα έχει γίνει σύμβολο της σύγκρουσης δύο κόσμων. Της Ανατολής με την Δύση, του χριστιανισμού και του ισλάμ, του αρχαίου και του νέου, της φτώχειας και του πλούτου.
Τι αίσθηση μπορεί να δημιουργούν στον Ευρωπαίο ταξιδιώτη όλα αυτά με τα οποία είναι συνυφασμένη η Πόλη (το μεγαλειώδες παρελθόν της, οι πριγκίπισσες, οι δράκοι, οι ιππότες, η Αγία Σοφία και τα λοιπά); Η ανάμειξη όλων των χρωμάτων και των γεύσεων κάτω από το βάρος της πολυπολιτισμικής παράδοσης;
Τον προηγούμενο μήνα, είχα την τύχη να κάνω αυτό το ταξίδι με την οικογένειά μου. Έχοντας αρχίσει να μαθαίνω την τουρκική γλώσσα, έβλεπα αυτή την επίσκεψη ως μια ευκαιρία για περαιτέρω εξάσκηση και επαφή με αυτήν την κουλτούρα. Ωστόσο, άλλο να βλέπει κανείς τα πράγματα από τις σελίδες ενός βιβλίου και άλλο να έρχεσαι σε διενέξεις με τους Τούρκους ταξιτζήδες, να περιφέρεσαι στα γραφικά σοκάκια, να χάνεσαι (επειδή δεν έχει roaming), να επισκέπτεσαι τα OG Τζαμιά και να ζεις με λίγα λόγια τον παλμό της πόλης. Θεώρησα λοιπόν αυτό το ταξίδι μια ευκαιρία να αναθεωρήσω και να εξακριβώσω μερικά πράγματα. Είναι όντως οι Τούρκοι θύματα προπαγάνδας; Πρόκειται όντως για μια πόλη πολυπολιτισμική ή απλώς κουκουλωμένη κάτω από τον μανδύα της θρησκοληψίας; Μήπως εν τέλει είναι όλα, μέχρι και τα λουκούμια και ο μπακλαβάς, υπερεκτιμημένα;
Ακόμα και με την επιστροφή μου δυσκολεύτηκα αρκετά να δώσω απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Όπως προανέφερα, το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για μια πόλη που μαστίζεται από αντιθέσεις.
Στην διαδρομή από το αεροδρόμιο στο κέντρο, μέσα από το θαμπωμένο τζάμι του ταξί, οι προβολείς των αυτοκινήτων μετατρέπονται σε πολύχρωμα λαμπάκια που τρεμοπαίζουν. Σκουπίζω με το μανίκι μου την πάχνη από το παράθυρο για να διακρίνω τους φωτεινούς αλλά άψυχους ουρανοξύστες και τα μεγαλοπρεπή Τζαμιά, οι μιναρέδες των οποίων συναγωνίζονται τα πολυώροφα κτίρια, θαρρείς και φτάνουν τον ουρανό.
Περνάμε πάνω από την γέφυρα, υπάρχει τόσο μποτιλιάρισμα που το αμάξι παραμένει καθηλωμένο για πολλή ώρα. Μέσα στην νύχτα είναι σχεδόν ακατόρθωτο να ξεχωρίσεις την στεριά από την θάλασσα, μοιάζουν με αβυσσώδη κενά ανάμεσα στα χιλιάδες αναμμένα φώτα. Ωστόσο, ακόμα και με πίσσα-σκοτάδι η θέα δεν απογοητεύει. Ο Βόσπορος χωρίζει στα δύο το πεδίο, από τα δεξιά η Ευρωπαϊκή μεριά της πόλης, στο βάθος ξεχωρίζει ο παραλιακός δρόμος και το Σουλτάν Αχμέτ, στα αριστερά η ασιατική μεριά στην οποία φαίνεται να κυριαρχούν τα επιβλητικά μοντέρνα κτίσματα. Λες και η Πόλη έχει προσπαθήσει άδοξα να σταθεί με το ένα πόδι στην μία όχθη του ποταμού και με το άλλο στην άλλη, κι όμως η αριστερή μεριά χάνεται σιγά σιγά, μέσα στο σκοτάδι του ουρανού και της θάλασσας, παρ’ όλους του φωτισμένους ουρανοξύστες.
Μια χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τους Τούρκους ως λαό αφορά στην οδήγησή τους. Γενικά, παρόλο το μεγαλείο και την ατμόσφαιρα, δεν παρέχεται καμία εγγύηση επιβίωσης της τούρκικης ταρίφας. Και στην Ελλάδα δηλαδή είναι καλύτερα; Κατά την γνώμη μου, όσο ο οδηγός δεν μπαίνει με την όπισθεν σε μονόδρομο βρισκόμαστε σε καλό δρόμο. Στην Τουρκία όλοι οι δρόμοι είναι διπλοί μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Όλοι σημαίνει όλοι, πεζόδρομοι, σοκάκια, ράγες του τραμ… δεν υπάρχει τίποτα που θα σταθεί στο δρόμο του Τούρκου οδηγού και της παράκαμψης. Διαβάσεις πεζών δε ούτε για αστείο.
Όσο λοιπόν ήμασταν κολλημένοι στην κίνηση, είχα την ευχάριστη εμπειρία να συνομιλήσω με τον Εμρέ, τον πρώτο από τους πολλούς ταξιτζήδες που έγινε θύμα των λιγοστών τουρκικών μου. Η πρώτη εικόνα που μου ήρθε στο μυαλό ήταν αυτή ενός παιδιού που ξετυλίγει ένα δώρο. Τέτοιος ήταν ο ενθουσιασμός του που άκουσε κάποιον να προσπαθεί να μιλήσει την γλώσσα του. Ακόμα και αν δεν καταλάβαινα πολλές φορές τι έλεγε, ο τόνος του ήταν εγκάρδιος. Φαινόταν να έχει αντίληψη της κληρονομιάς κάτω από τα πόδια μας, αλλά μιλούσε πάντα και με το βλέμμα στραμμένο προς το μέλλον. Αλήθεια, τι μέλλον μπορεί να έχει μια πόλη χωρισμένη στα δύο; Ήθελε να μας μιλήσει για την πόλη του, για εκείνον η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν μια πόλη διχοτομημένη, ένα αποδιοργανωμένο αξιοθέατο, έρμαιο του χρόνου, αλλά εκεί όπου κατάφερε να βρει εργασία, να φτιάξει οικογένεια.
Το ξενοδοχείο μας βρισκόταν πάνω στον κεντρικό πεζόδρομο της πόλης, την Ιστικλάλ. Ένας εξωφρενικός αριθμός ατόμων περνάει από εκεί κάθε μέρα. Ρίχνοντας μια ματιά από το παράθυρο που βλέπει προς το δρόμο εισβάλλαμε στη ζωή τόσων αγνώστων που πιθανώς δεν θα ξαναβλέπαμε. Όσον αφορά την θέα, ο πεζόδρομος πλαισιωνόταν από μαγαζιά. Από τις ταράτσες των νεοκλασικών κτιρίων κρεμόντουσαν κόκκινες σημαίες η μία δίπλα στην άλλη. Κάθε λίγα μέτρα υπήρχε μια μεγάλη σημαία κρεμασμένη κάθετα που απεικόνιζε σε ασπρόμαυρο έναν άντρα που δεν έμοιαζε με τους περαστικούς. Εκείνοι ήταν πιο σκουρόχρωμοι και είτε τους έβρισκες σε παρέες είτε μόνους είχαν παρόμοιο παρουσιαστικό και μια αδιαφορία στο βλέμμα ή περπατούσαν χωρίς να σταθούν λεπτό να χαζέψουν τις βιτρίνες ή έπιαναν ψιλοκουβέντα με τόνο παραπονετικό. Ο εικονιζόμενος ήταν ξανθός, με μάτια ανοιχτόχρωμα και απέπνεε αποφασιστικότητα. Ήταν ο πατέρας του τουρκικού έθνους, ο Κεμάλ Ατατούρκ, που τώρα κρεμόταν επαγρυπνώντας πάνω από τα κεφάλια τους.
Περπατώντας στην Ιστικλαλ δεν χρειάζεται να σου μιλήσει κανείς αγγλικά για να καταλάβεις ότι ξεχωρίζεις σα την μύγα μες στο γάλα. Η αίσθηση ότι μη κάνοντας τίποτα βρίσκεσαι κόντρα στο ρεύμα είναι συντριπτική.
Η υγρασία σγουραίνει ακόμα περισσότερο τα μαλλιά μου και τα άσπρα μάγουλα μου κοκκινίζουν χάρη στον τσουχτερό άνεμο. Κανείς δε με προσέχει κι όμως όλα τα βλέμματα είναι πάνω μου και κρίνουν το στρατιωτικό παντελόνι μου και την κοντή μου μπλούζα που αφήνει να φαίνεται ο αφαλός μου, τις μπούκλες μου που δε λένε να συμμορφωθούν… Νιώθω παράταιρη, σαν ένα κομμάτι παζλ που δεν χωράει πουθενά. Βέβαια δε χρειάζεται να πάω σε άλλη ήπειρο για να νιώσω έτσι, η νοοτροπία που απορρίπτει το διαφορετικό, το «παράταιρο» δεν είναι ίδιον τον Τούρκων... Προσπαθώ να αγνοήσω αυτή την αίσθηση βαδίζοντας με το κεφάλι ψηλά πασχίζοντας να κρατήσω τους ώμους μου ίσιους. Ρίχνω κλεφτές ματιές στο πλήθος, παρέες από νεαρούς με το ίδιο κούρεμα, τα ίδια ρούχα. Λίγοι τουρίστες από εδώ και από ’κει. Μεμονωμένοι περαστικοί που με αφήνουν αδιάφορη. Γυναίκες με μπούρκα και μακριά φουστάνια, γυναίκες με ενδύματα που αφήνουν να φαίνονται μόνο τα μάτια τους, μαντίλες σε έντονα χρώματα, με ανατολίτικα σχέδια. Δίχως να το ξέρουν, μέσα στην αφάνειά τους μόνο εκείνες έχουν καταφέρει να ξεχωρίζουν από την ομοιογένεια των περαστικών.
Την πρώτη μέρα περιηγηθήκαμε στην περιοχή του Σουλτάν Αχμέτ. Για να φτάσουμε εκεί περάσαμε από τον Πύργο του Γαλατά και την περιοχή Εμινούνου που είναι χτισμένη στις όχθες του Κεράτιου. Στην διαδρομή, την οποία κάναμε περπατώντας, τα ειδυλλιακά ξύλινα καφενεία της περιοχής του Γαλατά διαδέχονται οι ψαροκαλύβες και η δυσωδία. Στις δύο πλευρές της γέφυρας που ενώνει αυτές τις περιοχές, εκεί που θα έπρεπε να είναι ο πεζόδρομος, έχουν «κατασκηνώσει» πέρα ως πέρα ψαράδες. Αναρωτιέται κανείς τι προσπαθούν να ψαρέψουν αφού κανένα ψάρι δεν φαίνεται να μπορεί να επιβιώσει σε αυτά τα νερά. Μέσα στον κόλπο βολτάρουν καΐκια και πλοία. Εκτός από αυτήν την γέφυρα υπάρχουν άλλες δύο, εξίσου κατακλυζόμενες με ψαράδες. Αυτό που προσφέρει η διάβαση της γέφυρας είναι εξαιρετική θέα. Με το φως της ημέρας διακρίνονται πολύ καλύτερα οι πανύψηλοι μιναρέδες από το Μπλε Τζαμί και οι γιγαντιαίες τουρκικές σημαίες που κυματίζουν κάθε λίγα μέτρα.
Η κεντρική πλατεία είναι χτισμένη στην θέση του Ιουστινιάνειου ιπποδρόμου. Στην μία της άκρη δεσπόζει το Μπλε Τζαμί και στην άλλη η Αγιά Σοφιά. Μόνο που η Αγιά Σοφιά δεν δεσπόζει και τόσο πολύ. Τα νεότερα επιπρόσθετα κομμάτια της δημιουργούν μια δυσάρεστη αντίθεση με τα παλαιότερα με αποτέλεσμα να φαίνονται κακοσυντηρημένα. Οι μπογιές στους εξωτερικούς τοίχους έχουν αρχίσει να ξεβάφουν αποπνέοντας μια γενικότερη εικόνα παρακμής. Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι αυτός ο ναός έχει σταθεί αφορμή τόσης έριδας, έχει αποτελέσει πηγή λαϊκής έμπνευσης και έχει συνδεθεί με τόσους θρύλους. Ήλπιζα αυτή η αίσθηση να ξεθυμάνει όταν δω το εσωτερικό του ναού. Πρόκειται για έναν μεγάλο τετράγωνο χώρο σκεπασμένο από έναν τεράστιο τρούλο, τοποθετημένο έτσι ώστε να νομίζεις ότι θα σου έρθει στο κεφάλι. Δυστυχώς, λόγω της μετατροπής του ναού σε τζαμί, οι χώροι που μπορεί να επισκεφτεί κανείς είναι πολύ περιορισμένοι, ειδικά για τις γυναίκες, οι οποίες ακόμα και τις ώρες που μπορούν να προσευχηθούν εντός του ναού περιορίζονται σε μια πολύ μικρή έκταση συγκριτικά με το εύρος του χώρου. Επιπλέον, το μουσουλμανικό ιερό, το οποίο είναι προσανατολισμένο προς της Μέκκα δεν ταυτίζεται απόλυτα με το χριστιανικό, δημιουργώντας μια εικόνα περίεργη στο μάτι. Όπως είναι φυσικό, οι εικόνες, όσες είχαν επιζήσει της εικονομαχίας είναι καλυμμένες, στους τέσσερις πυλώνες υπάρχουν τέσσερις μεγάλοι κυκλικοί δίσκοι με αποφθέγματα από το κοράνι. Το μόνο που φαίνεται είναι οι άγγελοι που ήταν ζωγραφισμένοι στην βάση του τρούλου, το πρόσωπο των οποίων όμως έχει αλλοιωθεί.
Εάν κάτι μου έκανε εντύπωση ήταν ο σεβασμός που έδειχναν οι μουσουλμάνοι προσκυνητές. Για να μπει κανείς στο τζαμί καλό είναι να πλύνει πρώτα τα πόδια του. Για αυτό τον λόγο, υπάρχουν ειδικά λουτρά, τα γυναικεία είναι φυσικά χωρισμένα από τα αντρικά. Εκεί βλέπει κανείς κάθε λογής γυναίκες να έχουν παραμερίσει τα παπούτσια τους και να κάθονται να πλένουν τα πόδια τους η μια δίπλα στην άλλη. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκανε μια αστυφύλακας, η οποία είχε αφήσει στην άκρη τις αρβύλες της, μαζί με το όπλο της, χωρίς όμως να φαίνεται ανήσυχη. Εκτός της παρόρμησης να αρπάξω το όπλο να αρχίσω να σκοτώνω κόσμο, εκείνη την στιγμή αντιλήφθηκα τι ήταν αυτή η γυναίκα χωρίς το όπλο της, ξυπόλητη. Δεν είχε καμία διαφορά, ταξική ή μορφωτική από την ακριβώς δίπλα της.
Σε αντίθεση με την Αγιά Σοφιά, το Μπλε Τζαμί είχε εμφάνιση άξια της φήμης του. Δεν είναι μόνο οι γαλάζιοι (ναι γαλάζιοι, όχι μπλε) τρούλοι και οι επίχρυσοι μιναρέδες στο εξωτερικό του που μαγεύουν το βλέμμα, αλλά και το εσωτερικό του που αφήνει τον ταξιδιώτη άναυδο.
Το ταβάνι και οι πυλώνες είναι ζωγραφισμένοι στο χέρι με σχέδια χαρακτηριστικά της ισλαμικής τέχνης που μοιάζουν με μικρά δεντράκια σε ανοιχτά χρώματα εκ των οποίων το μπλε υπερισχύει. Είναι ένα θέαμα που αξίζει κανείς να ταξιδέψει για να αντικρίσει.
Δεν ξέρω κι εγώ πόσην ώρα καθόμουν και κοίταζα το ταβάνι, μάλλον αρκετή ώστε να πεινάσω, γιατί μετά από αυτό βρήκαμε με πολύ κόπο και πολύ παζάρι ένα ταξί και πήγαμε να φάμε.
Για εκείνους που τους αρέσουν τα καυτερά, η Κωνσταντινούπολη παρουσιάζεται στα top three μεταξύ του Μπαλί και της Καλκούτας. Για τους υπόλοιπους, ίσως να πρέπει να επιζήσετε με αραβικές πίτες. Μιλάμε για αυθεντικά μπαχαρικά, αυθεντική καυτερή κουζίνα με γεύσεις η μία εντονότερη από την άλλη. Προσωπικά είμαι πανευτυχής που είχα μάθει πώς να λέω: «Ένα ποτήρι νερό παρακαλώ», ειδάλλως δεν είμαι σίγουρη ότι θα είχα επιβιώσει.
Κάτι από την τουρκική κουζίνα που μένει αξέχαστο δεν είναι ούτε τα αλμυρά ούτε τα γλυκά, είναι το τσάι τους. Είχα την τύχη να βρεθώ στην αιγυπτιακή αγορά ή Μισίρ Τσαρσί όπως ονομάζεται. Αυτή η κλειστή αγορά αποτελείται από εντοιχισμένα περίπτερα που πουλάνε κάθε λογής πράγματα. Από κλασικές τουρκικές λιχουδιές μέχρι ρούχα και παπούτσια. Αμέσως μπορεί να καταλάβει κανείς γιατί η Κωνσταντινούπολη έχει τα πρωτεία στην πολυπολιτισμικότητα. Εκεί δεν νιώθεις ξένος, αφού όλοι είναι ξένοι. Ακόμα και οι πωλητές προέρχονται από το Κουρδιστάν, την Συρία, ένας μάλιστα ήταν Ισπανός. Ο καθένας σε πλησιάζει με σκοπό να σε ξεπαραδιάσει, αλλά πάντα με τρόπο γλυκό και χαμόγελο. Στους πάγκους είναι στοιβαγμένα αποξηραμένα φρούτα και λουκούμια. Όμως αυτό που δεν λείπει από κανένα περίπτερο είναι το τσάι. Οι πωλητές σε παροτρύνουν να δοκιμάσεις την κάθε γεύση μία μία. Τα χρώματα και τα αρώματα κυριαρχούν, η λάμψη των οποίων τυφλώνει τον ευάλλωτο και άχρωμο τουρίστα, πάντα με τρόπο που προκαλεί ευφορία. Όπως με είχαν συμβουλεύσει πριν φτάσω στην Κωνσταντινούπολη: «αν δεν επισκεφθείς ένα παζάρι, χάνεις τη μίση πόλη».
Για να κλείσει καλά η μέρα, επισκεφτήκαμε την Βασιλική Κινστέρνα. Πρόκειται για μία τεραστίων διαστάσεων υπόγεια στέρνα που σκάφτηκε από τον Ιουστινιανό για να παρέχεται νερό σε όλη την Πόλη. Προφανώς για να κρατηθεί από το να καταρρεύσει χρησιμοποιήθηκαν κολώνες. Αυτές αντλήθηκαν από διάφορους ναούς της αρχαιότητας και για αυτό συναντάμε πολλούς και διαφορετικούς ρυθμούς και σχέδια πάνω τους. Είναι εκεί που είχε γυριστεί η τελευταία σκηνή από το Ινφέρνο, εκεί που ο Τομ Χανκς αναγκάζεται να βουτήξει στο νερό για το σταματήσει κάποιους τρομοκράτες από το να απελευθερώσουν έναν θανάσιμο ιό που θα καταστρέψει την ανθρωπότητα. Ίσως και να μη γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στην Κινστέρνα, διότι αμφιβάλλω ότι το νερό εκεί κάτω φτάνει να βουτήξει μέσα ο Τομ Χανκς. Όμως, όντως, είναι ένα μέρος εξαιρετικά κινηματογραφικό, που έχει διατηρηθεί και αξιοποιηθεί στο έπακρο.
Στον δρόμο της επιστροφής περάσαμε από το Τοπ Καπί, το ανάκτορο του Σουλτάνου. Στις δύο εισόδους έφερναν βόλτες δύο άντρες με στρατιωτική στολή κρατώντας στα χέρια τους δύο αυτόματα πυροβόλα σαν να ήταν μωρά. Ήταν, όταν διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, που ένιωσα για πρώτη φορά ανίσχυρη μπροστά στην επιβολή του «νόμου». Αυτοί οι άντρες δεν ήταν τίποτα, δεν είχαν προσωπικότητα, ξαφνικά όλα επισκιάζονταν από τον βαρύ μαύρο όγκο που κρατούσαν, το βλέμμα τους ήταν επιβλητικό και κενό και το δικό μου τρομαγμένο, και δεν μου αρέσει να φοβάμαι, γενικά δεν φοβάμαι, αλλά, όταν βρίσκεσαι μπροστά σε ένα τέτοιο θέαμα, απλά συμβαίνει.
Ορίστε λοιπόν. Μια πόλη που ισορροπεί στο μεταίχμιο της ελευθερίας και της επιβολής των συμφερόντων τον ισχυρών, που βλέπει μέρα με την μέρα την κοινωνική ψαλίδα να μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, που στέκει αδιάφορη (;) πάνω από αιώνες ιστορίας και χαλασμάτων ή που έχει κάνει αυτό το παρελθόν αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου προφίλ της; Σίγουρα μια πόλη πολύβουη, σίγουρα μια πόλη που σε αφήνει άφωνο πότε από αγανάκτηση και πότε από θαυμασμό. Σίγουρα μια πόλη με υγρασία, είπαμε είναι χτισμένη πάνω στον Βόσπορο.