Οι Βλάχοι
Νόρα Αλεξιάδου (Β'1), Γιώργος Καλαντζής (Β'1)
Νόρα Αλεξιάδου (Β'1), Γιώργος Καλαντζής (Β'1)
Όλοι μας έχουμε ακούσει για τους Βλάχους, μια πολυπληθή ομάδα ατόμων “αγνώστου προελεύσεως”, γνωστοί για την λαϊκή τους κουλτούρα και την βαριά προφορά τους. Πολλοί έχουν μείνει μόνο με την ιδέα ότι οι Βλάχοι είναι όπως τους απεικονίζει ο καταναλωτικός κινηματογράφος, αλλά έτσι αδικούν μια εθνική ομάδα που έχει προσφέρει πολλά στον Ελληνισμό αλλά και σε άλλους λαούς. Αλλά πώς προέκυψε αυτός ο πληθυσμός; Η γλώσσα που μιλάνε είναι απλά μια ανεξήγητη διάλεκτος της Ελληνικής; Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα προβληματίζει τους ιστορικούς και γλωσσολόγους μέχρι σήμερα, ωστόσο έχουν καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα.
Η καταγωγή των Βλάχων
Οι Βλάχοι είναι ίσως μία από τις πιο παρεξηγημένες εθνικές ομάδες στην χώρα μας. Θεωρείται από πολλούς ότι αποτελούν έναν μεγάλο πληθυσμό αμόρφωτων βόρειων φυλών με οπισθοδρομικές συνήθειες και παραδόσεις. Ωστόσο, πρόκειται για μια κοινότητα με βαθιά ιστορία που συνυφαίνεται με πολλούς άλλους λαούς.
Η πρώτη γραπτή αναφορά στην ιδιαίτερη γλώσσα των Βλάχων χρονολογείται το 579 μ.Χ. στα κείμενα των Βυζαντινών χρονογράφων Θεοφάνη και Θεοφύλακτου, ενώ η λέξη “Βλάχος” χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον Γεώργιο Κεδρηνό, επίσης Βυζαντινό χρονογράφο του 11ου αιώνα, μιλώντας για “Βλάχους” οδίτες από την Καστοριά και την Πρέσβα. Έκτοτε, ο Βλάχικος λαός εμφανίζεται αμέτρητες φορές σε διάφορα ιστορικά περιστατικά, όχι απαραίτητα συνδεδεμένα με τον Ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει μια πλήρης καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης της φυλής, και έτσι γνωρίστηκε η προέλευσή τους από μαρτυρίες άλλων πολιτισμών.
Οι Βλάχοι, γενικότερα, αντιμετωπίζονταν ως Βουλγαρική-Ρουμανική φυλή. Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος ανέφερε σε επιστολή του το 1020 που βρέθηκε στο Σινά για ιεραποστολή ενός Αρχιεπισκόπου να πράξει το έργο του “ανά πάσαν Βουλγαρίαν Βλάχων”. Να σημειωθεί ότι οι τόσο παλιές αναφορές δεν έχουν αποδειχθεί ιστορικά ότι πρόκεινται για τους σημερινούς Βλάχους ή για κάποια άλλη ομάδα της Βυζαντινής εποχής. Ο ιστορικός Ιωάννης Κεκαυμένος (11ος αιώνας) ευτελίζει τον βλαχικό λαό στα κείμενά του, χαρακτηρίζοντάς τον άπιστο και ανάξιο να θεωρηθεί απόγονος του Ρωμαϊκού κράτους, ενώ υποστηρίζει ότι οι ρίζες του κρατούν από τους Δακορουμάνους. Η Άννα Κομνηνή μιλά για τους Βλάχους του Αίμου και για την ορεινή και νομαδική ζωή τους. Οι Βλάχοι, μαζί με τους Έλληνες και τους Σέρβους, αναπτύχθηκαν και εγκαταστάθηκαν σε περιοχές στα τέλη του 17ου αιώνα, καθώς ο Αυστριακός αυτοκράτορας Λεοπόλδος Α’ εγγυήθηκε την ασφάλειά τους, απαγορεύοντας σε κάθε κράτος να βλάψουν αυτές τις ορθόδοξες φυλές. Τον 18ο αιώνα κατά την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ενώ λάμβαναν χώρα εσωτερικές διαμάχες, προέκυψε ένα τεράστιο μεταναστευτικό κύμα από μεγάλες βλάχικες πόλεις (Μοσχόπολη, Νικολίτσα, Λινοτόπι, Γράμμουστα), αφού κατακερματίστηκαν και οι κάτοικοί τους εξαπλώθηκαν σε διάφορες ηπείρους, από την Βιέννη μέχρι τις Σέρρες.
Η ονομασία “Βλάχος”
Η ιστορική και γλωσσολογική έρευνα δεν έχει κατασταλάξει αναφορικά με την ετυμολογία του εθνικού επιθέτου “Βλάχος”.
Η επικρατέστερη άποψη προτείνει ότι προέρχεται από το παλαιοσλάβικο Vlahi (=ξένος, όχι ομοεθνής αλλά λατινόφωνος) και αυτό από το παλαιογερμανικό walh, walah, με την ίδια σημασία. Έτσι αποκαλούσαν κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα οι Βαυαροί τους Ρωμαίους των Άλπεων, οι οποίοι μετά την εγκατάσταση γερμανικών φύλων στη ρωμαϊκή επικράτεια είχαν περιέλθει σε υποδεέστερη πολιτικοκοινωνική κατάσταση. Τελικά, γενικεύτηκε η χρήση του όρου και ονόμαζαν έτσι τους κατοίκους της Ιταλίας και κυρίως τους λατινόφωνους Ρωμαίους πολίτες.
Κατά άλλη άποψη, που δε συνάντησε απήχηση στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, η λέξη “Βλάχος” προέρχεται από τον αιγυπτιακό όρο "φελάχ" (=αγρότης).
Παρά τη δημοφιλία του όρου “Βλάχος”, οι Βλάχοι της Ελλάδας δεν αυτοαποκαλούνται με αυτό το όνομα στη γλώσσα τους, αλλά χρησιμοποιούν τις λέξεις “Αρμάνος” ή “Ρεμένος”, οι οποίες παράγονται από το “Romanus”, δηλαδή Ρωμαίος Πολίτης. Η ονομασία αυτή απορρέει από τη γενίκευση του δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη σε όλους τους κατοίκους των Ρωμαϊκών επαρχιών με το διάταγμα του Καρακάλα το 212 μ.Χ..
Υπάρχουν και άλλες ονομασίες για τους Βλάχους, όπως “Τσίντσαρος”, “Πριτσόβλαχος”, “Τσομπάν” και “Κουτσόβλαχος”. Η τελευταία ονομασία πρόκειται για την ελληνική απόδοση του τουρκικού “Κιουτσούκ Βαλάχ”, που σημαίνει “Μικρόβλαχοι”, δηλαδή κάτοικοι της Μικρής Βλαχίας (=Αιτωλοακαρνανίας).
Η γλώσσα των Βλάχων
Οι περισσότεροι έχουν ως σήμα κατάτεθέν για τους Βλάχους την ιδιαίτερη γλώσσα σε συνδυασμό με τη μοναδική προφορά τους. Άλλοι πιστεύουν πως είναι διάλεκτος της Ρουμανικής ή της Ελληνικής γλώσσας, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως αποτελεί ξεχωριστή γλώσσα. Βάσει ερευνών, ωστόσο, τα Βλάχικα ή η Αρωμουνική, όπως αποκαλείται σε λόγια βιβλιογραφία, είναι μια νεολατινική γλώσσα ισοδύναμη με την ισπανική, την ιταλική και τη γαλλική. Γενικότερη προέλευσή της είναι η λαϊκή προσφώνηση της λεγόμενης Βαλκανικής Λατινικής, που ήταν το σύνολο των ιδιαίτερων γλωσσικών στοιχείων που υιοθέτησαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες κατά την κατάληψη της Βαλκανικής χερσονήσου τον 3ο αιώνα π.Χ.. Είναι μια γλώσσα που παραδόθηκε προφορικά και δεν έχει εφαρμοστεί στην γραπτή παραγωγή πολιτισμού, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών διαβίωσης των ομιλητών της. Η μόνη ένδειξη βλάχικης λογοτεχνίας είναι από σύντομα και μεταφρασμένα επιγράμματα του 18ου αιώνα.
Όπως κάθε γλώσσα, τα Βλάχικα έχουν λάβει διάφορες προσμίξεις και τροποποιήσεις κατά την διάρκεια της ιστορίας. Αναμφισβήτητη είναι η αλληλεπίδραση των Βλάχικων με τα Ελληνικά. Η Ελληνική γλώσσα επηρέασε και άλλαξε κατά πολύ την βλαχική, ενώ η δεύτερη ενέταξε αυτούσια πολλά γλωσσικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής, που ούτε οι ίδιοι οι Έλληνες δεν χρησιμοποιούν στην ομιλία τους. Κατά τον 7ο αιώνα, οι εγκαταστάσεις βουλγαρικών και σλαβικών πληθυσμών, αλλά και βλαχικών νομάδων στις ευρωπαϊκές επαρχίες του Βυζαντινού κράτους χώρισαν την αυτοκρατορία σε δυο πολιτισμικές πορείες, πράγμα που είχε αντίκτυπο και στην γλώσσα του κάθε λαού. Έτσι, στις περιοχές δυτικά της οροσειράς της Πίνδου διατήρησαν τις γλωσσικές παραδόσεις των προγόνων εξελίσσοντας την γλώσσα σταδιακά στο σημερινό βλάχικο λεξιλόγιο και γραμματική. Δύσμοιρη ήταν η κατάληξη των περιοχών που κατακτήθηκαν από τους Σλάβους, στις οποίες η πιεστική σλαβική επιρροή αφαίρεσε τις λατινικές ρίζες της γλώσσας των τοπικών πληθυσμών, με αποτέλεσμα ο παλαιός γλωσσικός τους χαρακτήρας να θάβεται με το πέρασμα των εποχών.
Ένα ιδιαίτερο στοιχείο της γλώσσας των Κουτσόβλαχων είναι ότι αποτελεί ένα από τα ελάχιστα παραδείγματα γλωσσικών μηχανισμών που έχουν παραμείνει αναλλοίωτοι από την εποχή της δημιουργίας τους, που για τους Βλάχους ξεκινάει και από την εποχή της Κλασικής εποχής (τέλη 3ου αιώνα π.Χ.).
Οι Βλάχοι στη σημερινή Ελλάδα
Στις μέρες μας δεν μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει τους βλαχόφωνους από τους μη. Επομένως, ο αριθμός τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά σύμφωνα με υπολογισμούς τα άτομα που μιλούν βλάχικα ενεργά στην Ελλάδα είναι περίπου 15.000. Βέβαια, εκτός από αυτά, πολλά περισσότερα άτομα κατανοούν τη γλώσσα χωρίς να τη μιλάνε ή τη μιλάνε σε πολύ βασικό επίπεδο.
Στη χώρα μας δραστηριοποιούνται σήμερα περίπου 120 πολιτιστικοί σύλλογοι ατόμων βλάχικης καταγωγής, οι οποίοι εκδίδουν ημερολόγια, εφημερίδες, βιβλία και CD, οργανώνουν ομιλίες και εκδηλώσεις, συγκεντρώνουν λαογραφικό υλικό και συντονίζουν το ετήσιο “βλάχικο αντάμωμα”. Σε αυτήν την τριήμερη εκδήλωση συγκεντρώνονται τόσοι Βλάχοι από την Ελλάδα και τα Βαλκάνια που την καθιστούν την πιο δημοφιλή εκδήλωση που αφορά τους βλάχους παγκοσμίως, πράγμα που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της Ελλάδας ως “Μητρόπολης των Βλάχων”. Ακόμη, από το 1974 και μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί πάνω από 100 μονογραφίες αφιερωμένες στην ιστορία και την παράδοση διάφορων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων. Παράλληλα, το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον για τον βλάχικο πολιτισμό και ιδιαίτερα τη γλώσσα του έχει εκτιναχθεί, με πανεπιστημιακά τμήματα γλωσσολογίας να επιδίδονται στη μελέτη της.