Τι είναι η κλιματική δικαιοσύνη

Καλαντζής Γιώργος (Β'1)

Φέτος, η NASA μάς ενημέρωσε ότι ζήσαμε τον πιο ζεστό Ιούνιο. Μετά, ακολούθησε ο πιο ζεστός Ιούλιος και στη συνέχεια ο πιο ζεστός Αύγουστος. Τελικά, φτάσαμε στον πιο ζεστό Σεπτέμβριο και στον πιο ζεστό Οκτώβριο. Όπως όλα δείχνουν, και του χρόνου… Η κλιματική κρίση είναι εδώ και η επιστημονική κοινότητα είναι ξεκάθαρη: η ανθρωπότητα την έχει προκαλέσει. Δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα, όμως· στην πραγματικότητα, το 79% των συνολικών εκπομπών άνθρακα από το 1850 μέχρι το 2011 αποδίδονται στον αναπτυγμένο κόσμο (Ε.Ε., ΗΠΑ, Ρωσία, κ.ά.). Παρόλα αυτά, σήμερα, οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι αυτές που απειλούνται περισσότερο από την κλιματική κρίση. Αντιμετωπίζουν, δηλαδή, τις συνέπειες ενός προβλήματος που δεν δημιούργησαν οι ίδιες.

Για παράδειγμα, η Μοζαμβίκη εκπέμπει 0,2 τόνους αερίων του θερμοκηπίου ανά άτομο τον χρόνο, ενώ η Νορβηγία 8,3. Παρόλα αυτά, το 2019 ο κυκλώνας Idai σκότωσε 900 ανθρώπους στη Μοζαμβίκη και άφησε 1,9 εκατομμύρια σε ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας. Στον αντίποδα, η Νορβηγία θεωρείται το πιο ανθεκτικό κράτος στην κλιματική κρίση.

Η σύνδεση, λοιπόν, της κλιματικής κρίσης με τις πολλαπλές κοινωνικές της προεκτάσεις αποδίδεται με τον όρο «κλιματική δικαιοσύνη», που αποτελεί τον στόχο της παγκόσμιας κοινότητας, αφού, προς το παρόν, επικρατεί κλιματική αδικία, με τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα και τους πληθυσμούς που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση να υφίστανται δυσανάλογα τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. 

Ένα παράδειγμα κλιματικής αδικίας αποτελούν οι κλιματικοί/-ές μετανάστες/-στριες, δηλαδή άνθρωποι που μεταναστεύουν λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, κυρίως σε άλλες περιοχές της χώρας τους, αλλά και στο εξωτερικό. Ήδη, από το 2008, πάνω από 376 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν λόγω της κλιματικής κρίσης, με ρεκόρ 32,6 εκατομμύρια μόνο το 2022. Μάλιστα, μέχρι το 2050 υπολογίζεται από τον ΟΗΕ ότι οι κλιματικοί/-ές μετανάστες/-στριες θα ανέλθουν σε 1,2 δισεκατομμύρια. 

Παρόλα αυτά, παραμένουν απροστάτευτα μέχρι σήμερα, αφού κανένα κράτος δεν  τους προσφέρει άσυλο και αναγνώριση καθεστώτος «πρόσφυγα». To 2020, όμως, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες ξεκαθάρισε ότι «ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοστούν τα κριτήρια για την αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα. Κάποιος μπορεί να διεκδικεί βάσιμα το καθεστώς του πρόσφυγα, για παράδειγμα, όταν οι δυσμενείς επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής διαπλέκονται με ένοπλες συγκρούσεις και βία».

Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, πρόσφυγας είναι ένα άτομο που βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του ή του τόπου κατοικίας του, έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή σ' αυτήν.  

Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι κλιματικοί/-ές μετανάστες/-στριες προέρχονται από αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες ευθύνονται πολύ λιγότερο για την κλιματική κρίση. Επίσης, σε αυτές τις χώρες επικρατεί κοινωνική και οικονομική ανισότητα, επηρεάζοντας τις κλιματικές τους συνθήκες. Για παράδειγμα...

Επιπλέον, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο αριθμός των νεκρών από πλημμύρες είναι επτά φορές μεγαλύτερος σε αυτές τις χώρες σε σχέση με τις αναπτυγμένες.

Ένα ακόμη φαινόμενο κλιματικής αδικίας είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι με υψηλό εισόδημα, που αποτελούν το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, ευθύνονται για το 50% των συνολικών εκπομπών άνθρακα, ενώ το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού ευθύνονται για το 7%. Ταυτόχρονα, από τις καταστροφικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν απειλείται το 10%, αφού μπορεί να διατηρήσει το υψηλό βιοτικό του επίπεδο με τον πλούτο του, ενώ το 50% θα αγωνίζεται για την επιβίωσή του.

Για να επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού για αύξηση της θερμοκρασίας κατά μόνο 1,5οC, οι κατά κεφαλήν εκπομπές άνθρακα θα πρέπει να περιοριστούν σε 2-2,5 τόνους CO2. Αυτό σημαίνει ότι το πλουσιότερο 1% θα πρέπει να μειώσει τις σημερινές εκπομπές του κατά περίπου 30 φορές, ενώ οι κατά κεφαλήν εκπομπές του φτωχότερου 50% θα μπορούσαν ακόμη και να αυξηθούν κατά περίπου τρεις φορές.

.

.

Συλλογικά, το πλουσιότερο 1% μολύνει όσο το φτωχότερο 66%.

12 από τους δισεκατομμυριούχους του 1% μολύνουν όσο 2,1 εκατομμύρια νοικοκυριά.

Επομένως, οι οικονομικές ανισότητες εντείνουν τόσο την κλιματική αδικία όσο και την κλιματική αλλαγή. Από την άλλη, αυτή η κλιματική αλλαγή υπολογίζεται ότι έχει αυξήσει τις οικονομικές ανισότητες μεταξύ των χωρών κατά 25%. Βρισκόμαστε δηλαδή σε έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο είναι ζήτημα ζωής και θανάτου να βγούμε, καθώς σύμφωνα με μελέτη της Oxfam, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου των ετών 2015-2019 του πλουσιότερου 1%, είναι αρκετές για να προκαλέσουν 5,2 εκατομμύρια θανάτους μέχρι το 2100.

Με στόχο την αντιμετώπιση αυτών και πολλών άλλων κοινωνικών αδικιών που απορρέουν ή εντείνονται από την κλιματική κρίση, το κίνημα της κλιματικής δικαιοσύνης αγωνίζεται για ένα σύνολο υποχρεώσεων που έχουν οι εταιρείες, τα άτομα και οι κυβερνήσεις έναντι των ευάλωτων πληθυσμών και κοινωνικών ομάδων που θα πληγούν με τρόπο σημαντικά δυσανάλογο από την κλιματική αλλαγή. Τέτοιες υποχρεώσεις είναι η λήψη μέτρων τόσο για τον περιορισμό της κλιματικής κρίσης, όσο και για την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων.

Γιατί τελικά, η κλιματική αλλαγή ζητά κοινωνική αλλαγή.