«Τι δράμα που 'ναι η ζωή!»
Νόρα Αλεξιάδου (Β'1)
Νόρα Αλεξιάδου (Β'1)
Τα τελευταία χρόνια, τις σπάνιες φορές που ανοίγουμε την τηλεόραση, κάνουμε το λεγόμενο «ζάπινγκ» για να ψάξουμε να βρούμε κάποιο κανάλι που μας ενδιαφέρει, λ.χ. για να παρακολουθήσουμε μια σειρά και να ξεφύγουμε από την κούραση της ημέρας. Αλλάζοντας κανάλια παρατηρούμε μια τρομαχτική ομοιότητα μεταξύ των προγραμμάτων τους. Σε κάθε πρόγραμμα, κάποιος σπαράζει, κλαίει, ή τσακώνεται με έναν άλλο, όλοι είναι μαυροφορεμένοι και με κακή διάθεση, επικρατεί μια γενική ένταση θλίψης.
Όλα ξεκίνησαν πριν από 3 χρόνια περίπου, το 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία. Οι άνθρωποι πλέον θα περνούσαν πολύ περισσότερο χρόνο στο σπίτι και θα αναγκάζονταν πολλοί να εργάζονται και από το σπίτι. Έτσι, το σπίτι και η δουλειά έγιναν ένα και η διάκριση μεταξύ χρόνου εργασίας και χρόνου ηρεμίας-ιδιωτικής ζωής έγινε όλο και πιο θολή. Ξαφνικά η ελληνική κοινωνία, η οποία συνηθίζει γενικότερα τις συχνές εξόδους και τις συναντήσεις, υποχρεώθηκε να κλειστεί στους τέσσερις τοίχους ενός σπιτιού, μιας πολυκατοικίας. Οι Έλληνες είχαν ανάγκη από διασκέδαση και τα τηλεοπτικά κανάλια το γνώριζαν αυτό. Ήταν η ευκαιρία τους να βγάλουν μεγάλα έσοδα, να προσελκύσουν τους ανθρώπους πίσω στην τηλεόραση. Οι άνθρωποι δεν άνοιγαν πλέον την τηλεόραση μόνο για να ακούσουν ειδήσεις, περίμεναν και να διασκεδάσουν.
Επιπλέον, το 2020 σημειώνονται και ριζικές μεταρρυθμίσεις στην διοίκηση της Ελληνικής Ραδιοφωνικής Τηλεόρασης (ΕΡΤ), καθώς άλλαξε ύφος και λογότυπο, έχοντας μεγάλα σχέδια για την ανασύσταση των ελληνικών προγραμμάτων. Ήδη από το 2019, με την δημιουργία της σειράς «Η ζωή εν τάφω», η ΕΡΤ εξέφρασε την επιθυμία της να γίνει παραγωγός και δικών της σειρών: τα πολιτιστικά και εκπαιδευτικά προγράμματα μειώθηκαν, ενώ τα αθλητικά κανάλια μεταφέρθηκαν στην νέα πλατφόρμα ERTFLIX. Με λίγα λόγια, έκαναν χώρο για μια σειρά από νέα ψυχαγωγικά προγράμματα.
Αν και οι νέες κρατικές σειρές ήταν ελαφρές κωμωδίες, τα υπόλοιπα κανάλια αντέδρασαν δυναμικά. Βλέποντας το κρατικό κανάλι να αναβαθμίζεται και να εξελίσσεται ραγδαία, έκριναν πως χρειάζονταν κι εκείνα μια ανανέωση: τέρμα οι χαριτωμένες κομεντί και οι μικροπεριπέτειες της ελληνικής αστικής καθημερινότητας.
Η πλειοψηφία των σειρών που προβάλλονται έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Βλέπουμε πως κυριαρχεί η αναδρομή σε παλαιότερη εποχή, κυρίως τις δεκαετίες 60’ και 70’, κυρίως επειδή ήταν μία περίοδος με κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις με τη Χούντα να αποτελεί αφορμή για πολλά συμβάντα που οδηγούν σε ενδιαφέρον σενάριο. Όσον αφορά την θεματογραφία, κοινή αφετηρία της δράσης είναι ένα έγκλημα -εύκολος τρόπος να δημιουργήσει αγωνία στον θεατή να «κολλήσει από το πρώτο επεισόδιο». Ωστόσο, αντιφατικό είναι το γεγονός ότι σχεδόν καμία από αυτές τις παραγωγές δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αστυνομική περιπέτεια, αφού αποδεικνύεται σύντομα ότι το επίκεντρο των γεγονότων είναι άλλα θέματα, που αναφέρονται κυρίως σε προκαταλήψεις ή παραδόσεις της ελληνικής κοινωνίας της εποχής εκείνης.
Η καμπάνια της ΕΡΤ για το πρόγραμμά της το 2022-23
Φαίνεται η ανταγωνιστική διάθεση που απέπνεε πλέον και το κρατικό κανάλι
Είναι γνωστές οι πιεστικές κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν (και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα επικρατούν) στις άγριες επαρχίες της Ελλάδας, στα άγρια απομονωμένα χωριά. Σύγχρονο ζήτημα είναι οι προσπάθειες εκμοντερνισμού και κοινωνικής εξέλιξης μικρών κλειστών κοινωνιών, ριζωμένες στον εθιμικό τους τρόπο ζωής. Έτσι, πολλές σειρές διαδραματίζονται σε κοινότητες του έθνους μας, όπου η παράδοση είναι πυξίδα των χαρακτήρων: οι παράνομοι έρωτες στα μικρά χωριά, η ανάγκη διατήρησης της αξιοπρέπειας της οικογένειας, τα οικογενειακά μίση («βεντέτα» στη Κρήτη και στη Μάνη…). Ίσως μέσω της τόσο μεγάλης προβολής αυτών των παρωχημένων αντιλήψεων που ο λαός μας ακόμη κουβαλάει, θέλουν τα τηλεοπτικά προγράμματα να μας θέσουν σε προβληματισμό για την ανάγκη αντιμετώπισής τους.
Βέβαια, η λατρεία για το δράμα δεν είναι φαινόμενο αποκλειστικά ελληνικής κουλτούρας. Γνωστές μας είναι οι σαπουνόπερες με προέλευση από την Αμερική, όπως και οι τηλενουβέλες από τις Λατινικές χώρες, την Αφρική και, βέβαια, το Μεξικό. Πολλές φορές οι δυο όροι μπερδεύονται: η τηλενουβέλα περιέχει συνήθως μια ερωτική ιστορία ανεπίτρεπτη λόγω ταξικών διακρίσεων και υπάρχει ένας προφανής εχθρός που σαμποτάρει τους ήρωες, ενώ η σαπουνόπερα ενίοτε περιέχει παρεξηγήσεις μεταξύ οικογενειών. Το κίνημα αυτό είχε μεγάλη επιτυχία στην χώρα μας, όπως γίνεται αντιληπτό, από την δεκαετία του 50’.
Σε κάθε περίπτωση, ήρθε η ώρα να προχωρήσουμε από αυτή την δραματική απεικόνιση της μυθοπλασίας και να αξιοποιήσουμε τις ικανόητες συγγραφής που έχουν να προσφέρουν οι άξιοι καλλιτέχνες του τόπου μας.