Σαρακατσάνοι,
οι αρχαιότεροι Έλληνες
Ελένη Χουλιαρά (Α'4)
Ελένη Χουλιαρά (Α'4)
Οι Σαρακατσάνοι ή Σαρακατσιάνοι ή Σαρακατσαναίοι είναι πληθυσμιακή ομάδα Ελλήνων. Την προέλευση αλλά και τη διάλεκτο των Σαρακατσάνων μελέτησαν από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα κορυφαίοι επιστήμονες, αποδεικνύοντας την αρχαιοελληνική καταγωγή τους.
Ο Δανός γλωσσολόγος και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης Hoeg Carsten, ο οποίος ταξίδεψε στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1920 και μελέτησε τη διάλεκτο και τις παραδόσεις τους υποστηρίζει ότι οι Σαρακατσάνοι είναι αρχαιοελληνικό φύλο [“Les Saracatsans, une tribu nomade greque” (1925)].
Ο Άγγλος ιστορικός και ανθρωπολόγος John Kennedy Campbell, ο οποίος μελέτησε τους Σαρακατσάνους της Ηπείρου το 1955, ακολουθώντας το νομαδικό τους βίο, υποστήριξε ότι οι Σαρακατσάνοι ζούσαν πάντα υπό τις ίδιες συνθήκες και στις ίδιες περιοχές, όπως και επί των ημερών του [“Honour, Family and Patronage: A Study of Institutions and Moral Values in a Greek Mountain Community” (1965)].
Ο Βρετανός συγγραφέας και φιλέλληνας Sir Patrick Michael Leigh Fermor υποστήριξε ότι οι Σαρακατσάνοι κατάγονται από δωρικά φύλα, τα οποία έμειναν απομονωμένα για αιώνες στους ορεινούς όγκους της ηπειρωτικής Ελλάδας, κυρίως στην Πίνδο, υπογραμμίζοντας πως τα γεωμετρικά σχέδια στην κεραμική των Δωριέων διασώζονται μέχρι σήμερα στα σχέδια που κοσμούν τις παραδοσιακές σαρακατσάνικες ενδυμασίες [“Roumeli: Travels in Northern Greece” - 1966)].
Τέλος, η λαογράφος και συγγραφέας Αγγελική Χατζημιχάλη, η οποία αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής και του έργου της στην μελέτη των Σαρακατσάνων και επίσης έζησε μαζί τους, υποστηρίζει την καταγωγή τους από νομαδικά φύλα της αρχαίας Ελλάδας, βασιζόμενη στην ομοιότητα της σαρακατσάνικης τέχνης με την τέχνη της Γεωμετρικής εποχής [“Οι Σαρακατασάνοι” (1957)].
Κοιτίδα των Σαρακατσαναίων ήταν η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου και η Ρούμελη με επίκεντρο τα Άγραφα. Ο διασκορπισμός τους από την αρχική κοιτίδα τους προς την υπόλοιπη ηπειρωτική Ελλάδα έγινε επί Τουρκοκρατίας και κυρίως τον 18ο αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά.
Από τους ίδιους μελετητές αλλά και από πολλούς άλλους μεταγενέστερα υποστηρίχθηκε ότι η Σαρακατσάνικη διάλεκτος, είναι ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία, που φέρει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου.
Ειδικότερα, η γλώσσα των Σαρακατσάνων είναι πρωτοελληνική, περιέχει αιολικά, δωρικά και βορειοθεσσαλικά στοιχεία (τα οποία συγγενεύουν ή είναι ίδια με τα αιολικά) και συνεχίζει αναλλοίωτη στους αιώνες. Σύμφωνα με τον καθηγητή γλωσσολογίας Μανώλη Τριανταφυλλίδη [“Νεοελληνική Γραμματική, Ιστορική Εισαγωγή” (1938)] τα νεοελληνικά ιδιώματα μπορούν να καταταχθούν σε δυο μεγάλες ομάδες, χωρισμένες αναμεταξύ τους με κάθετη περίπου γραμμή, στα δυτικά και τα ανατολικά. Στα δυτικά ιδιώματα ανήκουν τα πελοποννησιακά, τα στερεοελλαδίτικα, τα ηπειρώτικα και τα Σαρακατσάνικα. Δυτική με κορμό τη Δωρική ήταν άλλωστε και η διάλεκτος που μιλούσαν στην γεωγραφική περιοχή όπου δραστηριοποιούνταν οι Σαρακατσάνοι έχοντας τις περισσότερες ομοιότητες με τις διαλέκτους της περιοχής.
Παράλληλα, ο μεγαλύτερος όγκος των λέξεων της Σαρακατσάνικης λαλιάς προέρχεται από ρίζες της ομηρικής γλώσσας που θεωρείται μια ποικιλία ιωνικών και αιολικών ιδιωμάτων. Ο Νίκος Η. Κατσαρός στο βιβλίο “Αρχαιοελληνικές Ρίζες του Σαρακατσιάνικου Λόγου” Μέρος Α΄ (1995) και Μέρος Β΄ (2004) κατέγραψε και ετυμολόγησε πάνω από 500 σπάνιες σαρακατσάνικες λέξεις. Σε 302 από αυτές απαντώνται οι ρίζες τους στα έπη του Ομήρου. Κάποιες, μάλιστα, με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και την ίδια σημασία, άλλες με ελάχιστες διαφορές. Χαρακτηριστικά αναφέρονται μερικές εξ αυτών: η λέξη πίνος, που απαντάται μόνο στο Σαρακατσάνικο λόγο (το λερωμένο νερό, μετά το πλύσιμο των μαλλιών των προβάτων, από το πίνος=ρύπος, ακαθαρσία), αγγελοκρούομαι (εξανίσταμαι, δαιμονίζομαι, θίγομαι εύκολα, από το Άγγελος και κρούω), ακουρμαίνομαι ή ακουρμάζομαι (ακούω με εντεταμένη προσοχή, από το ακροάομαι-ακροώμαι), αρμακάς (σωρός από πέτρες, από το έρμαξ-κος = σωρός λίθων).
Αξίζει επίσης, να αναφερθεί ότι οι Σαρακατσάνοι έγραφαν τους στίχους των τραγουδιών τους στο ιαμβικό μέτρο, δεκαπεντασύλλαβο, όπως ο Όμηρος.
Όσον αφορά στην ετυμολογία της λέξης “Σαρακατσάνος” η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι προέρχεται από την τουρκική λέξη “καρά” (μαύρος, μαύρα ρούχα) και την τουρκική μετοχή “κατσιάν” (φυγάς, ανυπότακτος), γιατί, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι κάτοικοι της περιοχής των Αγράφων, αντιτασσόμενοι στους Τούρκους κατακτητές, δεν πλήρωναν φόρους και, για να διαφύγουν τις συνέπειες της στάσης τους αυτής, άρχισαν να μετακινούνται από τόπο σε τόπο, ντυμένοι στα μαύρα σε ένδειξη πένθους.
Οι Σαρακατσάνοι ζούσαν ως νομάδες κτηνοτρόφοι και παλαιότερα μετακινούνταν το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώνα στα χειμαδιά. Ήταν οργανωμένοι σε μικρές κοινωνίες, τα “Τσελιγκάτα”, αποτελούμενες από 20-50 οικογένειες, που συνιστούσαν παράλληλα και ένα είδος άτυπου οικονομικού συνεταιρισμού. Το “Τσελιγκάτο” είχε αρχηγό, ο οποίος ρύθμιζε τα ζητήματα που αφορούσαν στην εκτροφή των ζώων, αλλά και τα ζητήματα που αφορούσαν στην συμβίωση των νομάδων.
Τα σπίτια τους ήταν καλύβες που τις κατασκεύαζαν μόνοι τους, τα “κονάκια” και ήταν δυο τύπων: α) το ορθό κονάκι (κωνοειδής καλύβα), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία (φωτογώνι) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους και β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων και ξύλα.
Η Σαρακατσάνικη κοινωνία ήταν πατριαρχική, ωστόσο η Σαρακατσάνα μητέρα είχε ξεχωριστή θέση, καθώς συμμετείχε σε όλες τις ποιμενικές εργασίες, δεν περιοριζόταν στις δουλειές του σπιτιού και έφερε το βάρος όλης της καθημερινής ζωής. Ήταν βαθιά θρησκευόμενοι χριστιανοί ορθόδοξοι.
Οι Σαρακατσάνοι έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 με σπουδαίους αγωνιστές, κλέφτες και αρματωλούς, με πιο φημισμένους τον αρχικαπετάνιο Κατσαντώνη και τον στρατάρχη Καραϊσκάκη, αλλά και άλλους, όπως τον Δίπλα, τον Λεπενιώτη και τον Ζαχείλα. Συμμετείχαν επίσης στον Μακεδονικό Αγώνα, έχοντας καταστήσει τα Τσελιγκάτα τους κρησφύγετα και ορμητήρια των Μακεδονομάχων, αλλά και στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 στη Βόρεια Ήπειρο.
Η σαρακατσάνικη τέχνη διακρίνεται από αδρές γραμμές, γεωμετρικά σχέδια και σκούρα χρώματα.
Οι ανδρικές και γυναικείες φορεσιές, αποτελούν μοναδικά δείγματα στον ελλαδικό χώρο. Είναι βαριές, φτιαγμένες από μάλλινο χειροποίητο υφαντό και με χαρακτηριστικά γεωμετρικά σχέδια, όπως ο ρόμβος, ο μαίανδρος, η τεθλασμένη γραμμή, ο σταυρός, το φίδι κ.α., συνοδευμένες από αργυροχοϊκά στολίδια (πόρπες, κιουστέκια).
Η σαρακατσάνικη ποδιά αποτελεί χαρακτηριστικό ένδυμα της γυναικείας φορεσιάς. Οι ποδιές των Σαρακατσάνων της Θράκης σε σχήμα τραπεζίου, γνωστές με το όνομα «παναούλες», αποτελούν αληθινά έργα τέχνης.
Τα ξυλόγλυπτα αποτελούν επίσης χαρακτηριστικό δείγμα της σαρακατσάνικης τέχνης. Τα πιο περίτεχνα είναι οι ρόκες, οι κλίτσες και τα σφοντύλια. Τα ξύλινα οικιακά σκεύη των Σαρακατσάνων είναι έργα υπομονής και μιας έμφυτης αίσθησης του μέτρου στη φόρμα.
Οι Σαρακατσάνοι εδώ και πολλές δεκαετίες έχουν εγκαταλείψει τη νομαδική, κτηνοτροφική ζωή στα Τσελιγκάτα και ζούνε σε πόλεις και χωριά, διαφυλάττουν ωστόσο την πολιτισμική τους κληρονομιά, μέσω συλλόγων, εκθέσεων και σχετικών διοργανώσεων.