Σφαγή
Μιχάλης Κολλιόπουλος
Μιχάλης Κολλιόπουλος
Ο μαθητής του Γ'2 Μιχάλης Κολλιόπουλος διακρίθηκε στον διαγωνισμό για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων (Άθλον Ποιήσεως, Γιάννη Κουτσοχέρα- Λένας Στρέφη Κουτσοχέρα)
Δευτέρα ξημερώματα, ανήμερα τ΄Άη Στράτη
οι Γερμανοί αποφάσισαν τον αφανισμό της πόλης
έχοντας σπείρει όλεθρο σ΄ όλη την επαρχία.
Με τις καμπάνες μάζεψαν τον κόσμο στο σχολείο
που ολόρθο στέκει ακόμα εκεί, σήμερα πια μουσείο.
Κι εκεί τους ξεδιαλέξανε γέρους, γυναικοπαίδια
κι άντρες μ’ αμούστακα παιδιά, στην άγουρή τους νιότη
που κίνησαν σε φάλαγγες για του Καππή τη Ράχη
με μια κουβέρτα μοναχά και τρόφιμα μιας μέρας,
αφού τους ξεγελάσανε με υποσχέσεις δόλιες.
Από κει ψηλά οι δύστυχοι, αλλόφρονες θωρούσαν
την πόλη τους να καίγεται, να χάνεται το βιος τους
και οι φλόγες πια να ζώνουνε τριγύρω το σχολείο.
Τότε το ριζικό τους νιώσανε βαθιά μες το πετσί τους
κι ετοιμάστηκαν τον Αχέροντα γρήγορα να διαβούνε.
Μα οι γυναίκες σπάσανε τα πορτοπαραθύρια
πηδώντας μέσ’ απ’ τις φλόγες να σωθούν μαζί με τα παιδιά τους
που κλαίγαν ασταμάτητα λουφάζοντας μέσα στην αγκαλιά τους.
Κάποιοι είπαν πως τους σπλαχνίστηκε ένας φύλακας στρατιώτης
που άνοιξε την πόρτα, σώζοντας έτσι τη μαγιά που θ’ ανάσταινε την πόλη.
Το σύνθημα δόθηκε με μια φωτοβολίδα κι αμέσως άρχισε η σφαγή.
Τα πολυβόλα κροτάλισαν θερίζοντας τους άμοιρους σα στάχυα
κι ύστερα η χαριστική βολή αποτέλειωσε το φονικό τους έργο.
Έπεσαν καμιά πεντακοσαριά κορμιά αντάμα, ολάκερες φαμίλιες,
μόνο δεκατρείς κατάφεραν αναμεσίς σε πτώματα το Χάρο να γελάσουν.
Τρέμει ο Χελμός κι αναριγά, στέρεψε ως κι η Στύγα.
Ρουφά άπληστα η μάνα γη το αίμα των ηρώων
άλικο ποτάμι που ροβολάει ορμητικά απ΄τα ριζά του λόφου
και θα ποτίσει τα σπλάχνα της, να δώσει νια βλαστάρια
αιώνιος φοίνικας που από την τέφρα του πάλι ξαναγεννιέται.
Τρέχουν οι γυναίκες στην ανηφοριά εκεί π’ οδήγησαν τους άντρες
κι αντικρίζοντας τη σφαγή πετρώνουν απ’ τη φρίκη,
ξεσπώντας σ’ ολοφυρμούς ατέλειωτους και μαύρα μοιρολόγια.
Μα με καρτερία αδάμαστη θάβουνε τους νεκρούς τους
σκάβοντας με τα νύχια τους το σκληρό και παγωμένο χώμα.
Ο ουρανός σκοτείνιασε μετέχοντας στο πένθος των ανθρώπων και το ρολόι της εκκλησιάς σταμάτησε στη μαύρη εκείνη ώρα.
Οι άντρες αφανίστηκαν, τα νιάτα στον ανθό τους,
κάηκε η πόλη-σύμβολο, η πόλη των ηρώων,
ο τόπος όπου πρωτάρχισε ο σηκωμός του Γένους.
Απ’ άκρη σ’ άκρη απλώθηκε το φοβερό μαντάτο.
Τ΄ανήκουστο φονικό πάγωσε την Ελλάδα
θανάσιμη λαβωματιά βαθιά μες την καρδιά της.
Μα η συμφορά καταύγασε της λευτεριάς τη στράτα
και σύντομα γιγάντωσε τον εθνικό αγώνα.
Ο άσπρος σταυρός που υψώσανε στον τόπο της θυσίας
αντάμα με τη σκαλιστή στην πέτρα δόλια μάνα
αιώνια σύμβολα ιερά μαρτυρίου και καρτερίας
στέλνουνε διαχρονικά μηνύματα στα πέρατα του κόσμου
να πάψουν πια οι σκοτωμοί, μια κι είμαστε όλοι αδέρφια !