Τεύχος 10ο
Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2024
Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2024
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΒΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΧΘΕΣ ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΑ... ΤΑ ΠΑΘΗ ΣΟΥ
Ελένη Μουχασίρη (Β' 3)
Γιάννης Ρίκος (Α' 4)
ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ
Διονυσία Ράπτη (Α' 2)
ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
Θωμάς Παπαδόπουλος (Α' 2), Γιάννης Ρίκος (Α' 4), Ευάγγελος Σακελλαρίου (Α' 4)
ΝΟΤΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ
Ονειρεύομαι περιπάτους σε πάρκα
Ροζ σύννεφα στον ουρανό για συντροφιά
Μια βόλτα με μουσική σε κάποια βάρκα
Να σιγοτραγουδώ σε μία αγκαλιά
Ονειρεύομαι και ζαλισμένους χορούς
Τα μάτια κουρασμένα από τα φώτα
Να αδιαφορώ για τους λόγους τους γλυκούς
Να γλεντάω, να ανοίγω κάθε πόρτα
Ονειρεύομαι να δω τον Λευκό πύργο
Και εκείνον που το ποτάμι αγναντεύει
Μα από όλους τους γκρίζους να ξεφύγω
Το χρωματιστό κύμα να με μαγεύει
Ονειρεύομαι μελωδία να φέρνω
Γέλιο, δάκρυα και θυμό να προκαλώ
Πλήθη με μάτια θολά να συνεπαίρνω
Και ξανά από την αρχή να ξεκινώ
Ονειρεύομαι να μην έχω όνειρα
Να διαψεύσω τον διάσημο μύθο
Να γεμίζω όλο ημερολόγια
Να ζήσω πέρα από αυτόν τον στίχο
Έψαχνες για τέχνη
πίσω από το άρωμα της αυγής
αποκαλώντας τη σελήνη καλλιτέχνη,
γιατί κεντούσε την ώρα της αλλαγής.
Έψαχνες για τέχνη
στη δειλή κραυγή της αστραπής
μιας μελωδίας φεγγαροστολισμένης
με συγχορδίες ωμής οργής
Έψαχνες στου ουρανού τη γκρίνια
και των αστεριών την ξαγρύπνια
για στίχους με ουσία
και ιστορίες για την ανθρώπινη δημιουργία.
Δεν υπήρχε όμως τέχνη στην ουράνια σκηνή.
Έμενε κρυμμένη στου ανθρώπου την ψυχή.
Γιατί τέχνη δεν είναι της φύσης η παρουσία
αλλά της καρδιάς η γύμνια
που ντύνει τη φύση με ευαισθησία
Και πάλι χάνομαι στο Ιόνιο
και πετιέμαι στου Ομήρου τη δράση.
Φτιάχνω ακρογιαλιές με άμμο και ιώδιο
και ψάχνω προορισμό σε σελίδα άσπρη.
Ο Όμηρος χάθηκε, ο Οδυσσέας του έχει πεθάνει
και μένω εγκλωβισμένη στων στίχων του τη ζάλη
γράφοντας εκ νέου με της εμπειρίας το μελάνι
νέα κατάληξη στου Ομήρου την απάτη.
Οι στίχοι γίνονται άγρια πελάγη
οι σκέψεις άγνωστα εδάφη
και οι διάλογοι μοναδικό σημάδι
που δείχνουν του Ιονίου το μετάξι.
Και πάλι χάνομαι στο Ιόνιο
πέρα από συλλαβές και φράσεις.
Αυτή τη φορά όμως δε γράφω για πάθη
αλλά για το δέος της θαλάσς ης.
Δε χρειάζομαι του Ομήρου το σενάριο
ούτε το πλαστό του ακρογιάλι
με λέξεις γίνεται σεισμός
και ρίχνω τα νησιά του από τον χάρτη.
Πλέω στο Ιόνιο
θαυμάζοντας του ωκεανού τη λάμψη.
Αφήνω τη πεζότητα της στεριάς να βουλιάξει
και γίνομαι η Ιθάκη που είχα ξεχάσει.
Λατρέψαμε τις τσιμεντένιες γέφυρες.
Τόσο, που εκείνα που γεφυρώνουν το χάσμα ανάμεσά μας,
τα γκρεμίσαμε.
Ρίξαμε τα ομορφότερά μας κάστρα.
Σταματήσαμε να διαβάζουμε ποίηση, να μιλάμε,
να ακούμε, να ζωγραφίζουμε,
να αγαπάμε τη μουσική, να αγαπιόμαστε.
Πώς γίναμε έτσι;
Αδρανείς για να νιώθουμε ασφαλείς,
απαθείς για να νιώθουμε προστατευμένοι,
κλειστοί, σαν πέτρες.
Μας πατάνε και δε φωνάζουμε,
μας πετάνε και δεν σπάμε
κι αν μας πετάξουν όλους μαζί,
η γη θα μείνει ακλόνητη.
Κι έτσι, βρεθήκαμε γυμνοί απ’ το ωραιότερό μας ρούχο
κι απέμεινε μια πέτρα.
Εύχομαι να μην ήξερα
ότι τα μάτια μοιάζουν με φεγγάρια,
γιατί τότε δε θα ψιθύριζα στη μέρα
ότι βλέπω φως μόνο τα βράδια.
Εύχομαι να μην ήξερα
ότι τα ανθρώπινα δάκρυα
που φαντάζουν στο μάγουλο ως χάδια,
ραγίζουν τη ψυχή σαν εύθραυστα μάρμαρα.
Και έτσι απ’ τα πολλά σπασμένα αγάλματα
οι άνθρωποι αποφάσισαν να αλλάξουν μάτια
αναζητώντας άλλα ψυχρά και οργισμένα
για να κάνουν τη ψυχή τους τσιμεντένια.
Πήγα κι εγώ λοιπόν σε μαγαζί με μεταχειρισμένα
για να αλλάξω δυο μάτια από δάκρυα πνιγμένα.
Άρχισα να ψάχνω. Ήταν όλα συνηθισμένα
μισοσβησμένα από ζωή και πληγωμένα .
Μου πρότειναν άλλα: χάρτινα ή γερασμένα
τα πρώτα τα ’σκισα, τα άλλα ήταν σαπισμένα.
Συνέχισα να ψάχνω. Ήταν όλα συνηθισμένα
μισοσβησμένα από ζωή και πληγωμένα.
Δεν άλλαξα τα μάτια με μεταχειρισμένα άστρα
κράτησα τα δικά μου τα φεγγάρια.
Δυο μάτια άδεια σαν πρόχειρα στιχάκια
συγκριτικά με του απείρου τα απομεινάρια
(Αλλά)Ζω με τα δικά μου μάτια.
Το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων Ο μαθητής του Γ'2 Μιχάλης Κολλιόπουλος διακρίθηκε στον διαγωνισμό για το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων (Άθλον Ποιήσεως Γιάννη Κουτσοχέρα- Λένας Στρέφη Κουτσοχέρα)
Δευτέρα ξημερώματα, ανήμερα τ΄Άη Στράτη
οι Γερμανοί αποφάσισαν τον αφανισμό της πόλης
έχοντας σπείρει όλεθρο σ΄ όλη την επαρχία.
Με τις καμπάνες μάζεψαν τον κόσμο στο σχολείο
που ολόρθο στέκει ακόμα εκεί, σήμερα πια μουσείο.
Κι εκεί τους ξεδιαλέξανε γέρους, γυναικοπαίδια
κι άντρες μ’ αμούστακα παιδιά, στην άγουρή τους νιότη
που κίνησαν σε φάλαγγες για του Καππή τη Ράχη
με μια κουβέρτα μοναχά και τρόφιμα μιας μέρας,
αφού τους ξεγελάσανε με υποσχέσεις δόλιες.
Από κει ψηλά οι δύστυχοι, αλλόφρονες θωρούσαν
την πόλη τους να καίγεται, να χάνεται το βιος τους
και οι φλόγες πια να ζώνουνε τριγύρω το σχολείο.
Τότε το ριζικό τους νιώσανε βαθιά μες το πετσί τους
κι ετοιμάστηκαν τον Αχέροντα γρήγορα να διαβούνε.
Μα οι γυναίκες σπάσανε τα πορτοπαραθύρια
πηδώντας μέσ’ απ’ τις φλόγες να σωθούν μαζί με τα παιδιά τους
που κλαίγαν ασταμάτητα λουφάζοντας μέσα στην αγκαλιά τους.
Κάποιοι είπαν πως τους σπλαχνίστηκε ένας φύλακας στρατιώτης
που άνοιξε την πόρτα, σώζοντας έτσι τη μαγιά που θ’ ανάσταινε την πόλη.
Το σύνθημα δόθηκε με μια φωτοβολίδα κι αμέσως άρχισε η σφαγή.
Τα πολυβόλα κροτάλισαν θερίζοντας τους άμοιρους σα στάχυα
κι ύστερα η χαριστική βολή αποτέλειωσε το φονικό τους έργο.
Έπεσαν καμιά πεντακοσαριά κορμιά αντάμα, ολάκερες φαμίλιες,
μόνο δεκατρείς κατάφεραν αναμεσίς σε πτώματα το Χάρο να γελάσουν.
Τρέμει ο Χελμός κι αναριγά, στέρεψε ως κι η Στύγα.
Ρουφά άπληστα η μάνα γη το αίμα των ηρώων
άλικο ποτάμι που ροβολάει ορμητικά απ΄τα ριζά του λόφου
και θα ποτίσει τα σπλάχνα της, να δώσει νια βλαστάρια
αιώνιος φοίνικας που από την τέφρα του πάλι ξαναγεννιέται.
Τρέχουν οι γυναίκες στην ανηφοριά εκεί π’ οδήγησαν τους άντρες
κι αντικρίζοντας τη σφαγή πετρώνουν απ’ τη φρίκη,
ξεσπώντας σ’ ολοφυρμούς ατέλειωτους και μαύρα μοιρολόγια.
Μα με καρτερία αδάμαστη θάβουνε τους νεκρούς τους
σκάβοντας με τα νύχια τους το σκληρό και παγωμένο χώμα.
Ο ουρανός σκοτείνιασε μετέχοντας στο πένθος των ανθρώπων και το ρολόι της εκκλησιάς σταμάτησε στη μαύρη εκείνη ώρα.
Οι άντρες αφανίστηκαν, τα νιάτα στον ανθό τους,
κάηκε η πόλη-σύμβολο, η πόλη των ηρώων,
ο τόπος όπου πρωτάρχισε ο σηκωμός του Γένους.
Απ’ άκρη σ’ άκρη απλώθηκε το φοβερό μαντάτο.
Τ΄ανήκουστο φονικό πάγωσε την Ελλάδα
θανάσιμη λαβωματιά βαθιά μες την καρδιά της.
Μα η συμφορά καταύγασε της λευτεριάς τη στράτα
και σύντομα γιγάντωσε τον εθνικό αγώνα.
Ο άσπρος σταυρός που υψώσανε στον τόπο της θυσίας
αντάμα με τη σκαλιστή στην πέτρα δόλια μάνα
αιώνια σύμβολα ιερά μαρτυρίου και καρτερίας
στέλνουνε διαχρονικά μηνύματα στα πέρατα του κόσμου
να πάψουν πια οι σκοτωμοί, μια κι είμαστε όλοι αδέρφια !