ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Ζ -

ζάβαλης, (ο) ουσ. επίθ. δυστυχής, ταλαίπωρος, καημένος.

zavallı = δυστυχής, καημένος.

ζαγάρι, (το) ουσ. κυνηγόσκυλο.

zağar = κυνηγετικός σκύλος, ζαγάρι.

ζαΐφης, (ο) ουσ. φιλάσθενος, καχεκτικός.

zayıf = αδύναμος. || αδύνατος.

ζαμάνι, (το) ουσ. μεγάλο, απροσδιόριστο χρονικό διάστημα.

zaman = χρόνος, καιρός.

ζαμπάκι, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του (κρίνος, νάρκισσος).

zambak = κρίνο, κρίνος.

ζαπτιές, (ο) ουσ. αστυνομικός, χωροφύλακας.

zaptiye = αστυνόμος, ζαπτιές.

ζαρζαβάτι, (το) ουσ. λαχανικό, χορταρικό.

zerzavat, zerzevat = ζαρζαβατικό, λαχανικό.

ζαρίφης, (ο) ουσ. κομψός, λεπτός, ευγενικός.

zarif = κομψός, ζαρίφης.

ζαφορά, σαφορά, (η) ουσ. το φυτό κρόκος.

safran = ζαφορά, κρόκος.

ζάφτι, (το) ουσ. άκλ. κατάληψη, επικράτηση.

zapt = άλωση. || σύλληψη. || πειθαρχία.

ζεβζέκης, επίθ., (ο) ουσ. ανόητος. || κατεργάρης. || ιδιότροπος.

zevzek = ανόητος, ζεβζέκης.

ζεϊμπέκης, (ο) ουσ. εξισλαμισμένος ΄Ελληνας της Μικράς Ασίας. || άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας.

zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.

ζεϊμπεκιά, (η) ουσ. ζεϊμπέκικος χορός.

zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.

ζεϊμπέκικο, (το) ουσ. λαϊκός χορός που εκτελείται από ένα άτομο και η αντίστοιχη μουσική.

zeybek = ζεϊμπέκης, ζεϊμπέκικος.

ζεμπερέκι, (το) ουσ. μπετούγια πόρτας.

zemberek = ελατήριο, σύρτης.

ζεμπίλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου.

zembil = ζεμπίλι.

ζεύκι, (το) ουσ. γλέντι, φαγοπότι, τσιμπούσι, διασκέδαση.

zevk = κέφι. || απόλαυση, ηδονή. || γεύση.

ζίλι, (το) ουσ. ταμπούρλο. || μεταλλικό κρόταλο χορευτών.

zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια.

ζίλια, (τα) ουσ. είδος λαϊκού κρουστού οργάνου.

zil = κουδούνι. || κρόταλο. || ζίλια.

ζόρι, (το) ουσ. άσκηση βίας, εξαναγκασμός. || δυσκολία.

zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος.

ζορίζω, ρ. ασκώ βία, πίεση, εξαναγκάζω.

zor = βία, ζόρι. || δυσκολία. || δύσκολος.

ζοριλίκι, (το) ουσ. συμπεριφορά ανθρώπου ζόρικου. || χυδαία επίδειξη δύναμης.

zorluk = δυσκολία, δυσχέρεια.

ζορμπαλίκι, (το) ουσ. βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά, αυθαιρεσία.

zorbalık = βία, καταπίεση.

ζορμπάς, (ο) ουσ. άνθρωπος βίαιος, αυθαίρετος.

zorba = τύραννος, δυνάστης. || βίαιος.

ζουμπάς, (ο) ουσ. είδος εργαλείου. || (μτφ.) άνθρωπος πολύ κοντός.

zımba = συρραπτικό.

ζουμπούλι, (το) ουσ. το φυτό υάκινθος και το άνθος του.

sümbül = υάκινθος, ζουμπούλι.

ζουρνάς, (ο) ουσ. είδος πνευστού λαϊκού οργάνου.

zurna = ζουρνάς.

ζουρνατζής, (ο) ουσ. οργανοπαίκτης που παίζει ζουρνά.

zurnacı = ζουρνατζής.