ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ
Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας
1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ
- Ο -
-ογλου, κατάλ. κατάληξη πατρωνυμικών επωνύμων.
oğlu, oğul = γιός, γιόκας.
οκά, (η) ουσ. παλαιά μονάδα βάρους στερεών και υγρών.
okka = οκά.
οντάς, (ο) ουσ. δωμάτιο, αίθουσα.
oda = δωμάτιο, κάμαρα, θάλαμος, οντάς.
ουλεμάς, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θεολόγος, ιεροδικαστής.
ulema = σοφοί, θεολόγοι, ουλεμάδες.
ουστ, επιφ. φύγε, ξεκουμπίσου!.
üst = απάνω μέρος. || υπέρ.
ούτι, (το) ουσ. είδος μουσικού οργάνου που μοιάζει με λαούτο.
ut = ούτι. || λαούτο.