ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Δ -

δερβέναγας, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, αρχηγός σώματος στρατού.

derbentağası = δερβέναγας.

δερβένι, (το) ουσ. στενό πέρασμα ανάμεσα σε βουνά.

derbent = στενό πέρασμα, δερβένι.

δερβίσης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος μοναχός.

derviş = δερβίσης, μουσουλμάνος μοναχός.

διαγουμίζω, ρ. λεηλατώ. || σπαταλώ.

yağma = λεηλασία, διαγούμισμα.

διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (1) βλ. ντιβάνι (1).

divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι, σοφάς.

διβάνι, διβάνιο(ν), (το) ουσ. (2) αίθουσα συνεδριάσεων του τουρκικού συμβουλίου του κράτους.|| η τουρκική κυβέρνηση.

divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι, σοφάς.

διβάνιο(ν)

O επιφανής Αυστριακός ανατολιστής Χάμμερ (1774-1856) παράγει τη λέξη διβάνιον από τις περσικές λέξεις "ντιβάν ἔντ (τρελλοί εἶναι)", αναφερόμενος στο εξής ανέκδοτο: ένας σάχης της Περσίας, περνώντας έξω από την αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου, άκουσε τους υπουργούς να θορυβούν και είπε στο συνοδό του: "ἰνάν ντιβάν ἔντ (αὐτοί εἶναι τρελλοί)"· από τότε η λέξη "ντιβάν" σήμαινε συμβούλιο υπουργών· άλλοι παράγουν τη λέξη από την αραμαϊκή λ. "ντιβάν" που σημαίνει γραφείο, λογιστήριο, λογιστικά βιβλία, αίθουσα δικαστηρίου. ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος Θ΄, λ. διβάνιον

δοβλέτι, (το) ουσ. βλ. ντοβλέτι.

devlet = κράτος, δημόσιο. || δοβλέτι.