ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Σ -

σαγανάκι, (το) ουσ. (1) ριπή ανέμου, ανεμοστρόβιλος.

sağanak = ραγδαία βροχή, νεροποντή.

σαγανάκι, (το) ουσ. (2) μικρό σαγάνι. || φαγητό που ψήνεται σε αυτό.

sahan = σαγανάκι, σαγάνι, σαχάνι.

σαγάνι, (το) ουσ. είδος τηγανιού ή ταψιού με δύο λαβές.

sahan = σαγανάκι, σαγάνι, σαχάνι.

σαγιάκι, (το) ουσ. μάλλινο ύφασμα κατάλληλο για κάπες χωρικών.

şayak = είδος μάλλινου υφάσματος.

σαγούλι, (το) ουσ. το νήμα της στάθμης.

şakul = νήμα της στάθμης.

σαγρέ(ς), (ο) ουσ. (1) είδος επιχρίσματος ή βαψίματος τοίχου.

sağrı = καπούλια.

sahre = βράχος.

σαγρέ(ς), (ο) ουσ. (2) είδος δέρματος με κοκκώδη επιφάνεια.

sağrı = καπούλια.

sahre = βράχος.

σαζάνι, (το) ουσ. είδος ψαριού του γλυκού νερού· ο κυπρίνος.

sazan = κυπρίνος, σαζάνι.

σάζι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.

saz = καλάμι, καλαμιά. || σάζι.

σαΐνι, (το) ουσ. είδος γερακιού. || (μτφ.) άνθρωπος εύστροφος.

şahin = γεράκι, σαΐνι.

σακάτης, (ο) ουσ., επίθ. ο ανάπηρος.

sakat = ανάπηρος, σακάτης.

σακατιλίκι, (το) ουσ. αναπηρία.

sakatlık = αναπηρία. || ελάττωμα.

σακουλεύομαι, ρ. (αργκό) αντιλαμβάνομαι επερχόμενο κίνδυνο.

şakullemek = σταθμίζω, αλφαδιάζω.

σαλβάρι, (το) ουσ. είδος φαρδιού παντελονιού, είδος βράκας.

şalvar = σαλβάρι, βράκα.

σαλέπι, (το) ουσ. είδος φυτού. || είδος θερμαντικού ποτού.

salep = σαλέπι.

σαλεπιτζής, (ο) ουσ. παρασκευαστής και πωλητής σαλεπιού.

salepçi = πωλητής σαλεπιού, σαλεπιτζής.

σάμαλι, (το) ουσ. είδος σιροπιαστού γλυκίσματος.

Şam = Δαμασκός.

σαματάς, (ο) ουσ. θόρυβος, ταραχή, φασαρία. || καβγάς.

şamata = θόρυβος, φασαρία, σαματάς.

σαμντάνι, (το) ουσ. κηροπήγιο.

şamdan = κηροπήγιο.

σαμούρι, (το) ουσ. ζιμπελίνα, νυφίτσα.

samur = ζιμπελίνα, σαμούρι.

σαντζάκι, (το) ουσ. διοικητική περιφέρεια. || σημαία με κοντάρι.

sancak = σημαία, λάβαρο, σαντζάκι.

σαντούρι, (το) ουσ. είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.

santur = σαντούρι.

σαν φιστίκ, (το) ουσ. άκλ. φιστίκι Αιγίνης.

şamfıstığı = αιγινίτικο φιστίκι.

σαράι, (το) ουσ. ανάκτορο, παλάτι.

saray = ανάκτορο, παλάτι, σαράι.

σαράτσης, (ο) ουσ. ο σελοποιός.

saraç = σαγματοποιός, σελοποιός.

σαράφης, (ο) ουσ. ο αργυραμοιβός.

sarraf = αργυραμοιβός, σαράφης.

σαραφλίκι, (το) ουσ. το επάγγελμα του σαράφη και το κέρδος του.

sarraflık = το επάγγελμα του σαράφη. || η αμοιβή του σαράφη.

σαρίκι, (το) ουσ. ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το φέσι.

sarık = σαρίκι, τουρμπάνι.

σαρμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού από κιμά και ρύζι· ο ντολμάς

sarma = τύλιγμα. || περίπτυξη. || σαρμάς.

σαστίζω, ρ. προκαλώ σε κάποιον σύγχυση. || συγχύζομαι.

şaşmak = απορώ, εκπλήσσομαι.

σαφορά, (η) ουσ. βλ. ζαφορά.

safran = ζαφορά, κρόκος.

σεβνταλής, (ο) ουσ. ο ερωτοχτυπημένος, ο ερωτιάρης.

sevdalı = ερωτευμένος.

σεβντάς, (ο) ουσ. ο ερωτικός καημός, το ερωτικό πάθος.

sevda = αγάπη, έρωτας, σεβντάς. || επιθυμία.

σεΐζης, (ο) ουσ. ο ιπποκόμος.

seyis = ιπποκόμος, σταβλίτης, σεΐζης.

σεϊτάνης, (ο) ουσ. ο σατανάς, ο διάβολος.

şeytan = σατανάς, διάβολος, δαίμονας.

σεΐχης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος φύλαρχος. || ο ηγούμενος των δερβίσηδων.

şeyh = σεΐχης.

σεκλέτι, (το) ουσ. στενοχώρια, καημός, κυρίως ερωτικός.

sıklet = βάρος. || θλίψη.

σελάχι, (το) ουσ. δερμάτινη ζώνη των φουστανελοφόρων, θήκη για τα όπλα τους.

silah, silâh = όπλο. || άρματα.

Σελτζούκοι, (οι) ουσ. τουρκικό φύλο, τουρκικός λαός, τουρκική δυναστεία.

Selçuk = Σελτζούκος.

σεντέφι, (το) ουσ. το μαργαριτάρι. || το μάργαρο.

sedef = σεντέφι, μάργαρο.

σεντούκι, (το) ουσ. μπαούλο, κασέλα.

sandık = σεντούκι, κιβώτιο.

σερασκέρης, (ο) ουσ. στην Τουρκία, ο αρχιστράτηγος, στρατιωτικός διοικητής.

serasker = πολέμαρχος, αρχιστράτηγος, σερασκέρης.

σεργιάνι, (το) ουσ. περίπατος, βόλτα, σουλάτσο, τσάρκα.

seyran = περίπατος, σεργιάνι. || αγνάντεμα, θέα.

σερδάρης, (ο) ουσ. ο αρχηγός του στρατού.

serdar = αρχιστράτηγος.

σερέτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος δύστροπος, ζόρικος. || στρεψόδικος.

şirret = στρίγκλος, μοχθηρός, σερέτης.

σερμαγιά, σιρμαγιά, (η) ουσ. το αρχικό κεφάλαιο επιχείρησης. || η περιουσία.

sermaye = κεφάλαιο, σερμαγιά.

σερμπέτι, (το) ουσ. είδος πολύ γλυκού και αρωματικού ποτού.

şerbet = σερμπέτι, γλυκό ποτό.

σερσέμης, (ο) ουσ., επίθ. ανόητος, βλάκας, μπουνταλάς. || σαστισμένος.

sersem = ανόητος, βλάκας, σερσέμης. || ζαλισμένος.

σέρτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος οξύθυμος και εκδικητικός.

sert = σκληρός, τραχύς. || βάναυσος.

σέρτικος, επίθ. (για καπνό) βαρύς. || (για άνθρωπο) οξύθυμος.

sert = σκληρός, τραχύς. || βάναυσος.

σεφέρι, (το) ουσ. στράτευμα. || εκστρατεία, πόλεμος, ταξίδι.

sefer = ταξίδι, εκστρατεία, σεφέρι.

σεφτές, (ο) ουσ. η πρώτη πώληση της ημέρας. || αρχή έργου.

siftah = χερικό, ποδαρικό, σεφτές.

σιλτές, (ο) ουσ. στρώμα κρεβατιού. || είδος τάπητα.

şilte = στρώμα.

σιμιτζής, (ο) ουσ. κουλουράς.

simitçi = κουλουρτζής, σιμιτζής.

σιμίτι, (το) ουσ. είδος κουλουριού.

simit = κουλούρι.

σιναμική, (η) ουσ. είδος καθαρτικού φαρμάκου.

sinameki = σιναμική.

σινάφι, (το) ουσ. συντεχνία. || κοινωνική ομάδα, κοινωνική τάξη.

esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία.

σινί, (το) ουσ. είδος μεγάλου στρογγυλού ταψιού.

sini = μεγάλος δίσκος. || σινί.

σιντριβάνι, (το) ουσ. πίδακας νερού, αναβρυτήριο.

şadırvan = σιντριβάνι, πίδακας.

σιρίτι, (το) ουσ. διακοσμητικό κορδόνι. || γαλόνι.

şerit = λωρίδα || ταινία. || σιρίτι. || γαλόνι.

σιρμαγιά (η) ουσ. βλ. σερμαγιά.

sermaye = κεφάλαιο, σερμαγιά.

σισανές, (ο) ουσ. παλιό εμπροσθογεμές τουφέκι.

şişane = "παλιό όπλο".

σισκεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού από μικρά κομμάτια κρέατος ψημένα στη σούβλα.

şişkebap = σουβλάκι. || "σις κεμπάπ".

σιχτίρ, επιφ., (το) ουσ. άκλ., επίρρ. υβριστική έκφραση αγανάκτησης.

sikmek = συνουσιάζομαι.

siktirmek = ~ çekmek σιχτιρίζω.

σκεμπές, (ο) ουσ. κοιλιά ζώου. || στομάχι ζώου από το οποίο παρασκευάζεται πατσάς.

işkembe = σκεμπές, κοιλιά, στομάχι, βραστό κρέας στομάχου ζώου.

σκιάς, (ο) ουσ. άνθρωπος τραχύς και απότομος. || ο κακοποιός.

eşkıya, eşkiya = ληστής, συμμορίτης.

σκιτζής, (ο) ουσ. ο μπαλωματής. || αδέξιος τεχνίτης.

eskici = παλιατζής. || μπαλωματής. || σκιτζής.

σοβάς, (ο) ουσ. ασβεστοκονίαμα. || επίχρισμα τοίχου με ασβεστοκονίαμα.

sıva = σοβάς, κονίαμα, επίχρισμα.

σοβατζής, (ο) ουσ. εργάτης ειδικός στο σοβάτισμα.

sıvacı, sıvaci = σοβατζής.

σοβατίζω, ρ. αλείφω μια επιφάνεια με σοβά.

sıvamak = σοβατίζω, επιχρίω. || πασαλείφω.

σόι, (το) ουσ. γένος, καταγωγή. || συγγενολόι. || είδος.

soy = γένος, καταγωγή, συγγενολόι, σόι.

σοκάκι, (το) ουσ. στενός συνοικιακός δρόμος, στενωπός.

sokak = οδός, δρόμος, σοκάκι.

σομακί, (το) ουσ. άκλ. είδος πολύχρωμου μαρμάρου.

somaki = πορφυρίτης λίθος, μάρμαρο.

σόμπα, (η) ουσ. θερμάστρα.

soba = θερμάστρα.

σορολόπ, (το) ουσ. άκλ. αδιαφορία, νωθρότητα, τεμπελιά.

şorolop = σορολόπ, τέχνασμα, ανοησία.

σουλαντίζω, ρ. καταβρέχω, ποτίζω.

sulamak = ποτίζω.

σουλούπι, (το) ουσ. η εξωτερική εμφάνιση. || μορφή, σχήμα.

üslup, üslüp = ύφος, στιλ. || ρυθμός.

σουλτάνος, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνων μουσουλμανικών κρατών.

sultan = σουλτάνος.

σούμπασης, (ο) ουσ. αξιωματούχος του οθωμανικού κράτους.

subaşı = πηγή.

σουνέτι, (το) ουσ. η περιτομή.

sünnet = περιτομή, σουνέτι. || ο βίος και οι πράξεις του Προφήτη Μωάμεθ.

σουργούνης, (ο) ουσ., επίθ. ο εξόριστος.

sürgün = εξορία. || εξόριστος.

σουρμελής, (o) ουσ. αυτός που βάφει τα μάτια του με σουρμέ.

sürmeli = με βαμμένα μάτια.

σουρμές, (o) ουσ. μαύρη χρωστική ουσία για το βάψιμο των ματιών.

sürme = άλειμμα. || ψιμμύθιο ματιών.

σουρτούκης, (ο) ουσ. αυτός που τριγυρνά άσκοπα στους δρόμους αλητεύοντας.

sürtük = σουρλουλού.

σουτζούκι, (το) ουσ. είδος λουκάνικου. || είδος γλυκού.

sucuk = λουκάνικο, σουτζούκι

σοφάς, (ο) ουσ. είδος χαμηλού καναπέ ή κρεβατιού· μιντέρι.

sofa = χολ, οφίς, αίθουσα, σοφάς.

σοφράς, (ο) ουσ. είδος χαμηλού στρογγυλού τραπεζιού.

sofra = τραπέζι φαγητού. || σοφράς.

σοφτάς, (ο) ουσ. μουσουλμάνος ιεροσπουδαστής.

softa = ιεροσπουδαστής.

σπα(χ)ής, (ο) ουσ. Τούρκος φεουδάρχης. || ιππέας πολεμιστής.

sipahi = τιμαριούχος. || στρατιώτης του ιππικού. || σπαχής.

στουπέτσι, (το) ουσ. ανθρακικός μόλυβδος, που χρησιμοποιείται για την παρασκευή λευκού χρώματος.

üstübeç = στουπέτσι. || ανθρακικός μόλυβδος.

στράφι, επίρρ. χαμένα, μάταια, άδικα, χαράμι.

israf = σπατάλη.