ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Α -

αβτζής, (ο) ουσ. κυνηγός.

avcı = κυνηγός.

αγάς, (ο) ουσ. αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

ağa = αγάς, αρχηγός, τσιφλικάς.

αγιάζι, (το) ουσ. διαπεραστικό κρύο και υγρασία. || πάχνη.

ayaz = αγιάζι, ψύχρα. || πάχνη.

αϊράνι, (το) ουσ. βλ. αριάνι.

ayran = αϊράνι, ξινόγαλα.

ayırmak = χωρίζω, διαιρώ.

αλάνι, (το) ουσ. υπαίθριος χώρος. || αλητόπαιδο, αλήτης.

alan = χώρος. || αλάνα. || περιοχή.

αλατζάς, (ο) ουσ. φτηνό, ποικιλόχρωμο, βαμβακερό ύφασμα.

alaca = αλατζάς. || δίχρωμος, παρδαλός.

άλικο, (το) ουσ. το άλικο χρώμα.

al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα.

άλικος, επίθ. βαθυκόκκινος, κατακόκκινος.

al = κόκκινος. || κόκκινο χρώμα.

αλισ(ι)βερίσι, (το) ουσ. εμπορική συναλλαγή. || κάθε συναλλαγή.

alışveriş = αλισβερίσι. || αγοραπωλησία.

αλμπάνης, (ο) ουσ. πεταλωτής. || άνθρωπος αδέξιος και άπειρος.

nalbant = πεταλωτής.

αμάν, επιφ. έλεος! για όνομα του Θεού!

aman = αμάν. || έλεος!

αμανάτι, (το) ουσ. ενέχυρο, εγγύηση, παρακαταθήκη, υποθήκη.

emanet = ενέχυρο, παρακαταθήκη.

αμανές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου τραγουδιού.

mâni = λαϊκό τραγούδι. || μαντινάδα.

αμπαδέλι, (το) ουσ. είδος πανωφοριού.

aba = κάπα, αμπάς.

αμπανόζι, (το) ουσ. έβενος.

abanoz = έβενος. || εβένινος.

αμπάρι, (το) ουσ. αποθηκευτικός χώρος. || το κύτος του πλοίου.

ambar = αποθήκη. || κύτος.

αμπάς, (ο) ουσ. είδος υφάσματος. || είδος πανωφοριού.

aba = κάπα, αμπάς.

αμπατζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής αμπάδων. || πωλητής αμπάδων.

abacı = κατασκευαστής ή έμπορος χοντρών υφασμάτων.

ανταλής, (ο) ουσ. νησιώτης (ιδιαίτερα του Αιγαίου ή της Προποντίδας).

ada = νησί.

adalı = νησιώτης.

αντάμης, (ο) ουσ., επίθ. θαρραλέος, παλληκαράς.

adam = άνθρωπος, άτομο. || άνδρας.

Adem = Αδάμ.

αντερί, (το) ουσ. μακρύ ανδρικό ένδυμα με μανίκια.

entari = χιτώνας. || αντερί.

αντέτι, (το) ουσ. έθιμο. || συνήθεια.

âdet = έθιμο. || συνήθεια.

αντζούρι, (το) ουσ. ξυλάγγουρο.

acur = ξυλάγγουρο.

αραλίκι, (το) ουσ. τεμπελιά. || χαραμάδα. || διάστημα.

aralık = χαραμάδα. || διάστημα. || δίοδος.

αραμπάς, (ο) ουσ. δίτροχη ή τετράτροχη άμαξα που την έσερναν βόδια ή άλογα, κάρο.

araba = αυτοκίνητο, αμάξι. || άμαξα.

αραμπατζής, (ο) ουσ. ο ιδιοκτήτης ή ο οδηγός του αραμπά.

arabacı = αμαξηλάτης. || αραμπατζής.

αράπης, (ο) ουσ., επίθ. αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή. || ΄Αραβας.

Arap = ΄Αραβας.

αριάνι, (το) ουσ. ξινόγαλα. || αραιωμένο γιαούρτι.

ayran = αϊράνι.

ayırmak = χωρίζω.

Αρναούτης, (ο) ουσ. Αλβανός. || Αρβανίτης.

Arnavut = Αλβανός. || Αρβανίτης.

αρσίζης, (ο) ουσ., επίθ. αναιδής, ξετσίπωτος.

arsız = αναιδής, ξετσίπωτος. || πονηρός.

ασίκης, (ο) ουσ., επίθ. λεβέντης, παλληκαράς. || ωραίος. || εραστής.

aşık, âşık = εραστής. || βάρδος. || ασίκης.

ασλάνι, (το) ουσ. λιοντάρι. || άνθρωπος δυνατός και ρωμαλέος.

a(r)slan = λιοντάρι.

ασκέρι, (το) ουσ. πολυπληθές σώμα στρατού. || όχλος.

asker = στρατιώτης. || στρατός.

ασουρές, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου γλυκού από βρασμένο σιτάρι, σταφίδες, καρύδια κ.ά.

aşure = είδος γλυκού με δημητριακά και σταφίδες.

αστάρι, (το) ουσ. η φόδρα. || η πρώτη επάλειψη μιας επιφάνειας.

astar = αστάρι, φόδρα.

ατζαμής, (ο) ουσ., επίθ. αδέξιος. || άπειρος. || πρωτόπειρος.

acemi = αδαής. || ατζαμής.

ατζέμ πιλάφι, (το) ουσ. πιλάφι μαγειρεμένο με τον περσικό τρόπο.

acem pilavı = ατζέμ πιλάφι.

ατζέμικος, επίθ. περσικός.

Acem = Πέρσης.

-ατζής –ατζού, κατάλ. ουσ. βλ. -τζής.

-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.

άτι, (το) ουσ. αρσενικό άλογο ιππασίας ή πολεμικό άλογο.

at = άλογο, άτι.

άφεριμ, αφερίμ, επιφ. εύγε, μπράβο.

aferim, aferin= εύγε, μπράβο.

αφιόνι, (το) ουσ. φυτό από το οποίο παράγεται το όπιο. || το όπιο.

afyon = όπιο, αφιόνι.

αχαΐρευτος, επίθ., (ο) ουσ. που δεν έχει κάνει χαΐρι.

hayır = ευεργεσία, καλό.|| προκοπή, χαΐρι.

αχμάκης, επίθ., (ο) ουσ. αφελής, απλοϊκός, κουτός. || νωθρός, τεμπέλης.

ahmak = βλάκας, χαζός, μωρός.

αχούρι, (το) ουσ. στάβλος. || αχυρώνας.

ahır = αχούρι, στάβλος. || βουστάσιο.

αχτάρης, (ο) ουσ. έμπορος αρωματικών προϊόντων. || ψιλικατζής.

aktar = μικροπωλητής. || έμπορος μπαχαρικών. || μυροπώλης.

αχταρμάς, (ο) ουσ. διαμετακόμιση, μεταφόρτωση. || ανακάτωμα.

aktarma = διαμετακόμιση,μεταφόρτωση.

άχτι, (το) ουσ. άκλ. έντονη επιθυμία, πόθος. || πόθος για εκδίκηση.

ahd, ahit = όρκος. || σύμφωνο. || άχτι.

αχτναμές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ειδικό έγγραφο (συνθήκη).

ahd + name

ahd, ahid, ahit, aht = σύμφωνο, διαθήκη.

name = έγγραφο, γράμμα.