ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Κι-Κω -

κιλίμι, (το) ουσ. είδος χαλιού.

kilim = χαλί, κιλίμι.

κιμάς, (ο) ουσ. κρέας που έχει αλεστεί σε ειδική μηχανή.

kıyma = κιμάς.

kıymak = ψιλοκόβω, λιανίζω.

κιμπάρης, (ο) ουσ. άνθρωπος αξιοπρεπής και γενναιόδωρος.

kibar = ευγενής. || αξιοπρεπής.

κιμπαρλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα του κιμπάρη.

kibarlık = ευγένεια. || αξιοπρέπεια.

κινά, (η) ουσ., (το) ουσ. άκλ. είδος κόκκινης φυτικής βαφής για τα μαλλιά ή τα νύχια.

kına = χένα, κινά.

κιόσκι, (το) ουσ. περίπτερο. || στέγαστρο σε κήπο. || εξοχικό σπίτι, έπαυλη.

köşk = περίπτερο, κιόσκι. || έπαυλη.

κιοτής, (ο) ουσ. άνανδρος, δειλός, φοβιτσιάρης.

kötü = κακός.

κιούγκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας. || σωλήνας οχετού.

künk = κιούγκι. || πήλινος σωλήνας. || οχετός.

κιούπι, (το) ουσ. πιθάρι.

küp = κιούπι, πιθάρι. || κύβος.

κιρκινέζι, (το) ουσ. είδος αρπακτικού πουλιού.

kerkenes, kerkenez = κιρκινέζι.

κισμέτ(ι), (το) ουσ. άκλ. πεπρωμένο, τύχη, μοίρα, ριζικό.

kısmet = τύχη, πεπρωμένο, κισμέτι.

κιτάπι, (το) ουσ. βιβλίο. βιβλίο λογαριασμών.

kitap = βιβλίο.

κοζάρω, ρ. κοιτάζω προσεκτικά.

koz = ατού, κόζι. || καρύδι.

κόζι, (το) ουσ. στο χαρτοπαίγνιο, το χαρτί που νικάει· το ατού.

koz = ατού, κόζι. || καρύδι.

κολάι, (το) ουσ. ευκολία, άνεση, ευχέρεια.

kolay = εύκολος. || ευκολία.

κολάνι, (το) ουσ. εξάρτημα της σαγής υποζυγίου.

kolan = κολάνι, λουρί, ίγκλα. || σχοινί.

κολαούζος, (ο) ουσ. (1) οδηγός.

kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.

κολαούζος, (ο) ουσ. (2) το σχοινί με το οποίο είναι δεμένος ο δύτης.

kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.

κολαούζος, (ο) ουσ. (3) σπειροτόμος.

kılavuz = οδηγός. || κολαούζος.|| πλοηγός.

κολομπαράς, (ο) ουσ. αρσενοκοίτης. || παιδεραστής.

gulampara, kulampara = παιδεραστής,

κομιτατζής, (ο) ουσ. μέλος κομιτάτου και ειδικότερα του βουλγαρικού.

komitacı = κομιτατζής, αντάρτης, επαναστάτης.

κονάκι, (το) ουσ. κατοικία, κατάλυμα.

konak = αρχοντικό, μέγαρο. || κατάλυμα.

κονεύω, ρ. σταθμεύω, καταλύω για ξεκούραση ή ύπνο.

konmak = καταλύω, σταθμεύω. || στρατοπεδεύω.

κοντσές, (ο) ουσ. μπουμπούκι.

gonca, konca = μπουμπούκι.

κόπ(ι)τσα, (η) ουσ. μικρή πόρπη, θηλύκωμα.

kopça = κόπιτσα.

κοτζάμ, επίθ. άκλ. τόσο μεγάλος. || προσδίδει την έννοια του πολύ μεγάλου, του ογκώδους στα ουσιαστικά που συνοδεύει.

koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος.

kocaman = πελώριος.

κοτζαμάν, επίθ. άκλ. βλ. κοτζάμ.

koca = μεγάλος. || κοτζάμ. || άντρας, σύζυγος.

kocaman = πελώριος.

κοτζάμπασης, κοτζαμπάσης, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, πρόεδρος κοινότητας, δημογέροντας, προεστός.

kocabaşı = πρόκριτος, προεστός, κοτζάμπασης.

κουβαρνταλίκι, (το) ουσ. βλ. χουβαρνταλίκι.

hovardalık = δονζουανισμός. || σπατάλη.

κουβαρντάς, (ο) ουσ. βλ. χουβαρντάς.

hovarda = γυναικάς. || χουβαρντάς.

κουβάς, (ο) ουσ. κάδος.

kova = κουβάς, κάδος.

κουλαντρίζω, ρ. χειρίζομαι επιδέξια. || διευθετώ, εξομαλύνω. || τα καταφέρνω. || περιποιούμαι κάποιον.

kullanmak (από τον τύπο του αορίστου: kullandım) = χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι. || εκμεταλλεύομαι.

κουλές, (ο) ουσ. πύργος, φρούριο. || σκοπιά.

kule = πύργος, κουλές.

κουμάρι, (το) ουσ. τυχερό παιχνίδι που παίζεται με χρήματα.

kumar = κουμάρι, τζόγος. || χαρτοπαιξία.

κουμαρτζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει κουμάρι, ο τζογαδόρος.

kumarbaz, kumarcı = τζογαδόρος, χαρτόμουτρο, χαρτοπαίκτης.

κουμπαράς, (ο) ουσ. μικρό δοχείο για αποταμίευση.

kumbara = κουμπαράς.

κουμπές, (ο) ουσ. θόλος, τρούλος.

kubbe = θόλος, τρούλος, κουμπές.

κουμπούρα, (η) ουσ. είδος πιστολιού. || (μτφ.) άνθρωπος αμόρφωτος, αδιάβαστος μαθητής.

kubur = κουμπούρα, κουμπούρι. || αγωγός αποχέτευσης.

κουντούρα, (η) ουσ. είδος υποδήματος. || ποικιλία σταφυλιού.

kundura = παπούτσι, υπόδημα.

κουραμπιές, (ο) ουσ. είδος γλυκίσματος, || απόλεμος στρατιώτης.

kurabiye = κουραμπιές. || μαλθακός.

κουρασάνι, (το) ουσ. είδος αμμοκονιάματος.

horasan = κονίαμα.

κουρμπάνι, (το) ουσ. ζώο που σφάζεται σε πανηγύρι.

kurban = θυσία. || θύμα. || σφάγιο. || κουρμπάνι.

κουρμπάτσι, (το) ουσ. μαστίγιο, βούρδουλας.

kırbaç = μαστίγιο, βούρδουλας, κουρμπάτσι.

κουρμπέτι, (το) ουσ. ξενιτιά, εξορία. || πιάτσα. || δύσκολη ζωή.

gurbet = ξενιτιά.

κουρσούμι, (το) ουσ. μόλυβδος, μολύβι. || σφαίρα, βόλι.

kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι.

κουρσούνι, (το) ουσ. βλ. κουρσούμι.

kurşun = μόλυβδος. || σφαίρα, βόλι.

κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (1) το κουτσομπολιό.

kuskus = κουσκούσι.

κουσκούς, κουσκούσι (το) ουσ. άκλ. (2) είδος ζυμαρικού σε κόκκους.

kuskus = κουσκούσι.

κουσούρι, (το) ουσ. ελάττωμα, μειονέκτημα. || κακή συνήθεια. || αναπηρία.

kusur = ελάττωμα, έλλειψη, σφάλμα κουσούρι. || παράπτωμα.

κουτούκι, (το) ουσ. (1) μικρή λαϊκή ταβέρνα.

koltuk = μασχάλη. || πολυθρόνα.

~ meyhanesi = ταβερνάκι

kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.

~ gibi = τύφλα στο μεθύσι.

κουτούκι, (το) ουσ. (2) κούτσουρο. || κορμός δέντρου.

kütük = κούτσουρο. || κορμός δέντρου.

κουτουράδα, (η) ουσ. απερισκεψία.

götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.

κουτουρού, επίρρ. απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό.

götürü = κατ΄ αποκοπή. || εργολαβία.

κρεμεζής, επίθ. που έχει το χρώμα του κρεμεζιού· κόκκινος.

kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.

κρεμέζι, (το) ουσ. χρωστική ουσία που παράγεται από ένα είδος εντόμου.

kırmız = κρεμέζι.

κρεμεζί, (το) ουσ. το κόκκινο χρώμα του κρεμεζιού.

kırmızı = κόκκινος, ερυθρός.

κωλοχανείο, (το) ουσ. χώρος όπου επικρατεί αταξία, ασυδοσία.

hane = σπίτι, οίκος. || τετράγωνο.

< Καρ-Κη