ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Ν -

νάζι, (το) ουσ. προσποιητός τρόπος συμπεριφοράς.

naz = νάζι, κάμωμα, φιλαρέσκεια, χάρη.

νάι, νέι, (το) ουσ. είδος πνευστού μουσικού οργάνου.

ney = φλογέρα, νέι.

ναμάζι, (το) ουσ. μωαμεθανική προσευχή.

namaz = προσευχή, ναμάζι, προσκύνημα.

ναργιλές, (ο) ουσ. είδος συσκευής για κάπνισμα.

nargile = ναργιλές.

νε, σύνδ. αποφ. (με επανάληψη) νε... νε: ούτε... ούτε.

ne = τι; || ούτε.

νέι, (το) ουσ. βλ. νάι.

ney = φλογέρα, νέι.

νενέ, (η) ουσ. άκλ.γιαγιά.

nene, nine = γιαγιά, νενέ. || κυρούλα.

νέφτι, (το) ουσ. τερεβινθέλαιο.

neft = νέφτι.

νιζάμης, (ο) ουσ. οπλίτης του τακτικού τουρκικού στρατού.

nizam = τάξη, ρύθμιση, διάταξη, νόμος.

νισαντίρι, (το) ουσ. το χλωριούχο αμμώνιο.

nişadır = νισαντίρι.

νισάφι, (το) ουσ. άκλ., επιφ. ευσπλαχνία, έλεος. || νισάφι πια! φτάνει πια!

insaf = έλεος, ευσυνειδησία, νισάφι.

νισεστές, (ο) ουσ. είδος αμυλάλευρου.

nişasta = άμυλο.

νούτικος, επίθ. νούτικη κωμωδία: είδος κωμωδίας.

nutuk = ομιλία, αγόρευση, λόγος.

νταβαντούρι, (το) ουσ. φασαρία πολλών ανθρώπων που θορυβούν μαζί.

tevatür = φήμη, διάδοση.

νταβάς, (ο) ουσ. (1) είδος μικρού στρογγυλού ταψιού.

tava = τηγάνι. || τηγανητό φαγητό.

νταβάς, (ο) ουσ. (2) ο νταβατζής.

dava, dâva = δίκη. || αγωγή.

νταβατζής, (ο) ουσ. προστάτης, εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.

davacı, dâvacı = ενάγων, αντίδικος.

νταβραντίζω, ρ. είμαι γεμάτος από ζωτικότητα, σφρίγος.

davranmak = συμπεριφέρομαι. || ενεργώ.

νταγιαντίζω, νταγιαντώ, ρ. υπομένω, υποφέρω. || παίρνω υπόψη μου.

dayanmak = στηρίζομαι, ακουμπώ. || αντέχω, υπομένω, ανέχομαι.

νταγλαράς, (ο) ουσ. μαντράχαλος, μαγκλαράς.

dağlı = βουνίσιος.

νταηλίκι, (το) ουσ. η συμπεριφορά του νταή.

dayılık = ιδιότητα του θείου. || νταηλίκι.

νταής, (ο) ουσ. άνθρωπος που παριστάνει τον παλληκαρά.

dayı = θείος. || προστάτης. || νταής.

ντάλα, επίρρ., ουσ. ακριβώς (ντάλα μεσημέρι, ντάλα καλοκαίρι).

dal = κλαρί. || ειδικότητα, κλάδος.

νταλγκάς, (ο) ουσ. έντονη επιθυμία, πόθος, καημός.

dalga = κύμα. || καλαμπούρι.

νταλιάνι, (το) ουσ. (1) είδος παλιού εμπροσθογεμούς τουφεκιού.

dalyan = ιχθυοτροφείο. || (ν)ταλιάνι. || λεβέντικος.

νταλιάνι, (το) ουσ. (2) το ιχθυοτροφείο.

dalyan = ιχθυοτροφείο. || (ν)ταλιάνι. || λεβέντικος.

νταλίκα, (η) ουσ. μεγάλο όχημα ρυμουλκούμενο από φορτηγό.

talika = κάρο.

νταλκάς, (ο) ουσ. βλ. νταλγκάς.

dalga = κύμα. || καλαμπούρι.

νταμάρι, (το) ουσ. λατομείο.

damar = φλέβα. || λατομείο, νταμάρι.

νταμουζλούκι, (το) ουσ. αρσενικό ζώο για αναπαραγωγή· επιβήτορας.

damızlık = επιβήτορας.

νταντά, (η) ουσ. τροφός, γκουβερνάντα.

dadı = τροφός, νταντά.

νταντεύω, ρ. περιποιούμαι βρέφος ή μικρό παιδί.

dadı = τροφός, νταντά.

νταούλι, (το) ουσ. είδος τυμπάνου.

davul = νταούλι, τύμπανο.

νταραμπούκα, (η) ουσ. είδος τυμπάνου.

darbuka = τουμπελέκι.

νταρί, (το) ουσ. είδος φυτού.

darı = κεχρί.

ντε, μόριο, επίρρ. εμπρός, λοιπόν.

de = επίσης, και. || ούτε. || ακόμα και αν.

ντελάλης, (ο) ουσ. κήρυκας, διαλαλητής, κράχτης.

dellal, tellal, tellâl = τελάλης, διαλαλητής, κράχτης, κήρυκας.

ντεμέκ, επίρρ. τάχα, δήθεν.

demek = λέω. || σημαίνω. || ονομάζω.

ντεμιρτζής, (ο) ουσ. σιδεράς, σιδηρουργός.

demirci = σιδεράς, σιδηρουργός.

ντελβές, (ο) ουσ. το κατακάθι του καφέ.

telve = ίζημα, κατακάθι, ντελβές.

ντελής, (ο) ουσ. τρελός.

deli = τρελός. || στρατιώτης του ιππικού.

ντερέκι, (το) ουσ. άνθρωπος πολύ ψηλός.

direk = δοκάρι, κολόνα, στύλος, κατάρτι.

ντερλικώνω, ρ. τρώω λαίμαργα και πολύ.

dirlik = γαλήνη, ευημερία.

ντερμπεντέρης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος σωστός, αξιαγάπητος.

derbeder = ανοιχτόκαρδος. || ντερμπεντέρης.

ντέρτι, (το) ουσ. στενοχώρια, καημός, κυρίως ερωτικός.

dert = στενοχώρια, καημός, πόνος, ντέρτι. || βάσανο.

ντέφι, (το) ουσ. είδος τυμπάνου με κύμβαλα.

def, tef = ντέφι.

ντιβάνι, (το) ουσ. είδος χαμηλού κρεβατιού.

divan = ανώτατο συμβούλιο.|| δικαστήριο. || ντιβάνι, σοφάς.

ντιπ, επίρρ. τροπ. ολωσδιόλου. || καθόλου.

dip = βυθός. || πυθμένας, πάτος.

ντοβλέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, το κράτος, η κυβέρνηση, το δημόσιο, η εξουσία.

devlet = κράτος, δημόσιο. || δοβλέτι, ντοβλέτι.

ντογρού, ντουγρού, επίρρ. κατ΄ ευθείαν. || αμέσως.

doğru = ευθύς || προς. || απευθείας.

ντολμάς, (ο) ουσ. είδος φαγητού.

dolma = τα γεμιστά.

ντονέρ(ι), (το) ουσ. άκλ. είδος ψημένου κρέατος· ο γύρος.

döner = γύρος. || περιστρεφόμενος.

ντορβάς, (ο) ουσ. ταγάρι. || τάγιστρο.

torba = σακί. || σακούλα. || ζεμπίλι, ντορβάς.

ντορής, (ο) ουσ. ονομασία αλόγου με κοκκινωπό τρίχωμα.

doru = ντορής.

ντόρτια, (τα) ουσ. δύο τεσσάρια στο τάβλι ή σε παιχνίδι ζαριών.

dört = τέσσερα.

ντουβάρι, (το) ουσ. τοίχος.

duvar = τοίχος, ντουβάρι. || μάντρα.

ντουγρού, επίρρ. βλ. ντογρού.

doğru = ευθύς || προς. || απευθείας.

ντουζένι, (το) ουσ. κέφι.

düzen = τάξη, αρμονία.

ντούζικο, (το) ουσ. είδος ρακής.

düz = ίσιος. || επίπεδος. || ομαλός.

ντούζικος, επίθ. ίσιος, απλός. || (για άνεμο) κανονικός.

düz = ίσιος. || επίπεδος. || ομαλός.

ντουλαμάς, (ο) ουσ. ο μανδύας των φουστανελοφόρων.

dolama = περιτύλιγμα.

ντουλάπι, (το) ουσ. ερμάριο.

dolap = ντουλάπι, ερμάριο. || κομπίνα.

ντουμάνι, (το) ουσ. αποπνικτική ατμόσφαιρα από πυκνό καπνό.

duman = καπνός. || σκόνη.

ντουνιάς, (ο) ουσ. ο κόσμος, η ανθρωπότητα.

dünya = κόσμος, υφήλιος. || γη.

ντουντούκα, (η) ουσ. ο τηλεβόας. || η φλογέρα.

düdük = σφυρίχτρα. || αυλός.