ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ
Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας
1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ
- Ι -
ιμάμης, (ο) ουσ. μουσουλμάνος θρησκευτικός λειτουργός. || μουσουλμάνος θρησκευτικός αρχηγός ή ηγεμόνας.
imam = ιμάμης. || θρησκευτικός αρχηγός Μωαμεθανών.
ιμάμ μπαϊλντί, (το) ουσ. άκλ. είδος λαδερού φαγητού με μελιτζάνες. || βλ. και μπαϊλντίζω (με τη σημασία λιποθυμώ).
imambayıldı = ιμάμ μπαϊλντί.
ιμάμ μπαϊλντί
"...ὁ ἰμάμης ...λιγοθύμησε (ἀπό τήν νοστιμιά καί τό πολύ φαΐ πού ἔφαγε)...". Α. Τσοπανάκη, Νεοελληνική Γραμματική, σ.797.
ιραδές, (ο) ουσ. σουλτανικό διάταγμα.
irade = θέληση, βούληση.
ισνάφι, (το) ουσ. βλ. σινάφι.
esnaf = μικρέμπορος. || συντεχνία.
-ιτζής -ιτζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών.
-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.