ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ
Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας
1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ
- Γ -
γαλακτομπούρεκο, (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.
börek = μπουρέκι. || τυρόπιτα.
γελέκο, (το) ουσ. βλ. γιλέκο.
yelek = γιλέκο.
γεμενί, (το) ουσ. (1) είδος μαντηλιού για το κεφάλι.
yemeni = είδος μαντηλιού.
γεμενί, (το) ουσ. (2) είδος παπουτσιού.
yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμενιά, (τα) ουσ. ελαφριά παπούτσια για το σπίτι.
yemeni = είδος παπουτσιού.
γεμιτζής, (ο) ουσ. έμπειρος ναυτικός, θαλασσόλυκος.
gemici = ναυτικός, θαλασσινός.
γενίτσαρος, (ο) ουσ. Τούρκος στρατιώτης του πεζικού.
yeniçeri = γενίτσαρος.
γεντέκι, (το) ουσ. (1) σκοινί με το οποίο ρυμουλκείται ένα πλοίο.
yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας ρυμούλκησης.
γεντέκι, (το) ουσ. (2) σκοινί με το οποίο τραβάει κάποιος ένα ζώο.
yedek = εφεδρικός, βοηθητικός. || ιμάντας ρυμούλκησης.
για, σύνδ. διαζευτικός σύνδεσμος: ή, είτε
ya = ή, είτε. || ω! || μαθές! || δα.
γιαβάς, γιαβάς-γιαβάς, επίρρ. σιγά, σιγά-σιγά.
yavaş = αργός, βραδύς, σιγανός. || σιγά.
γιαβέρης, (ο) ουσ. σωματοφύλακας.
yaver = βοηθός, υπασπιστής.
γιαβουκλού, (η) ουσ. μνηστή. || ερωμένη, αγαπητικιά.
yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά.
γιαβουκλούς, (ο) ουσ. μνηστήρας. || εραστής, αγαπητικός.
yavuklu = μνηστήρας, μνηστή. || αγαπητικός, αγαπητικιά.
γιαβρί, (το) ουσ. νεογνό ζώου και κυρίως πτηνού.
yavru = μωρό, τέκνο. || νεογνό.
γιαβρούμ, ουσ. άκλ., επιφ. τρυφερή προσφώνηση: μωρό μου.
yavrum = αγάπη μου.
γιαγκίνι, (το) ουσ. πυρκαγιά, φωτιά. || (μτφ.) σφοδρό ερωτικό πάθος.
yangın = πυρκαγιά, φωτιά.
γιαγλίδικος, επίθ. (για τροφές) λιπαρός. || παχύς.
yağlı = λιπαρός. || παχύς.
γιακάς, (ο) ουσ. περιλαίμο, κολάρο.
yaka = γιακάς, κολάρο. || όχθη, πλευρά.
γιαλαντζί, επίθ. άκλ., ουσ. άκλ. οτιδήποτε είναι ψεύτικο, όχι γνήσιο.
yalancı = ψεύτικος.
γιαλαντζί-ντολμάς, (ο) ουσ. νηστήσιμος ντολμάς με ρύζι, αμπελόφυλλα.
yalancı dolma = ντολμάδες με ρύζι.
γιάντες, (το) ουσ. άκλ. είδος στοιχήματος μνήμης.
yâd = σκέψη, ανάμνηση.
yades = γιάντες.
yâdetmek, yadetmek = αναφέρω, θυμάμαι.
γιαούρτι, (το) ουσ. παρασκεύασμα από πηγμένο γάλα.
yoğurt = γιαούρτι, οξύγαλα.
γιαουρτλού, (το) ουσ. βλ. γιoγουρτλού.
yoğurtlu = με γιαούρτι.
γιαπί, (το) ουσ. η οικοδομή που δεν έχει τελειώσει.
yapı = οικοδομή. || κτίριο, κτίσμα. || κατασκευή. || γιαπί.
γιαπιτζής, (ο) ουσ. χτίστης, οικοδόμος.
yapıcı = χτίστης, οικοδόμος. || κατασκευαστής.
γιαπράκι, (το) ουσ.είδος ντολμά.
yaprak = φύλλο.
γιαραμπής, (ο) ουσ. Αλλάχ, Θεός.
ya Rabbi, yarabbi = Θεέ μου!
γιαρμάς, (ο) ουσ. είδος ροδάκινου.
yarma = σχίσιμο, τομή. yarmak = σχίζω.
γιασεμί, (το) ουσ. είδος φυτού και το άνθος του.
yasemin = γιασεμί, ίασμος.
γιασμάκι, (το) ουσ. καλύπτρα προσώπου για μουσουλμάνες.
yaşmak = γιασμάκι, καλύπτρα προσώπου.
γιαταγάνι, (το) ουσ. είδος σπαθιού.
yatağan = γιαταγάνι.
γιατάκι, (το) ουσ. στρώμα, κρεβάτι. || κατάλυμα, φωλιά.
yatak = κρεβάτι, στρώμα.
γιαχνί, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. τρόπος μαγειρέματος.
yahni = γιαχνί.
γιλέκο, (το) ουσ. είδος ρούχου χωρίς μανίκια.
yelek = γιλέκο.
γινάτι, (το) ουσ. πείσμα..
inat = πείσμα, γινάτι.
γιορντάνι, (το) ουσ. περιδέραιο.
gerdan = λαιμός, τράχηλος.
gerdanlik = περιλαίμιο. || γιορντάνι.
γιουβαρλάκια, (τα) ουσ. είδος φαγητού.
yuvarlak = σφαιρικός. || στρογγυλός, κυκλικός.
γιουβέτσι, (το) ουσ. είδος φαγητού. || είδος πήλινου σκεύους.
güveç = γιουβέτσι
γιούκος, (το) ουσ. (1) στοίβα κλινοσκεπασμάτων, στρωμάτων, χαλιών κ.α.
yük = φορτίο, βάρος.
yüklük = γιούκος.
γιούκος, (το) ουσ. (2) εσοχή τοίχου, όπου τοποθετείται ο γιούκος (1).
oyuk = κούφιος, κοίλος. || βαθούλωμα, κόγχη.
γιουρούκης, επίθ. άξεστος, βάρβαρος. || που ζει νομαδικά.
yürük = ταχύς, γρήγορος.
γιουρούσι, (το) ουσ. έφοδος, επίθεση.
yürüyüş = βάδισμα. || πορεία. || έφοδος.
γιούχα, επιφ. εκφράζει αποδοκιμασία.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γιουχαΐζω, ρ. εκδηλώνω έντονα την αποδοκιμασία μου.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γιουχάρω, ρ. γιουχαΐζω.
yuh, yuha = γιούχα, ου.
γκάιντα, (η) ουσ. λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο· άσκαυλος.
gayda = γκάιντα, άσκαυλος.
γκαϊντατζής, (ο) ουσ. αυτός που παίζει γκάιντα.
gaydacı = παίχτης γκάιντας.
γκεβεζελίκι, (το) ουσ. φλυαρία.
gevezelik = φλυαρία.
γκελ, (το) ουσ. άκλ. αναπήδηση.
gelmek = έρχομαι, φτάνω.
γκέλα, (η) ουσ. (1) βλ. γκελ.
gelmek = έρχομαι, φτάνω.
γκέλα, (η) ουσ. (2) (στο τάβλι) αποτυχημένη ζαριά.
gele = (στο τάβλι) γκέλα.
γκέμι, (το) ουσ. χαλινάρι.
gem = χαλινάρι, γκέμι.
γκεσέμι, (το) ουσ. κριάρι ή τράγος που οδηγεί το κοπάδι.
kösem, kösemen = γκεσέμι.
γκιαούρης, (ο) ουσ. για τους μουσουλμάνους, αλλόθρησκος, κυρίως χριστιανός.
gâvur = άπιστος, αλλόθρησκος, γκιαούρης.
γκιαούρης
Τουρκική λ. η οποία, κατά κάποιους Τούρκους λεξικογράφους παράγεται από την περσική λ. "γκὲμπρ (= πυρολάτρης)", ενώ κατ΄άλλους είναι παραφθορά της αραβικής λ. "κιαφὶρ" = άπιστος, άθεος, αρνησίθεος. Για τους Τούρκους, η λέξη σήμαινε άπιστος (μή Μουσουλμάνος), και ήταν υβριστική· τη χρησιμοποιούσαν ακόμη και σε επίσημα έγγραφα με τη σημασία Χριστιανός· με το ρυθμιστικό φιρμάνι του έτους 1856, η χρήση της απαγορεύθηκε ως "...υβριστική και αντιβαίνουσα προς την επισήμως διακηρυχθείσαν τότε ισότητα Χριστιανών και Μουσουλμάνων..."· δεν έπαυσε όμως να χρησιμοποιείται σε διάφορες παροιμίες ("δὲν ἀξίζει ὁ γκιαούρης νὰ τοῦ κάμņς καλό, τoῦ γκιαούρη τὸ μυαλὸ ἔρχεται κατόπιν" κ.ά.). ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος Η΄, λ. γκιαούρ.
γκιούμι, (το) ουσ. είδος μεταλλικού δοχείου.
güğüm = κανάτα. || χάλκινο δοχείο.
γλεντζές, (ο) ουσ. που αγαπάει τα γλέντια και τις διασκεδάσεις.
eğlence, eğlenti = διασκέδαση, γλέντι.
γλεντώ, ρ. διασκεδάζω με φαγοπότι, μουσική, χορό.
eğlenmek = διασκεδάζω, γλεντώ.
γούρι, (το) ουσ. καλός οιωνός, καλή τύχη.
uğur = τύχη, γούρι.
γουρλής, επίθ., (ο) ουσ. που πιστεύεται ότι έχει ή προμηνύει καλή τύχη.
uğurlu = τυχερός, γουρλής. || ευοίωνος.
γρέκι, (το) ουσ. πρόχειρο περίφραγμα. || κατοικία.
eğrek = αυλάκι.
γριγρί, (το) ουσ. άκλ. είδος αλιευτικού συγκροτήματος.
gırgır = γριγρί.
γρουσούζης, επίθ., (ο) ουσ. αυτός που προκαλεί ή προμηνύει κακή τύχη.
uğursuz = γρουσούζικος, δυσοίωνος.
γρετίδικος, επίθ. κυρτός. || προσωρινός, πρόχειρος, πρόσθετος.
eğreti = πρόχειρος. || κακοφτιαγμένος.