ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Λ -

λαγούμι, (το) ουσ. υπόνομος, οχετός. || υπόγεια στοά ορυχείου. || υπόγειο όρυγμα για τοποθέτηση και ανάφλεξη εκρηκτικών υλών· φουρνέλο.

lağım, lâğım = αποχέτευση, υπόνομος. || λαγούμι. || νάρκη.

λαγουμιτζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής λαγουμιών.

lağımcı, lâğımcı = καθαριστής υπονόμων, λαγουμιτζής.

λακιρντί, (το) ουσ. άκλ. βλ. λακριντί.

lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί.

λακριντί, (το) ουσ. άκλ. συζήτηση, κουβέντα, φλυαρία, κουβεντολόι.

lakırdı, lâkırdı = λόγια, κουβέντες, λακιρντί.

λαλές, (ο) ουσ. είδος λουλουδιού.

lale, lâle = τουλίπα.

λαπάς, (ο) ουσ. φαγητό από ρύζι που έχει βράσει πολύ και έχει γίνει χυλός. || κατάπλασμα από χυλωμένο ρύζι, λιναρόσπορο κ.ά. || (μτφ.) άνθρωπος πλαδαρός, νωθρός.

lapa, lâpa = λαπάς. || μαλθακός, νωθρός. || κατάπλασμα.

λαχούρι, (το) ουσ. είδος λεπτού υφάσματος πολυτελείας.

lahuri = λαχούρι.

λεβέντης, (ο) ουσ. άνδρας ωραίος, τίμιος, γενναίος, γενναιόδωρος.

levent = λεβέντης, παλληκάρι.

λεβέντης

"Κατά τον μεσν. η λ. δήλωνε μεταξύ άλλων τον απείθαρχο νέο, το παράτολμο παλληκάρι. Η σημερινή σημ. συγκέντρωσε όλα τα θετικά χαρακτηριστικά της ανδρείας, της γενναιότητας και του φιλότιμου, δίνοντας στη λ. τόσο ιδιαίτερο σημασιολογικό περιεχόμενο, ώστε να είναι σχεδόν αδύνατη η απόδοσή της σε ξέν. γλώσσες". Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, λ. λεβέντης

____________________

Κατά τον Τούρκο λεξικογράφο "Σεμσεττίν Σαμῆ", η λέξη παράγεται από το "λεβαντίνος" και σήμαινε αρχικά τους μισθωτούς, τους οποίους στρατολογούσαν οι Βενετοί στην Ανατολή για το στρατό και το ναυτικό τους· το σύστημα αυτό συνέχισαν οι Τούρκοι, οι οποίοι στρατολογούσαν ΄Ελληνες για το στόλο τους· ειδικότερα, "λεβέντ" ονομάζονταν στο τουρκικό ναυτικό οι πεζοναύτες οι οποίοι φορούσαν ιδιαίτερη στολή με γυμνούς βραχίονες. ΠΥΡΣΟΣ Α.Ε., τόμος ΙΕ΄, λ. λεβέντης.

λεγένι, (το) ουσ. η λεκάνη του νιπτήρα.

leğen = λεκάνη.

λεκές, (ο) ουσ. κηλίδα από λιπαρή ή άλλη ουσία.

leke = λεκές, κηλίδα.

λελέκι, (το) ουσ. πελαργός. || (μτφ.) άνθρωπος ψιλόλιγνος.

leylek = πελαργός. || λελέκι.

λεμές, (ο) ουσ. σταφίδα πρώτης ποιότητας. || αλήτης, παλιάνθρωπος, αγύρτης.

eleme = κοσκίνισμα. || πρόκριση. || γύρος.

λεμόντο(υ)ζου, (το) ουσ. άκλ. το κιτρικό οξύ στη μαγειρική· το ξινό.

limontozu, limontuzu = κιτρικό οξύ.

λεμπλεμπί, (το) ουσ. αφράτο στραγάλι.

leblebi = στραγάλι.

λέσι, (το) ουσ. πτώμα ζώου· ψοφίμι. || δυσοσμία, βρόμα.

leş = ψοφίμι, λέσι, πτώμα.

λιμάνι, (το) ουσ. φυσική ή τεχνητή διαμόρφωση ακτής, κατάλληλη για να αγκυροβολούν τα πλοία.

liman = λιμάνι.

λιμάνι

Αντιδάνειο: Από την τουρκική λ. liman που προέρχεται από την ελληνική λ. λιμένιον, υποκοριστικό της αρχαιοελληνικής λ. λιμήν.

λούκι, (το) ουσ. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι. || αυλάκι.

oluk = λούκι, υδρορροή, σωλήνας. || ράβδωση.

λουκουμάς, (ο) ουσ. είδος γλυκού που παρασκευάζεται από αραιή ζύμη η οποία τηγανίζεται σε καυτό λάδι και σερβίρεται με μέλι και κανέλα.

lokma = μπουκιά. || λουκουμάς.

λουκουματζής, (ο) ουσ. κατασκευαστής και πωλητής λουκουμάδων.

lokmacı = λουκουματζής.

λουκούμι, (το) ουσ. μικρό γλύκισμα από άμυλο και ζάχαρη, πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη.

lokum = λουκούμι.

λουλάς, (ο) ουσ. το εξάρτημα του ναργιλέ πάνω στο οποίο τοποθετούνται ο καπνός και τα κάρβουνα. || το κοίλο μέρος

του τσιμπουκιού μέσα στο οποίο τοποθετείται ο καπνός.

lüle = λουλάς.

λουφές, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, ο μισθός, η αμοιβή των αρματολών. || φιλοδώρημα και γενικότερα κέρδος που

αποκτιέται χωρίς κόπο. || δωροδοκία.

ulufe, ulûfe = μισθός, μισθός γενίτσαρου, λουφές.