ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Π -

παζάρι, (το) ουσ. μεγάλη δημόσια αγορά. || εμποροπανήγυρη.

pazar = αγορά, παζάρι. || Κυριακή.

παϊτόνι, (το) ουσ. είδος άμαξας.

payton = άμαξα, φαέθων, παϊτόνι.

παλάσκα, μπαλάσκα, (η) ουσ. φυσιγγιοθήκη. || κυνηγετικός σάκος.

palaska = μπαλάσκα, φυσιγγιοθήκη.

παντζάρι, (το) ουσ. τεύτλο το ερυθρόφυλλο ή κοκκινογούλι.

pancar = παντζάρι, κοκκινογούλι.

παντζούρι, (το) ουσ. εξωτερικό παραθυρόφυλλο.

pancur = παραθυρόφυλλο, παντζούρι.

παπάζι, (το) ουσ. το κορδόνι του φεσιού. || είδος σφουγγαρίστρας.

papaz = παπάς, ιερέας.

παπούτσι, (το) ουσ. υπόδημα.

pabuç, papuç = παπούτσι, υπόδημα.

παρακεντές, (ο) ουσ. παράσιτος. || τιποτένιος. || έκτακτος εργάτης.

perakende = λιανικός.

παραλής, (ο) ουσ. αυτός που έχει πολλά λεφτά· πλούσιος, λεφτάς.

paralı = πλούσιος, λεφτάς, παραλής.

παράς, (ο) ουσ. υποδιαίρεση της τουρκικής λίρας. || το χρήμα.

para = χρήμα, νόμισμα, παράς.

παρτάλι, (το) ουσ. το κουρέλι.

partal = κουρέλι, παρτάλι.

παρτσακλό, (το) ουσ. άτομο με ανάρμοστη εμφάνιση ή συμπεριφορά.

parçalı = τεμαχισμένος. || κατακομματιασμένος.

παρτσάς, (ο) ουσ. κομμάτι.

parça = κομμάτι, τεμάχιο. || τμήμα.

πασαλίκι, (το) ουσ. η ιδιότητα, του πασά. || διοικητική περιφέρεια.

paşalık = πασαλίκι.

πασάς, (ο) ουσ. ανώτατος τίτλος οθωμανού αξιωματούχου.

paşa = πασάς. || στρατηγός.

πασουμάκι, (το) ουσ. είδος γυναικείου υποδήματος. || είδος παντόφλας.

başmak = πασουμάκι. || σανδάλι, πέδιλο. || γυναικεία παντόφλα

παστουρμάς, (ο) ουσ. είδος παστού κρέατος από βουβάλι ή καμήλα.

pastırma = παστουρμάς.

πατιρντί, (το) ουσ. μεγάλος θόρυβος, φασαρία, αναστάτωση.

patırdı, patırtı = θόρυβος, νταβαντούρι, πατιρντί, σαματάς.

πατσαβούρα, (η) ουσ. κουρέλι που χρησιμοποιείται για καθάρισμα.

paçavra = ράκος, κουρέλι, πατσαβούρα.

πατσάς, (ο) ουσ. στομάχι, κοιλιά και πόδια σφαγμένου ζώου.

paça = ποδαράκια. || πατσάς.

πατσατζήδικο, (το) ουσ. βλ.πατσατζίδικο.

paçacı = πωλητής πατσά. || πατσατζίδικο.

πεζεβέγκης, (ο) ουσ. μαστροπός, προαγωγός. || παλιάνθρωπος.

pezevenk = μαστροπός. || πεζεβέγκης.

πεϊνιρλί, (το) ουσ. άκλ. είδος πίτας.

peynirli = με τυρί.

~ pide πεϊνιρλί.

πελτές, (ο) ουσ. πολτός ντομάτας. || είδος μαρμελάδας.

pelte = πελτές. || πολτός.

περβάζι, (το) ουσ. πλαίσιο παραθύρου ή πόρτας.

pervaz = κράσπεδο, περβάζι.

περντάχι, (το) ουσ. βλ. μπερντάκι

perdah = λείανση. || κόντρα ξύρισμα.

περουζές, (ο) ουσ. είδος πολύτιμου λίθου· η κάλαϊς.

firuze = περουζές, τυρκουάζ.

πεσκέσι, (το) ουσ. προσφορά, ιδίως σε φαγώσιμα είδη και ποτά.

peşkeş = δώρο. || πεσκέσι. || καλάθι.

πεσκίρι, (το) ουσ. η πετσέτα του προσώπου.

peşkir = προσόψι, πετσέτα, πεσκίρι

πετιμέζι, (το) ουσ. πυκνόρρευστο σιρόπι από μούστο.

pekmez = πετιμέζι.

πιάζ, άκλ. σαλάτα με βραστά φασόλια.

piyaz = σαλάτα με βραστά φασόλια.

πιλάφι, (το) ουσ. είδος φαγητού από βρασμένο ρύζι.

pilav, pilâv = πιλάφι.

πίτσικος, επίθ. νόθος. || ασήμαντος, ανάξιος λόγου.

piç = νόθος, μπάσταρδος. || παραφυάδα.

πούλι, (το) ουσ. πεσσός σε παιχνίδια (τάβλι, ντάμα). || η πούλια.

pul = γραμματόσημο, χαρτόσημο. || πούλι. || λέπι.

πούλια, (η) ουσ. είδος μικρού διακοσμητικού ενδυμάτων κ.ά.

pul = γραμματόσημο, χαρτόσημο. || πούλι. || λέπι.

πούσι, (το) ουσ. ομίχλη. || στρώμα από ξερές βελόνες πεύκων.

pus = ομίχλη, πούσι, καταχνιά, αχλύς.

πούστης, (ο) ουσ. ομοφυλόφιλος. || (υβριστικά) άνθρωπος ανέντιμος.

puşt = κίναιδος, πούστης.