ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Ε -

εκμέκ, (το) ουσ. βλ. εκμέκ κανταΐφι.

ekmek = ψωμί,άρτος.

εκμέκ κανταΐφι, (το) ουσ. είδος γλυκού.

ekmek kadayıf(ı) = εκμέκ, είδος γλυκού.

εμίρης, (ο) ουσ. τίτλος ηγεμόνα μουσουλμανικού κράτους.

emir, emîr = εμίρης.

εργένης, (ο) ουσ. ανύπαντρος. || αυτός που ζεί μόνος.

ergen = έφηβος. || εργένης.

ερίφης, (ο) ουσ. πονηρός, ανόητος που κάνει τον έξυπνο.

herif = τύπος, υποκείμενο. || ερίφης.