ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Ρ -

ραβανί, ρεβανί (το) ουσ. είδος γλυκού του ταψιού.

revani = ραβανί.

ραγιάς, (o) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ο μη μουσουλμάνος υπήκοος.

raya, reaya = ραγιάς. || ποίμνια. || μη μουσουλμάνοι υπήκοοι.

ραζακί, (το) ουσ. ποικιλία σταφυλιού.

razaki = ροζακί.

ρακή, (η) ουσ. ρακί, (το) ουσ. είδος οινοπνευματώδους ποτού.

rakı = ρακί, ούζο.

ραμαζάνι, Ραμαζάνι, (το) ουσ. γιορτή των μουσουλμάνων. || ο ένατος μήνας του μουσουλμανικού έτους.

ramazan, Ramazan = Ραμαζάνι.

ράφι, (το) ουσ. οριζόντια σανίδα για τοποθέτηση αντικειμένων.

raf = ράφι. || θέση.

ραχάτι, (το) ουσ. η ανάπαυση, η τεμπελιά, το χουζούρι.

rahat = άνεση, ανάπαυση, ησυχία.

ρεβανί, (το) ουσ. βλ. ραβανί.

revani = ραβανί.

ρεζές, (ο) ουσ. η στρόφιγγα πόρτας ή παραθύρου· ο μεντεσές.

reze = μεντεσές, ρεζές. || στρόφιγγα.

ρεζίλι, (το) ουσ. η γελοιοποίηση, ο εξευτελισμός, το ντρόπιασμα.

rezil = ξεφτιλισμένος, ρεζίλης. || άτιμος.

ρεζιλίκι, (το) ουσ. πάθημα ή πράξη που ντροπιάζει, γελοιοποιεί.

rezillik = ρεζιλίκι. || αισχρότητα.

ρεμάλι, (το) ουσ. άνθρωπος ανάξιος λόγου, ελεεινός, τιποτένιος.

remmal = γεωμάντης.

ρεντές, (ο) ουσ. είδος τρίφτη.

rende = τρίφτης. || πλάνη, τριβείο.

ρετσέλι, (το) ουσ. κομπόστα ή γλυκό του κουταλιού με πετιμέζι.

reçel = γλυκό κουταλιού, ρετσέλι.

Ρουμ, (ο) ουσ. ο Ρωμιός.

Rum = Ρωμιός.

ρουμάνι, (το) ουσ. πυκνό δάσος, λόγγος.

orman = δάσος, ορμάνι, ρουμάνι, λόγγος.

Ρούμελη, (η) ουσ. η Στερεά Ελλάδα.

Rumeli = Βαλκάνια. || Ανατολική Ρωμυλία

ρούπι, (το) ουσ. το 1/8 του εμπορικού πήχη (περίπου 0,0825μ.).

rup, urup = ρούπι.

ρουσφέτι, (το) ουσ. χαριστική κυβερνητική εξυπηρέτηση ή παροχή.

rüşvet = δωροδοκία, λάδωμα, ρουσφέτι.