ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ
Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας
1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ
- Φ -
φάκα, (η) ουσ. ποντικοπαγίδα.
fak = φάκα.
φαράσι, (το) ουσ. είδος μικρού φτυαριού για το μάζεμα των σκουπιδιών.
faraş = φαράσι, φτυαράκι.
φαρσί, επίρρ. άπταιστα, χωρίς λάθη.
Farisî = η περσική γλώσσα.
φαρφάρας, φαρφαράς, (ο) ουσ., επίθ. φλύαρος. || καυχησιάρης.
farfara = φανφαρονισμός. || φασαρία. || φλύαρος. || ελαφρόμυαλος.
φαρφουρί, (το) ουσ. λεπτή, κατεργασμένη πορσελάνη. || σκεύος από λεπτή πορσελάνη.
fağfur = κινεζική πορσελάνη.|| φαρφουρί.
φελάχος, (ο) ουσ. ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Αιγύπτου.
fellah = φελάχος.
φερετζές, (ο) ουσ. υφασμάτινη καλύπτρα προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών.
ferace = πανωφόρι, μαντό. || φερετζές.
φέσι, (το) ουσ. είδος καπέλου που φορούν οι Ανατολίτες.
fes = φέσι.
φετφάς, (ο) ουσ. γνωμοδότηση μουφτή ή ιμάμη σχετική με το ιερό μουσουλμανικό δίκαιο.
fetva = ιερονομική ρήτρα. || γνωμοδότηση μουφτή, φετφάς.
φίλντισι, (το) ουσ. ελεφαντόδοντο. || σεντέφι.
fildişi = ελεφαντόδοντο. || χαυλιόδοντας. || φίλντισι.
φιντάνι, (το) ουσ. νεαρό φυτό. || τρυφερός βλαστός. || φυτώριο.
fidan = δενδρύλλιο. || βλαστός. || φιντάνι.
φιρίκι, (το) ουσ. ποικιλία μήλου μικρότερου από τα συνηθισμένα.
ferik = φιρίκι.
φιρί-φιρί, επίρρ. επίμονα, σκόπιμα, σώνει και καλά.
fırıl fırıl = ολόγυρα, γύρω, γύρω.
φιρμάνι, (το) ουσ. σουλτανικό διάταγμα.
ferman = φιρμάνι, διάταγμα.
φισέκι, (το) ουσ. το φυσίγγιο. || δυναμίτης σε σχήμα φυσιγγιού.
fişek = φυσίγγι, φισέκι.
φισεκλίκι, (το) ουσ. φυσιγγιοθήκη.
fişeklik = φυσιγγιοθήκη, φισεκλίκι.
φιστικής, επίθ. που έχει την πράσινη απόχρωση του φιστικιού.
fıstıki = φιστικής. || φιστικί.
φιστίκι, (το) ουσ. ο καρπός της φιστικιάς.
fıstık = φιστίκι.
φλιτζάνι, (το) ουσ. κούπα με λαβή, κύπελλο.
filcan = φλιτζάνι.
fincan = φλιτζάνι, κούπα.
φουκαράς, (ο) ουσ., επίθ. φτωχός. || δυστυχής, κακομοίρης, ταλαίπωρος.
fıkara, fukara = φτωχός. || φουκαράς. || δερβίσης.
φούλι, (το) ουσ. είδος γιασεμιού. || είδος οσπρίου.
fulya = νάρκισσος.
φουντούκι, (το) ουσ. ο καρπός της φουντουκιάς· λεπτοκάρυο.
fındık = φουντούκι.
φραντζόλα, (ή) ουσ. ψωμί με στενόμακρο, κυλινδρικό σχήμα.
francala = φραντζόλα.