ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Καρ-Κη -

καρα-, καρά-, α΄ συνθ. α΄ συνθετικό που α) δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό έχει την ιδιότητα του μαύρου, β) επιτείνει τη σημασία του β΄ συνθετικού.

kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά.

καραβάνα, (η) ουσ. σκεύος για το συσσίτιο των στρατιωτών.

karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο.

καραβανάς, (ο) ουσ. μόνιμος βαθμοφόρος, απαίδευτος και άξεστος.

karavana = καραβάνα. || σιτηρέσιο.

καραβάνι, (το) ουσ. ταξιδιώτες που ταξιδεύουν ομαδικά.

kervan = καραβάνι.

καραβανσεράι, (το) ουσ. χάνι.

kervansaray = καραβάν σεράι.

καραγάτσι, (το) ουσ. το δέντρο φτελιά. || το μαύρο ξύλο της φτελιάς.

karaağaç = φτελιά.

καράγιαλης, (ο) ουσ. βορειοδυτικός άνεμος, η μαϊστροτραμουντάνα.

karayel = βορειοδυτικός άνεμος, μαΐστρος.

καραγκιόζης, (ο) ουσ. πρωταγωνιστής του θεάτρου σκιών.

karagöz = καραγκιόζης. || μαυρομάτης.

καραγκιοζιλίκι, (το) ουσ. χοντρό, χυδαίο αστείο. || (συνήθως στον πληθυντικό, καραγκοζιλίκια) γελοία, ανόητη ενέργεια ή συμπεριφορά.

karagözlük = καραγκιοζιλίκι.

καρακόλι, (το) ουσ. αστυνομική περίπολος. || φυλάκιο. || αστυνομικό τμήμα. || στρατονόμος.

karakol = αστυνομικό τμήμα. || περίπολος. || φυλάκιο. || καρακόλι.

Καραμανλής, καραμανλής, (ο) ουσ. τουρκόφωνος κάτοικος της Καραμανίας, ο οποίος έγραφε και διάβαζε την τουρκική γλώσσα χρησιμοποιώντας ελληνικά γράμματα.

Karamanlı = Καραμανλής.

καραμπογιά, (η) ουσ. μαύρη βαφή.

kara + boya

kara = μαύρος.

boya = βαφή, μπογιά.

καραούλι, (το) ουσ. σκοπιά, βάρδια, φρουρά. || παρατηρητήριο. || ενέδρα. || σκοπός, φρουρός, φύλακας.

karakol = περίπολος. || καρακόλι.

καράς, (ο) ουσ. μαύρος. || μαύρο άλογο.

kara = μαύρος. || ξηρά, στεριά.

καρασεβντάς, (ο) ουσ. μεγάλος καημός από δυνατό, άτυχο έρωτα.

karasevda = μελαγχολία. || μεγάλος έρωτας. || ερωτικός μαρασμός.

κάργ(ι)α, (η) ουσ. είδος μαύρου πουλιού· η καλιακούδα.

karga = κόρακας. || κάργα.

καρναμπίτ(σ)ι, (το) ουσ. κουνουπίδι.

karnabahar, karnabit, karnıbahar = κουνουπίδι.

καρντάσης, (ο) ουσ. αδελφός. || αδελφικός φίλος, σύντροφος.

kardaş, kardeş = αδελφός. || καρντάσης.

καρπούζι, (το) ουσ. το φυτό σίκυς ο κοινός ή υδροπέπων και ο καρπός του.

karpuz = καρπούζι.

καρσί, επίρρ. απέναντι, αντίκρυ.

karşı = απέναντι. || ενώπιον. || σε αντίθεση. || αντίκρυ, καρσί.

καρσιλαμάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού αντικριστού χορού.

karşılama = προϋπάντηση. || καρσιλαμάς.

καρτάλι, (το) ουσ. είδος αετού. || γύπας, όρνιο. || καλάθι.

kartal = αετός. || καρτάλι.

κασαβέτι, (το) ουσ. λύπη, θλίψη.

kasavet = στενοχώρια.

κασέρι, (το) ουσ. είδος κίτρινου τυριού.

kaşar, kaşer = κασέρι.

κασκαβάλι, (το) ουσ. κασέρι.

kaşkaval = είδος τυριού.

κασμάς, (ο) ουσ. είδος σκαπτικού εργαλείου.

kazma = σκαπάνη, αξίνα, κασμάς.

καταντίπ, επίρρ. εντελώς, ολωσδιόλου.

dip = βυθός. || πυθμένας, πάτος.

κατής, (ο) ουσ. Τούρκος δικαστής, ο οποίος δίκαζε οικογενειακές υποθέσεις σύμφωνα με το μουσουλμανικό δίκαιο.

kadı = καδής, κατής, ιεροδίκης.

κάτι, (το) ουσ. πτυχή, τσάκισμα. || στρώση. || όροφος.

kat = όροφος, πάτωμα. || διαμέρισμα. || επίστρωση, πέρασμα.

κατιμάς, (ο) ουσ. κρέας κατώτερης ποιότητας.

katma = πρόσθετο πράγμα, προσθήκη.

κατιμέρι, (το) ουσ. γλυκό του ταψιού από διπλωμένα φύλλα ζύμης.

katmer = φύλλο. || δίπλες.

κατιφές, (ο) ουσ. βελούδο από μετάξι. || είδος φυτού.

kadife = βελούδο.

~ çiçeği = κατιφές.

κατσαμάκι, (το) ουσ. (1) υπεκφυγή, πρόφαση. || νάζι.

kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή.

κατσαμάκι, (το) ουσ. (2) είδος φαγητού.

kaçamak = φυγή, κοπάνα. || υπεκφυγή.

καφάσι, (το) ουσ. (1) τελάρο. || δικτυωτό πλέγμα. || κλουβί.

kafes = κλουβί. || κάγκελα.

καφάσι, (το) ουσ. (2) κεφάλι, κρανίο.

kafa = κεφάλι, κρανίο, καφάσι || μυαλό, νοημοσύνη.

καφενείο, (το) ουσ. κατάστημα και χώρος συνάντησης και αναψυχής, μέσα στο οποίο σερβίρονται καφές, αναψυκτικά, γλυκά, κ.ά. και παίζονται επιτραπέζια παιχνίδια, κυρίως χαρτιά και τάβλι.

kahvehane = καφενείο.

καφενές, (ο) ουσ. καφενείο.

kahvehane = καφενείο.

καφές, (ο) ουσ. οι σπόροι του καφεόδεντρου. || το καφεόδεντρο.

kahve = καφές. || καφενείο.

καφετζής, (ο) ουσ. ιδιοκτήτης καφενείου.

kahveci = καφετζής. || καφεπώλης.

καφτάνι, (το) ουσ. ανδρικό έδυμα πολυτελείας των λαών της Ανατολής.

kaftan = καφτάνι.

κεζάπι, (το) ουσ. υδροχλωρικό οξύ.

kezzap = βιτριόλι. || νιτρικό οξύ.

κεκές, (ο) ουσ. βραδύγλωσσος, τραυλός.

keke = βραδύγλωσσος, τραυλός, κεκές.

κελεπούρι, (το) ουσ. ανέλπιστο εύρημα, απόκτημα, ευκαιρία.

kelepir = κελεπούρι, ευκαιρία.

κεμεντζές, (ο) ουσ. ποντιακή λύρα.

kemençe = ποντιακή λύρα, κεμεντζές.

κεμέρι, (το) ουσ. είδος ζώνης με θήκες για φύλαξη χρημάτων. || βαλάντιο, κομπόδεμα.

kemer = ζώνη.

κεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού.

kebap = ψητό, κεμπάπ.

κερεστές, (ο) ουσ. ξυλεία που χρησιμοποιείται σε οικοδομικές κατασκευές και στη ναυπηγική.

kereste = ξυλεία, ξύλο. || οικοδομική ξυλεία.

κερχανάς, (ο) ουσ. οίκος ανοχής, πορνείο.

kerhane = πορνείο.

κερχανατζής, (ο) ουσ. θαμώνας των πορνείων. || προαγωγός.

kerhaneci = προαγωγός.

κεσάτι, (το) ουσ. αναδουλειά, εμπορική απραξία.

kesat = αναδουλειά, απραξία, κεσάτι.

κεσέμι, (το) ουσ. βλ. γκεσέμι.

kösem, kösemen = γκεσέμι.

κεσές, (ο) ουσ. είδος μικρού στρογγυλού δοχείου.

kâse = κεσές.

kese = σακούλα, σακούλι, θήκη.

κετσές, (ο) ουσ. είδος χοντρού υφάσματος. || είδος χαλιού.

keçe = πίλημα, κετσές.

κέφι, (το) ουσ. χαρούμενη διάθεση, ευδιαθεσία, ευθυμία, όρεξη.

keyif = διάθεση, κέφι, όρεξη.

κεφτές, (ο) ουσ. είδος φαγητού από κιμά, διάφορα υλικά και καρυκεύματα που πλάθονται σε μικρά σφαιροειδή κομμάτια και τηγανίζονται.

köfte = κεφτές.

κεχαγιάς, (ο) ουσ. οικονόμος μεγάλης οικογένειας. || επίτροπος, τοποτηρητής του σουλτάνου, του βεζίρη ή άλλων μεγιστάνων.

kâhya = κεχαγιάς, οικονόμος.

κεχριμπάρι, (το) ουσ. ήλεκτρο. || το χρώμα του ήλεκτρου.

kehlibar, kehribar = κεχριμπάρι, ήλεκτρο.

κεψές, (ο) ουσ. είδος τρυπητής κουτάλας.

kepçe = κουτάλα, χουλιάρα.

κηρομπογιά, (η) ουσ. είδος μπογιάς με βάση το κερί.

boya = βαφή, χρώμα, μπογιά.

< Καβ-Καπ Κι-Κω >