ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Τ -

ταβάνι, (το) ουσ. οροφή.

tavan = οροφή, ταβάνι.

ταγίνι, ταΐνι, (το) ουσ. μερίδα τροφής. || τροφή ζώων.

tayın = συσσίτιο, μερίδα τροφής.

ταζέδικος, επίθ. φρέσκος, νωπός, πρόσφατος.

taze = φρέσκος, νωπός, πρόσφατος.

ταΐνι, (το) ουσ. βλ. ταγίνι.

tayın = συσσίτιο, μερίδα τροφής.

ταϊφάς, (ο) ουσ. φυλή, φάρα. || στράτευμα ατάκτων στρατιωτών.

taife, tayfa = πλήρωμα. || συμμορία.

τακίμι, (το) ουσ. σύνολο πραγμάτων. || ομάδα ατόμων. || ο φίλος.

takım = ομάδα. || σετ, σύνεργα, σειρά εργαλείων, τακίμι.

ταμάμ, επίρρ. ακριβώς, όμοια, σωστά. || στην κατάλληλη στιγμή.

tamam = πλήρης, άρτιος. || εντάξει. || τέλος.

ταμάχι, (το) ουσ. πλεονεξία, απληστία.

tamah = πλεονεξία, απληστία.

ταμαχ(κ)ιάρης, (ο) ουσ., επίθ. πλεονέκτης, άπληστος, λαίμαργος, αχόρταγος.

tamahkâr = πλεονέκτης, άπληστος, φιλάργυρος.

ταμπάκης, (ο) ουσ.βυρσοδέψης.

tabak = πιάτο. || βυρσοδέψης, ταμπάκης.

ταμπλάς, (ο) ουσ. συγκοπή, αποπληξία.

damla = σταγόνα, ρανίδα. || αποπληξία.

ταμπουράς, (ο) ουσ. είδος έγχορδου λαϊκού μουσικού οργάνου.

tambura = έγχορδο όργανο.

ταμπούρι, (το) ουσ. οχύρωμα, χαράκωμα, προμαχώνας. || μονάδα στρατού.

tabur = τάγμα.

ταξίμι, (το) ουσ. είδος μουσικού αυτοσχεδιασμού της λαϊκής ή δημοτικής μουσικής.

taksim = διανομή. || διαίρεση. || ταξίμι.

ταπί, (το) ουσ. άκλ. (1) τουρκικός τίτλος ιδιοκτησίας.

tapu = τίτλος ιδιοκτησίας.

ταπί, (το) ουσ. άκλ., επίρρ. (2) χωρίς χρήματα.

tabi = εξαρτημένος. || υποκείμενος.

τάπια, (η) ουσ. προμαχώνας.

tabya = οχυρό, προπύργιο. || προμαχώνας. || τάπια.

ταραμάς, (ο) ουσ. κόκκινο χαβιάρι, αβγοτάραχο.

tarama = διαγράμμιση. || ταραμάς. || κτένισμα.

ταρατόρι, (το) ουσ. τζατζίκι.

tarator = σκορδαλιά.

ταρσανάς, (ο) ουσ. ναυπηγείο. || ναύσταθμος.

tersane = ναυπηγείο. || ναύσταθμος. || ταρσανάς.

τασάκι, (το) ουσ. μικρό σταχτοδοχείο.

tas = δοχείο, μπολ, τάσι.

τάσι, (το) ουσ. μεταλλικό κύπελλο. || μεταλλικός δίσκος (τροχού αυτοκινήτου, ντραμς, ζυγαριάς).

tas = δοχείο, μπολ, τάσι.

τασκεμπάπ, (το) ουσ. άκλ. είδος φαγητού από μικρά κομμάτια κοκκινιστού κρέατος.

taskebabı = τασκεμπάπ.

ταφλάνι, (το) ουσ. είδος φυτού.

taflan = δάφνη.

ταφτάς, (ο) ουσ. ύφασμα από λεπτό, πυκνοϋφασμένο μετάξι.

tafta = ταφτάς.

ταχίνι, (το) ουσ. πολτός από αλεσμένο σουσάμι.

tahin = ταχίνι.

ταψί, (το) ουσ. είδος μαγειρικού σκεύους για ψήσιμο στο φούρνο.

tepsi = δίσκος. || ταψί.

τεζάκι, τεζάχι, (το) ουσ. πάγκος μαγαζιού.

tezgâh = πάγκος. || εργαστήριο.

τεκές, (ο) ουσ. ισλαμικό μοναστήρι. || καταγώγιο.

tekke = δερβίσικο μοναστήρι. || τεκές.

τελατίνι, (το) ουσ. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού.

telatin = τελατίνι. || ρωσικό δέρμα.

τελεμές, (ο) ουσ. είδος μαλακού άσπρου τυριού.

teleme = τελεμές.

τέλι, (το) ουσ. λεπτό σύρμα. || μεταλλική χορδή μουσικού οργάνου.

tel = σύρμα. || καλώδιο, αγωγός. || νήμα. || τηλεγράφημα. || χορδή. || τέλι.

τεμενάς, (ο) ουσ. είδος ανατολίτικου χαιρετισμού.

temenna(h) = είδος χαιρετισμού, υπόκλιση, τεμενάς.

τεμπέλης, επίθ., (ο) ουσ. οκνηρός, φυγόπονος, χασομέρης.

tembel = τεμπέλης, οκνηρός.

τεμπελχανάς, (ο) ουσ. άνθρωπος πολύ τεμπέλης.

tembelhane = τεμπελχανείο.

τεμπεσίρι, (το) ουσ. κιμωλία.

tebeşir = κιμωλία.

τενεκές, (ο) ουσ. λευκοσίδηρος. || δοχείο από λευκοσίδηρο.

teneke = λευκοσίδηρος, τενεκές.

τενεκετζής, (ο) ουσ. λευκοσιδηρουργός.

tenekeci = λευκοσιδηρουργός.

τέντζερης, (ο) ουσ. κατσαρόλα.

tencere = κατσαρόλα, χύτρα.

τεπές, (ο) ουσ. (1) κορυφή, ύψωμα.

tepe = λόφος, ύψωμα. || κορυφή.

τεπές, (ο) ουσ. (2) η θολωτή κορυφή καπέλου ή φεσιού. || θόλος.

tepe = λόφος, ύψωμα. || κορυφή.

τερζής, (ο) ουσ. ράφτης ελληνικών εθνικών ενδυμασιών.

terzi = ράφτης.

τερλίκι, (το) ουσ. είδος υποδήματος που μοιάζει με κάλτσα.

terlik = παντόφλα. || τερλίκι.

τερτίπι, (το) ουσ. κόλπο, παραπλανητικό τέχνασμα. || νάζι, τσαχπινιά.

tertip = τάξη. || ταξινόμηση. || σχέδιο. || τέχνασμα. || τερτίπι.

τεφαρίκι, (το) ουσ. πράγμα εκλεκτής ποιότητας, σπάνιο, πολύτιμο.

tefarik = σπανιότατος, πολύτιμος.

τεφτέρι, (το) ουσ. τετράδιο λογαριασμών, σημειωματάριο.

defter = τετράδιο. || κατάστιχο. || τεφτέρι.

τζάκι, (το) ουσ. εστία, παραγώνι, παραστιά.

ocak = τζάκι, εστία. || κουζίνα. || παραγώνι, παραστιά.

τζάμι, (το) ουσ. γυαλί. || υαλοπίνακας πόρτας, παραθύρου, βιτρίνας κ.ά.

cam = γυαλί. || παράθυρο. || τζάμι.

τζαμί, (το) ουσ. μουσουλμανικός ναός, τέμενος.

cami = τέμενος. || τζαμί.

τζαμ(ι)λίκι, (το) ουσ. πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται το τζάμι. || τζαμαρία.

camlık = τζαμωτό.

τζάμπα, επίρρ., επίθ. δωρεάν. || πολύ φτηνά. || άδικα, μάταια.

caba = δωρεάν. || τζάμπα.

τζαμπάζης, τσαμπάζης, τσαμπάσης, (ο) ουσ. ζωέμπορος.

cambaz = σκοινοβάτης, ακροβάτης. || ζωέμπορος. || πανούργος, δόλιος.

τζαμπατζής, (ο) ουσ. αυτός που απολαμβάνει κάτι δωρεάν.

cabacı = ασύδοτος. || τζαμπατζής.

τζαναμπέτης, (ο) ουσ., επίθ. άνθρωπος κακότροπος, ιδιότροπος, στριφνός, δύστροπος, στριμμένος· στραβόξυλο.

cenabet = ακάθαρτος. || άθλιος. || τζαναμπέτης.

τζάνεμ, επιφ. καλέ μου, αγαπητέ μου, ψυχή μου.

canım = αγάπη μου, ψυχή μου, τζάνεμ.

τζατζίκι, (το) ουσ. είδος ορεκτικού από γιαούρτι, αγγούρι, σκόρδο κ.ά.

cacık = τζατζίκι.

-τζής -τζού, κατάλ. ουσ. κατάληξη ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή ιδιότητα.

-cı, -ci, -cu, -cü = δηλώνει πωλητή ή τεχνίτη.

τζερεμές, (ο) ουσ. άδικη ζημιά. || άνθρωπος άχρηστος, τεμπέλης.

cereme = πρόστιμο, ποινή. || τζερεμές.

τζιέρι, (το) ουσ. συκώτι. || (πληθ. τα τζιέρια) σπλάχνα, εντόσθια, κυρίως σφαγίου.

ciğer = συκώτι. || πνεύμονας. || συκωταριά.

τζίνι, (το) ουσ. φανταστικό πονηρό πνεύμα.

cin = δαιμόνιο, δαίμονας. || ξωτικό. || τζίνι.

τζιτζί, (το) ουσ. για κάποιον ή κάτι πολύ όμορφο.

cici = ωραίος, τζιτζί. || τζουτζούκος.

τζοβαΐρι, (το) ουσ. πολύτιμος λίθος.

cevahir = κόσμημα.

τζουτζές, (ο) ουσ. νάνος. || γελωτοποιός.

cüce = νάνος.

τζουτζούκος, (ο) ουσ. προσφώνηση αγαπημένου προσώπου.

çocuk = παιδί, γιός.

τιμάρι, (το) ουσ. η περιποίηση, το καθάρισμα υποζυγίου.

tımar = τιμάριο, φέουδο. || περιποίηση.

τιτίζης, (ο) ουσ., επίθ. λεπτολόγος. || δύστροπος, εκνευριστικός.

titiz = σχολαστικός, λεπτολόγος. || ιδιότροπος.

τόκα, (η) ουσ. είδος πόρπης.

toka = αγκράφα, πόρπη.

τοκμάκι, (το) ουσ. ξύλινο σφυρί. || είδος σιδερένιου κόπανου.

tokmak = κόπανος, γουδοχέρι. || ρόπτρο.

τόπι, (το) ουσ. παιδική μπάλα.

top = μπάλα, τόπι. || σφαίρα.

τοπούζι, (το) ουσ. ρόπαλο που απολήγει σε σφαιρικό άκρο. || πόμολο.

topuz = ρόπαλο. || ρόπτρο.

τορβάς, (ο) ουσ. βλ. ντορβάς.

torba = σακί. || σακούλα. || ζεμπίλι, ντορβάς.

τουζλούκι, (το) ουσ. είδος περικνημίδας.

tozluk = γκέτα. || περικνημίδα.

τουλούμι, (το) ουσ. ασκί.

tulum = ασκί. || τουλούμι. || γκάϊντα.

τουλούμπα, (η) ουσ. (1) αντλία, τρόμπα.

tulumba = αντλία.

τουλούμπα, (η) ουσ. (2) είδος γλυκού.

tulumba tatlısı = τουλούμπα (γλυκό).

τουλ(ου)πάνι, (το) ουσ. λεπτό βαμβακερό ύφασμα. || μαντίλα.

tülbent = τουλουπάνι.

τουμπεκί, (το) ουσ. είδος ψιλοκομμένου καπνού για ναργιλέ.

tömbeki = τουμπεκί.

τουμπελέκι, (το) ουσ. είδος στενόμακρου τυμπάνου με πήλινο ηχείο.

dümbelek = τουμπελέκι. || μικρό τύμπανο.

τουράς, (ο) ουσ. το μονόγραμμα του σουλτάνου. || σφραγίδα.

tuğra, tura = τουράς. || κορώνα. || μονόγραμμα και

σφραγίδα σουλτάνων.

Τούρκος, (ο) ουσ. αυτός που κατάγεται από την Τουρκία.

Türk = Τούρκος.

τουρλού, (το) ουσ. άκλ., επίθ. άκλ. είδος φαγητού. || ανάκατα, λογής λογής.

türlü = είδος, διάφορα. || λογής λογής. || είδος φαγητού. || τουρλού.

τουρσί, (το) ουσ. λαχανικό που διατηρείται σε ξίδι ή άρμη.

turşu = τουρσί.

τουσλούκι, (το) ουσ. είδος περισκελίδας.

dizlik = επιγονατίδα.

τουφέκι, (το) ουσ. φορητό πυροβόλο όπλο με μακριά κάννη.

tüfek = τουφέκι.

τουφεξής, (ο) ουσ. κατασκευαστής ή πωλητής τουφεκιών.

tüfekçi = οπλοπώλης. || τουφεξής.

τράμπα, (η) ουσ. ανταλλαγή, αντάλλαγμα.

trampa = ανταλλαγή. || τράμπα.

τρελοκαμπέρω, (η) ουσ. γυναίκα άμυαλη και απερίσκεπτη.

kamber = που είναι μέσα σε όλα.

τσάγαλο, (το) ουσ. το χλωρό αμύγδαλο.

çağla = τσάγαλο.

τσαγανό, (το) ουσ. η ζωτικότητα, το νεύρο, η δύναμη.

çağanoz = καβουράκι.

τσαγανός, (ο) ουσ. ο κάβουρας. || εξάρτημα της ραπτομηχανής.

çağanoz = καβουράκι.

τσαΐρι, (το) ουσ. το λιβάδι.

çayır = λιβάδι, βοσκοτόπι || νομή.

τσακάλι, (το) ουσ. άγριο σαρκοφάγο θυλαστικό.

çakal = τσακάλι.

τσακίρης, (ο) ουσ. γαλανομάτης.

çakır = γαλανομάτης, τσακίρης.

τσακμάκι, (το) ουσ. αναπτήρας.

çakmak = αναπτήρας, τσακμάκι.

τσαλαπετεινός, (ο) ουσ. είδος πτηνού με χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι.

çalı = θάμνος, βάτος.

τσαλί, (το) ουσ. φρύγανο. || είδος θάμνου.

çalı = θάμνος, βάτος.

τσαλίμι, (το) ουσ. επιδέξια κίνηση. || νάζι, κούνημα, τσάκισμα.

çalım = επίδειξη. || νάζι, σκέρτσο. || τσαλίμι.

τσάμι, (το) ουσ. πεύκο.

çam = πεύκο.

τσαμπάζης, τσαμπάσης, (ο) ουσ. βλ. τζαμπάζης.

cambaz = σκοινοβάτης, ακροβάτης. || ζωέμπορος. || πανούργος, δόλιος.

τσαμπουκάς, (ο) ουσ. χαρακιά που γίνεται με ξυράφι. || ζοριλίκι, μαγκιά, νταηλίκι.

çabuk = γοργός, ταχύς. || γρήγορα.

sabıka = προηγούμενες καταδίκες. || μητρώο.

τσανάκα, (η) ουσ. μεγάλο τσανάκι. || γαβάθα.

çanak = γαβάθα, τσανάκα.

τσανάκι, (το) ουσ. πήλινο πιάτο. || άνθρωπος αχρείος. || είδος ασθένειας.

çanak = γαβάθα, τσανάκα.

τσάντα, (η) ουσ. σάκος, σάκα ή σακίδιο.

çanta = τσάντα. || σάκος.

τσαντίρι, (το) ουσ. σκηνή, αντίσκηνο, τέντα, πρόχειρη κατοικία.

çadır = αντίσκηνο, σκηνή. || τέντα. || τσαντίρι.

τσαούσης, (ο) ουσ., επίθ. βαθμός υπαξιωματικού του τουρκικού στρατού.

çavuş = λοχίας.

τσαπαρί, (το) ουσ. είδος πετονιάς με πολλά αγκίστρια.

çapari = τσαπαρί.

τσαπατσούλης, επίθ., (ο) ουσ. άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος.

çapaçul = κακοντημένος. || ακατάστατος.

τσαπράζι(α), (το, τα) ουσ. τα χρυσά ή ασημένια στολίδια και κοσμήματα της εθνικής αντρικής φορεσιάς, που φοριούνταν σταυρωτά στο στήθος.

çapraz = διαγώνιος. || σταυρωτός.

τσαρδάκι, (το) ουσ. καλύβα από κλαδιά, παράπηγμα. || φτωχόσπιτο.

çardak = υπόστεγο. || καλύβα από κλαδιά, τσαρδάκι.

τσάρκα, (η) ουσ. βόλτα, περίπατος, σεργιάνι.

çark = τροχός. || στροφή.

τσαρούχι, (το) ουσ. είδος ελαφρού, χαμηλού παπουτσιού με φούντα στη μύτη.

çarık = τσαρούχι. || φρένο άμαξας.

τσαρσί, (το) ουσ. χώρος όπου βρίσκονται μαγαζιά, αγορά.

çarşı = αγορά, παζάρι.

τσατάλι, (το) ουσ. διχαλωτό ξύλο.

çatal = πηρούνι, περόνη. || διακλάδωση, διχάλα.

τσατίζω, ρ. πειράζω, ενοχλώ, εξοργίζω, εκνευρίζω κάποιον.

çatışmak = συγκρούομαι. || διαπληκτίζομαι.

τσατμάς, (ο) ουσ. είδος λεπτού ξύλινου τοίχου.

çatma = σκελετός κτιρίου.

τσαχπίνης, επίθ., (ο) ουσ. ναζιάρης, ερωτιάρης. || καταφερτζής.

çapkın = τσαχπίνης. || ερωτιάρης.

τσεβρές, (ο) ουσ. κεντητό μαντίλι, τσεμπέρι.

çevre = περιβάλλον. || κύκλος. || τσεβρές. || τσεμπέρι.

τσελε(μ)πής, (ο) ουσ. τίτλος που δινόταν στα παιδιά του σουλτάνου και σε ανώτερο αρχηγό δερβίσικου τάγματος.

çelebi = αρχοντάνθρωπος, κύριος. || ευγενής.

τσελίκι, (το) ουσ. (1) το ατσάλι. || (μτφ.) άνθρωπος υγιής, ρωμαλέος.

çelik = ατσάλι, χάλυβας.

τσελίκι, (το) ουσ. (2) είδος παιδικού παιχνιδιού με βέργες· το ξυλίκι.

çelikçomak = τσιλίκι, ξυλίκι.

τσεμπέρι, (το) ουσ. είδος μαντιλιού για το κεφάλι.

çember = ζωστήρας. || κύκλος. || τσεμπέρι. || στεφάνι.

τσέπη, (η) ουσ. είδος θήκης για μικροαντικείμενα.

cep = τσέπη, θυλάκιο.

τσέτες, (οι) ουσ. Τούρκοι αντάρτες, οργανωμένοι σε συμμορίες.

çete = άτακτος στρατός. || αντάρτες. || συμμορία. || τσέτες.

τσιβί, (το) ουσ. ξύλινο καρφί.

çivi = καρφί.

τσιγγούνης, επίθ. φιλάργυρος, φειδωλός, τσιφούτης.

çingâne, çingene = τσιγγάνος. || αναιδής. || φιλάργυρος.

τσιγκέλι, (το) ουσ. σιδερένιο άγκιστρο.

çengel = γάντζος, τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο.

τσικρίκι, (το) ουσ. χειροκίνητο μηχάνημα, είδος διπλής ρόκας.

çıkrık = βαρούλκο. || ανέμη, ροδάνι.

τσίλικος, επίθ. (για νόμισμα) νεόκοπος, γυαλιστερός.

çil = κουκκίδα. || (για κέρμα) νέος, λαμπερός.

çilçil = τσίλικος.

τσιμπούκι,(το) ουσ. είδος πίπας.

çubuk = βέργα, ραβδί. || λοστός. || πίπα. || τσιμπούκι.

τσιμπούσι, (το) ουσ. φαγοπότι, συμπόσιο, διασκέδαση.

cümbüş = τσιμπούσι, φαγοπότι, συμπόσιο.

τσιπλάκης, επίθ., (ο) ουσ. γυμνός. || άπορος, φτωχός, κακομοίρης.

çı plak = γυμνός. || φτωχός.

τσιράκι, (το) ουσ. μαθητευόμενος τεχνίτης. || οπαδός. || υπηρέτης.

çırak = μαθητευόμενος. || τσιράκι.

τσιρίσι , (το) ουσ. κόλλα που χρησιμοποιούν οι υποδηματοποιοί.

çiriş = κόλλα παπουτσιών.

τσίτι, (το) ουσ. είδος φτηνού βαμβακερού υφάσματος.

çit = φράχτης, περίφραγμα. || τσίτι.

τσιφλίκι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, μεγάλο αγρόκτημα.

çif(t)lik= φάρμα, αγρόκτημα, κτήμα. || έπαυλη. || τσιφλίκι.

τσιφούτης, (ο) ουσ., πίθ. Εβραίος || φιλάργυρος, τσιγγούνης.

çıfıt = τσιφούτης, τσιγκούνης. || Εβραίος.

τσιφτετέλι, (το) ουσ. είδος ανατολίτικου λαϊκού χορού.

çiftetelli = τσιφτετέλι.

τσίφτης, (ο) ουσ., πίθ. άνθρωπος τέλειος. || άνθρωπος καπάτσος.

çift = ζευγάρι. || ζυγός, άρτιος. || διπλός.

τσογλάνι, (το) ουσ. νεαρός ΄Ελληνας στην υπηρεσία του σουλτάνου. || παλιόπαιδο, αλήτης.

= μέσα, εντός. || εσωτερικό.

oğlan = αγόρι, παιδί.

τσόλι, (το) ουσ. κουρέλι.|| φτηνό ή φθαρμένο ρούχο ή στρωσίδι.

çul = σαμαροσκούτι. || τσόλι. || παλιόρουχο.

τσολιάς, (ο) ουσ. εύζωνος.

çul = σαμαροσκούτι. || τσόλι. || παλιόρουχο.

τσο(μ)πάνης, (ο) ουσ. βοσκός, ποιμένας.

çoban = βοσκός, ποιμένας, τσοπάνης.

τσορβάς, (ο) ουσ. σούπα.

çorba = σούπα.

τσορμπατζής, (ο) ουσ. στην Τουρκοκρατία, χριστιανός πρόκριτος ή γαιοκτήμονας.

çorbacı = μάγειρας. || προύχοντας. || πρόκριτος. || αφέντης.

τσότρα, (η) ουσ. ξύλινο δοχείο για κρασί ή νερό· φλασκί.

çotra = φλασκί, τσότρα.

τσουβάλι, (το) ουσ. είδος μεγάλου σάκου.

çuval = σακί, σάκος, τσουβάλι.

τσουένι, (το) ουσ. φυτική ουσία που έχει ιδιότητες σαπουνιού.

çöven = σαπουνόριζα. || τσουένι.

τσουλούφι, (το) ουσ. τούφα μαλλιών.

zülüf = μπουκλίτσα. || τσουλούφι.

τσουμπές, (ο) ουσ. μακρύ πανωφόρι. || ράσο.

cüppe = μανδύας. || τήβεννος. || ράσο. || τσουμπές.

τσουράπι, (το) ουσ. κοντή μάλλινη κάλτσα, χειροποίητη, που φορούν οι χωρικοί.

çorap = κάλτσα.

τσουρέκι, (το) ουσ. είδος αφράτου, γλυκού ψωμιού.

çörek = τσουρέκι.

τσουτσέκι, (το) ουσ. ο μικροκαμωμένος. || ο ανήλικος. || ο θρασύς.

çiçek = λουλούδι.

cüce = νάνος.

τσόχα, (η) ουσ. είδος μονόχρωμου μάλλινου υφάσματος.

çuha = τσόχα.