ΛΙΑΝΑ ΚΟΥΤΡΟΛΙΚΟΥ

Λεξικό Τουρκικών Δανείων της Ελληνικής Γλώσσας

1000 ΚΑΙ ΜΙΑ ΛΕΞΕΙΣ


- Β -

βάι, βάι-βάι, επιφ. αλίμονο.

vay = αχ, όχου, α, βάι.

Βαϊκάλη, (η) ουσ. λίμνη της Σιβηρίας, η βαθύτερη στον κόσμο.

bol + göl

bol = άφθονος, πολύς

göl = λίμνη.

βακούφι, (το) ουσ. κτήμα αφιερωμένο σε μοναστήρι ή ίδρυμα.

vakıf = ίδρυμα. || βακούφι.

βαλής, (ο) ουσ. διοικητής βιλαετιού, νομάρχης.

vali = νομάρχης, βαλής.

βαλιδέ, (η) ουσ. άκλ. μητέρα.

valide = μητέρα.

Βαλκάνια, (τα) ουσ. η βαλκανική χερσόνησος.

balkan = δασώδης οροσειρά. || Βαλκάνια.

βαράκι, (το) ουσ. λεπτό διακοσμητικό φύλλο χρυσού.

varak = φύλλο. || φύλλο μετάλλου. || φύλλο βιβλίου.

βαργεστίζω, ρ. χάνω την υπομονή μου, αποκάμνω, μπουχτίζω.

vazgeçmek = παραιτούμαι. || εγκαταλείπω, παρατάω.

βασιβουζούκος, (ο) ουσ. άτακτος στρατιώτης του οθωμανικού στρατού.

başıbozuk = ασύδοτος. || βασιβουζούκος.

βαχ, επιφ. επιφώνημα που εκφράζει λύπη, πόνο.

vah = βαχ. || ουαί, αλί. || κρίμα.

βεζίρης, (ο) ουσ. στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπουργός.

vezir = βεζίρης, υπουργός.

βελέντζα, (η) ουσ. είδος χοντρού μάλλινου κλινοσκέπασματος.

velense = βελέντζα.

βελούχι, (το) ουσ. πηγή άφθονου νερού.

bolluk = αφθονία.

βεράτιο(ν), (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, σουλτανικό διάταγμα.

berat = σουλτανικό διάταγμα. || βεράτιο.

βερέμης, επίθ., (ο) ουσ. ασθενικός.|| δύστροπος. || μελαγχολικός.

verem = φυματίωση, φθίση, χτικιό.

βερεσέ, επίρρ. με πίστωση.

veresiye = επί πιστώσει, βερεσέ.

βιλαέτι, (το) ουσ. στην Τουρκοκρατία, διοικητική περιφέρεια.

vilâyet, vilayet = νομός. || βιλαέτι.

βουρ, επιφ. δηλώνει δράση, κίνηση.

vurmak = χτυπώ.