ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εκτός από ερμηνευτικό, το Λεξικό του Ιμβριακού Ιδιώματος είναι συγχρόνως και ετυμολογικό παρέχοντας επαρκείς και επιστημονικά έγκυρες και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ιστορική προέλευση του συνόλου των (κυρίως) λημμάτων. Αυτές εμφανίζονται μέσα σε (τετράγωνη) αγκύλη και με την συντομογραφική κεφαλαιογράμματη ένδειξη ΕΤΥΜ σε μια δεύτερη παράγραφο αμέσως μετά την ερμηνευτική παρουσίαση του λήμματος, με αποτέλεσμα η λεξικογραφική του προσέγγιση να διακρίνεται και οπτικά με σαφήνεια σε συγχρονικό-ερμηνευτικό και διαχρονικό-ιστορικό-ετυμολογικό επίπεδο.

Βασική επιδίωξή μας και συγχρόνως ειδοποιός διαφορά με τις ετυμολογικές προτάσεις των υπολοίπων ιδιωματικών λεξικών είναι η κατά το δυνατόν πληρέστερη ετυμολογική παρουσίαση του συνόλου των (εξωτερικών) λημμάτων, προσπαθώντας όχι απλώς να βρούμε την λέξη από την οποία προέρχεται άμεσα το αντίστοιχο ιμβριακό λήμμα αλλά να φτάσουμε, όταν φυσικά αυτό ήταν δυνατό, μέχρι των απώτατο ετυμολογικό της πρόγονο φωτίζοντας συγχρόνως τα γλωσσικά στάδια από μορφοφωνολογική και σημασιολογική άποψη τα οποία αυτός διέτρεξε με το πέρασμα των χρόνων για να καταλήξει στην σημερινή μορφή του ιμβριακού λήμματος. Αναφορά των ενδιάμεσων ετυμολογικών τύπων γίνεται όταν αυτοί:

α) Εμφανίζονται σε διαφορετικές γλώσσες. π.χ.:

γούκιρη … [ΕΤΥΜ.: < γούκερη < τουρκ. yük1 ‘φορτίο’ + τουρκ. yer2 ‘τόπος’ + -η3].

ζίνγκα …[ΕΤΥΜ.: < ιταλ. diga ‘επίχωμα / φράγμα’ < γαλλ. digue < ολλ. dijk].

β) Διαφοροποιούνται ως προς την μορφή. π.χ.:

π’λαλώ …[ΕΤΥΜ.: < πηλαλώ < μσν. πηλαλάω-ω < *ἐπηλω1 ‘ορμώ / τρέχω ορμητικά’ < αρχ. ἐπελαύνω < ἐπ- + ἐλαύνω ‘προχωρώ / ορμώ’ + ἀπολαλω2 ‘φλυαρώ / φωνάζω το κοπάδι να πλησιάσει’ < μτγν. ἀπολαλέω-ω ‘φλυαρώ’ < ἀπο- + λαλέω-ω (βλ. λ.)].

πυρουστιά … [ΕΤΥΜ.: < πυροστιά < μσν. πυροστία < μτγν. πυρεστία ‘τζάκι / θερμάστρα’ < πυρ1 < αρχ. πυρ + ἑστία2 (βλ. ’σ.τιά)].

γ) Εμφανίζονται με διαφορετική σημασία, η οποία σε αυτές τις περιπτώσεις αναγράφεται μέσα σε ανωφερή εισαγωγικά ( ‘…’ ) δίπλα στην οικεία λέξη. π.χ.:

καταλαχού … [ΕΤΥΜ.: < μσν. καταλαχαίνω1 ‘συναντώ τυχαία’ < αρχ. καταλαγχάνω ‘παίρνω με κλήρο’ < κατα- + λαγχάνω + -ού2].

Στην ιδιαίτερα συχνή περίπτωση που κάποια λέξη από το ετυμολογικό μέρος, μη όντας απλή, αποτελείται από 2 λεξικούς τύπους, αυτοί δηλώνονται με την σειρά που εμφανίζονται και αριθμημένοι εκθετικά με, κατά σειρά, αραβική, μικρογράμματη ελληνική και λατινική αρίθμηση ως εξής:

α) Όταν η (μη απλή) λέξη ταυτίζεται με το προς ετυμολόγηση κυρίως λήμμα αποτελώντας τον άμεσο πρόγονό του, τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται δηλώνονται στο σύνολό τους, είτε πρόκειται για σύνθετη (λέξεις οι οποίες εμφανίζονται είτε αυτούσιες είτε με την μορφή λεξικών θεμάτων ως α΄ ή β΄συνθετικά) είτε για παράγωγη (λέξεις που εμφανίζονται με την μορφή θέματος και παραγωγικά προσφύματα) είτε τέλος για δάνεια από κάποια ξένη γλώσσα (ξένη λέξη και κλιτικό ή παραγωγικό επίθημα). π.χ.:

παρουδ’γώ … [ΕΤΥΜ.: < παροδηγώ < μσν. παροδηγέω-ω ‘εκτρέπω από τον ευθύ δρόμο’ < παρ-1 + ὁδηγέω-ω2 < αρχ. ὁδηγέω-ω < ὁδός + ἂγω ‘οδηγώ’].

β) Όταν η (μη απλή) λέξη δεν ταυτίζεται με το προς ετυμολόγηση κυρίως λήμμα μη αποτελώντας τον άμεσο πρόγονό του, από τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται δεν δηλώνονται τα επιθήματα, ώστε να αποφύγουμε περαιτέρω υπερφόρτωση του ετυμολογικού μέρους που θα δυσχέραινε την αναζήτηση του απλού χρήστη χωρίς ιδιαίτερο αντισταθμιστικό όφελος. π.χ.:

πέρουμα … [ΕΤΥΜ.: < πύρωμα < μτγν. πύρωμα < πυρώνω (βλ. λ.)].

Στην σπάνια εξάλλου περίπτωση που κάποιο λήμμα προέρχεται από ακριβή μετάφραση στην Ελληνική ενός ξένου όρου (μεταφραστικό δάνειο), αυτό δηλώνεται μέσα σε παρένθεση με την συντομογραφική ένδειξη «μεταφρ. δάν.» και τον ξένο όρο σε γωνιώδη εισαγωγικά ( «…» ). π.χ.:

τ’λούμ’ … [ΕΤΥΜ.: < τουλούμι < τουρκ. tulum1 ‘ασκός / σάκος’ + -ι2 (η σημ. ‘υπνόσακος’ είναι μεταφρ. δάνειο από την τουρκ. φρ.: «uyku tulumu» < uyku1 ‘ύπνος’ + tulum2 ‘σάκος’)].

Ακόμη, συνειδητά αποφύγαμε την χρήση τεχνικών γλωσσολογικών όρων για την ερμηνεία των διαφόρων τύπων (π.χ.: αφομοίωση, ανομοίωση, ανάπτυξη, αποκοπή, κ.λπ.) καθώς κάτι τέτοιο θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο τον όγκο και τις αναγνωστικές απαιτήσεις του Λεξικού παρέχοντας εξειδικευμένες πληροφορίες τις οποίες ο γλωσσολόγος μπορεί εύκολα να αναζητήσει σε ετυμολογικά λεξικά ή άλλα γλωσσολογικά έργα. Έτσι, οι μόνοι τεχνικοί όροι που αναφέρονται, καθώς είναι ευρύτερα γνωστοί και μπορούν να γίνουν ευκολότερα κατανοητοί, είναι αυτοί της αναλογίας-αναλογικής επίδρασης και της παρετυμολογίας-παρετυμολογικής επίδρασης. π.χ.:

αλαργαθ’νός …[ΕΤΥΜ.: < αλαργαδινός < αλάργα1 (βλ. λ.) + -ινός2 (με αναλογ. επίδρ. της λέξης: «βραδινός»)].

μιλίχλουρους … [ΕΤΥΜ.: < ημίχλωρος < αρχ. ἡμίχλωρος < ἡμι-1 ‘μισό-’ + χλωρός2 (με παρετυμ. επίδρ. της λέξης: «μέλι»)].

Στην εξασσφάλιση μεγαλύτερης οικονομίας και την αποφυγή κουραστικών επαναλήψεων αποσκοπεί και η ετυμολόγηση ορισμένων (εξωτερικών) λημμάτων τα οποία ωστόσο δεν αποτελούν αυτόνομη λέξη. Πρόκειται για λεξικούς τύπους που απαντούν ως συνθετικά (α΄ ή β΄) ή λεξιπροσφύματα-συμφύματα (λεξιπροθήματα ή λεξιεπιθήματα) σε 5 τουλάχιστον κυρίως λήμματα με συνέπεια η ενδεχόμενη ετυμολόγησή τους στα πλαίσια αυτών να ήταν κουραστική και ανιαρή επιβαρύνοντας με περιττές και επαναλαμβανόμενες πληροφορίες τον τομέα της ετυμολογίας και το Λεξικό γενικότερα. π.χ.:

βρουμ- [vrum] {Α΄ ΣΥΝΘ} {Ρ, ΟΥΣ} 1. σχετικός με την βρομιά: βρουμάχυρου, βρουμόρ’χου, βρουμουμαδώ, βρουμουτέρι, βρουμουχόρταρου. 2. αρνητική ιδιότητα: βρουμουθήκα.

[ΕΤΥΜ.: < βρομ- < βρομώ < αρχ. βρομέω-ω ‘κροτώ’ < βρόμος ‘θόρυβος’ < βρέμω ‘κάνω θόρυβο’].

-κούκ’τσου [kúktsu] {Β΄ ΣΥΝΘ} {ΟΥΣ} είδος κουκουτσιού: απαλιρουκούκ’τσου, βαγιουκούκ’τσου, δαφνουκούκ’τσου, κιντρουκούκ’τσου, κ’δουνουκούκ’τσου, ’λιουκούκ’τσου.

[ΕΤΥΜ.: < -κούκουτσο < κουκούτσι1 < μσν. κουκούτσιν < ιταλ. cucuzzo < cucutium + -ο2].

τσ’μου- [tsmu] {Λ-ΠΡΟΘ} {Ρ} υποκορισμός: τσ’μουγιλώ, τσ’μουκαλύβου, τσ’μουκαλίζου, τσ’μουκλαίγου.

[ΕΤΥΜ.: < τσιμο- (ίσως) (< ιταλ. cima ‘κορυφή’) ή (< σιμο- < μισο- < μισός < μσν. μισός < ήμισος < ήμισυς < αρχ. ήμισυς)].

-μαχώ [maxó] {Λ-ΕΠΙΘ} {Ρ} μεγέθυνση: γαμπρουμαχώ, ’λιχουμαχώ, μ’γκρουμαχώ, ’σκουμαχώ, φιγγουμαχώ, κ’δουνουμαχώ, τζ.ιτζ.ιρουμαχώ, τραγ’δουμαχώ, τσιρουμαχώ, χουχλουμαχώ.

[ΕΤΥΜ.: < αρχ. -μαχω. < μάχομαι].

Πολύ συχνή είναι εξάλλου η περίπτωση παραπομπής σε κάποιο (εξωτερικό) λήμμα, το οποίο αναγράφεται με πλαγιασμένη μορφή και προσδιορίζεται από την συντομογραφική ένδειξη «βλ.», όταν αυτό αποτελεί με την σειρά του τον άμεσο ή έμμεσο ετυμολογικό πρόγονο κάποιου άλλου λήμματος, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη συνοχή και οικονομία στα πλαίσια της ετυμολογίας. π.χ.:

μιταγουμίζου … [ΕΤΥΜ.: < μεταγομίζω < μετα-1 + γόμος2 (βλ. λ.) + -ίζω3].

πέρουμα … [ΕΤΥΜ.: < πύρωμα < μτγν. πύρωμα < πυρώνω (βλ. λ.)].

Επίσης, παρόλο που για την ετυμολόγηση των λημμάτων του ιμβριακού ιδιώματος στηριχθήκαμε σε έναν μεγάλο όγκο ελληνόγλωσσων και ξενόγλωσσων λεξικογραφικών, ετυμολογικών και γενικότερα γλωσσολογικών έργων, θεωρήσαμε ότι η ενδεχόμενη βιβλιογραφική αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τις ετυμολογικές προτάσεις των οποίων υιοθετούμε, θα ήταν περιττή, υπερβολική και κουραστική για ένα ιδιωματικό λεξικό.

Όπως είναι γνωστό η Ετυμολογία είναι ίσως ο δυσκολότερος και απαιτητικότερος τομέας τόσο την λεξικογραφίας όσο και της γλωσσικής επιστήμης γενικότερα καθώς ο ετυμολόγος έρχεται συχνά αντιμέτωπος με λέξεις, οι οποίες έχουν μεταβληθεί στο πέρασμα των αιώνων τόσο στην μορφή όσο και στην σημασία σε τέτοιο βαθμό ώστε να συσκοτίζεται και να καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη και συχνά παρακινδυνευμένη, αν όχι αδύνατη, η εξακρίβωση της ετυμολογικής τους προέλευσης. Αυτό σε συνδυασμό με τις αναπόφευκτες επαφές που παρατηρούνται διαχρονικά μεταξύ των γλωσσών, καθιστά το έργο του ετυμολόγου ιδιαίτερα δύσκολο, σύνθετο και απαιτητικό. Η δυσκολία μάλιστα επιτείνεται από την στιγμή που η Ετυμολογία δεν αποτελεί το μοναδικό εξειδικευμένο μέλημα του λεξικογράφου αλλά εντάσσεται ως επιμέρους τμήμα στα πλαίσια ενός λεξικού συμπληρώνοντας τις όποιες ερμηνευτικές, γραμματικές, κ.λπ. λεξικογραφικές πληροφορίες. Παρόλα αυτά, ανατρέχοντας σε ένα πλήθος γλωσσολογικών έργων (π.χ.: ερμηνευτικά και ετυμολογικά λεξικά τόσο διαφόρων γλωσσών όπως της Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, της Λατινικής, της Τουρκικής, της Ιταλικής, της Γαλλικής, κ.λπ. όσο και νεοελληνικών διαλέκτων-ιδιωμάτων, γλωσσολογικές και ιδιαίτερα ετυμολογικές μονογραφίες εγκατεσπαρμένες σε διάφορες πληγές, κ.λπ.) κατορθώσαμε να ετυμολογήσουμε την συντριπτική πλειοψηφία των (κυρίως) λημμάτων του Λεξικού ώστε σε σύνολο 8000 και πλέον λημμάτων να μην έχουν ετυμολογηθεί λιγότερα από 300 (3% περίπου).

Όταν ωστόσο υπάρχει ασάφεια ή αβεβαιότητα ως προς την ετυμολογική προέλευση κάποιου λήμματος, τίθεται η ένδειξη «ίσως» μέσα σε παρένθεση και ακολουθεί, επίσης σε παρένθεση, η αβέβαιη ετυμολογική εκδοχή ενώ σε περίπτωση αδυναμίας ετυμολόγησης κάποιου λήμματος τίθεται η συντομογραφική φράση «άγν. ετυμ.». π.χ.:

κακάδι … [ΕΤΥΜ.: < κακάδι (ίσως) (< καίω1 (βλ. καίγου) + -άδι2) ή (< *κακάλι < *καρκάλι < *καρακάλι < λατ. caracalla ‘κουκούλα’ (με παρετυμ. επίδρ. της λέξης: «κακά»))].

νούτιρη … [ΕΤΥΜ.: άγν. ετυμ.].

Κύριος λόγος που αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε με ιδιαίτερα μάλιστα έμφαση στο Λεξικό του Ιμβριακού Ιδιώματος την ετυμολογική ανάλυση του κάθε λήμματος είναι αφενός ο απλός χρήστης του Λεξικού να ενημερώνεται άμεσα και εύκολα για την ιστορική προέλευση, την μορφοφωνολογική και σημασιολογική διαχρονική εξέλιξη καθώς και την γλώσσα / τις γλώσσες άμεσης και έμμεσης προέλευσης του κάθε λήμματος και αφετέρου να δοθεί επαρκές υλικό στον ειδικό-γλωσσολόγο για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων συγκριτικών, στατιστικών, κ.λπ. μελετών σχετικά με την ετυμολογική προέλευση των λέξεων του ιμβριακού ιδιώματος.