Ακούστε τις δύο Καθολικές Επιστολές του Αποστόλου Πέτρου στα Νέα Ελληνικά
Ακούστε παρακάτω τις δύο Καθολικές Επιστολές του Αποστόλου Πέτρου στα Νέα Ελληνικά και με Ερμηνευτικά Σχόλια, μέσα από το Βιβλίο «Η Καινή Διαθήκη», του μεγάλου Θεολόγου και Φιλόλογου Νικολάου Σωτηρόπουλου.
Επιστολή 1η: Επιλέξτε Κεφάλαιο
Επιστολή 2η: Επιλέξτε Κεφάλαιο
Ο Άγιος και Πρωτοκορυφαίος Απόστολος Πέτρος
«Την Ρώμην μη λιπών, προς ημάς επεδήμησας, δι’ ων εφόρεσας τιμίων Αλύσεων, των Αποστόλων Πρωτόθρονε, ας εν πίστει προσκυνούντες δεόμεθα. Ταις προς Θεόν πρεσβείαις σου, δώρησαι ημίν το μέγα έλεος» (Απολυτίκιον Εορτής της Προσκυνήσεως της Τιμίας Αλύσεως του Αποστόλου Πέτρου)
Ο Απόστολος Πέτρος γεννήθηκε (πιθανότατα) την πρώτη δεκαετία του 1ου μετά Χριστόν αιώνα, στη μικρή και άσημη πόλη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας. Ήταν Ιουδαίος, γιος του Ιωνά και ονομαζόταν Σίμων, ο Ιησούς όμως όταν τον κάλεσε του έδωσε το Ελληνικό όνομα Πέτρος, που σημαίνει «βράχος», όπως επίσης και το όνομα Κηφάς (το οποίο στην αραμαϊκή γλώσσα σημαίνει και αυτό «βράχος»), θέλοντας έτσι να τονίσει τη σταθερότητα του χαρακτήρα του.
Έζησε σε αφάνταστη φτώχεια και στερήσεις, μεγάλωσε όμως σε περιβάλλον ευσέβειας. Οι γονείς του ανήκαν στους λιγοστούς πιστούς ευσεβείς Ιουδαίους της εποχής τους, οι οποίοι περίμεναν εναγωνίως τον Μεσσία και την Μεσσιανική Εποχή, κατά την οποία θα τερματιζόταν η κακοδαιμονία της ανθρωπότητας. Αυτή την πίστη και την ευσέβεια μετέδωσαν στα παιδιά τους. Γράμματα έμαθε ελάχιστα, προφανώς γνώριζε μόνο γραφή και ανάγνωση. Μιλούσε την Ελληνική και την αραμαϊκή γλώσσα (η οποία ήταν και η μητρική του). Αδελφός του υπήρξε ο Πρωτόκλητος Απόστολος Ανδρέας.
Μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Πέτρος νυμφεύτηκε την κόρη του Αριστοβούλου και ανηψιά του Αποστόλου Βαρνάβα, σε αντίθεση με τον Ανδρέα ο οποίος δεν νυμφεύτηκε ποτέ. Έκανε δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη, των οποίων αγνοούμε τα ονόματα. Αγνοούμε επίσης και το όνομα της συζύγου του. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι του πεθερού του στην Καπερναούμ, ασκώντας μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα το επάγγελμα του ψαρά, στην παρακείμενη λίμνη Γεννησαρέτ.
Μετά από την σύλληψη του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, ο Κύριος πήγε στα μέρη της Γαλιλαίας, στις περιοχές γύρω από την συγκεκριμένη λίμνη, για να Κηρύξει το Ευαγγέλιο της Σωτηρίας του κόσμου. Εκεί συνάντησε τους περισσότερους από τους μαθητές του, ψαράδες στο επάγγελμα, τους οποίους κάλεσε να γίνουν στο εξής «αλιείς ανθρώπων», συνεργοί Του στο Έργο της Σωτηρίας του κόσμου.
Ο ενθουσιώδης και ευσεβής Πέτρος, πέταξε τα δίχτυα από τους πρώτους και Τον ακολούθησε πιστά. Λόγω του δυναμικού χαρακτήρα του και της ιδιαίτερης αφοσίωσής του στον Κύριο, αξιώθηκε να έχει το προβάδισμα έναντι των άλλων Αποστόλων και να ομιλεί συχνά εκ μέρους αυτών. Ήταν εκείνος που ομολόγησε πρώτος ότι ο Χριστός είναι «ο Υιός του Θεού του Ζώντος». Ο Κύριος εξετίμησε αυτή την Ομολογία και τον διαβεβαίωσε, πως πάνω σε αυτή την Ομολογία πίστεως θα Οικοδομήσει την Εκκλησία Του.
Ακολούθησε τον Χριστό πιστά σε όλη την τριετή Δράση Του. Την ώρα της σύλληψής Του αντέδρασε βίαια. Τον ακολούθησε επίσης γεμάτος αγωνία και θλίψη στο ανίερο δικαστήριο του Ιουδαϊκού ιερατείου, εκεί όπου σε μια στιγμή αδυναμίας και φόβου Τον αρνήθηκε, έστω και λεκτικά, γεγονός για το οποίο μετάνιωσε πικρά και έκλαιγε σε όλη του τη ζωή.
Αξιώθηκε να δει από τους πρώτους το κενό Μνημείο και να διαπιστώσει την Ανάσταση του Χριστού. Το Συγκλονιστικό αυτό Γεγονός τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Το φλογερό του κήρυγμα την Ημέρα της Πεντηκοστής έκανε να πιστέψουν τρεις χιλιάδες ψυχές, να Βαπτιστούν και να ιδρυθεί έτσι η Ιστορική επίγεια Εκκλησία του Χριστού.
Κατόπιν η ζωή και η δράση του υπήρξε θαυμαστή. Ως δυναμικός χαρακτήρας που ήταν, κήρυξε με θάρρος, τόλμη και ζήλο. Θεμελίωσε την Εκκλησία της Ιουδαίας και γενικότερα της Παλαιστίνης και την οδήγησε σε μεγάλη αύξηση. Για την όλη δράση του διώχτηκε σκληρά από τους Ιουδαίους.
Έπειτα πήγε στην Αντιόχεια και ίδρυσε εκεί την τοπική Εκκλησία, μία από τις σημαντικότερες πρωτοχριστιανικές κοινότητες. Επίσης περιόδευσε στην Λύδδα, την Ιόππη, την Καισάρεια, την Γαλατία, την Καππαδοκία, την Βιθυνία, τον Πόντο, την Ελλάδα (όπου υπάρχουν πληροφορίες πως παρέμεινε για πολύ στην Κόρινθο, κηρύττοντας και νουθετώντας), την Ιταλία και την Ισπανία. Κήρυξε επίσης στους Ιουδαίους της διασποράς, αλλά και στους κατοίκους της Αφρικής, χειροτονώντας Επισκόπους στη Λιβύη και την Αίγυπτο. Κατόπιν, αφού έπραξε τα ίδια και στο Μιλάνο (κτίζοντας επιπλέον και Εκκλησίες), πέρασε στη Μεγάλη Βρετανία. Να αναφερθεί εδώ πως η γυναίκα του τον ακολούθησε στις περιοδείες του και του συμπαραστεκόταν στο Έργο του.
Άπειρα υπήρξαν τα Θαύματα που έκανε για τη Δόξα του Χριστού. Μεταξύ αυτών η θεραπεία του εκ γενετής χωλού, του παραλυτικού Αινέα, όπως επίσης και η ανάσταση της Ταβιθά.
Και αφού παρέμεινε και κήρυξε για αρκετό χρονικό διάστημα στη Μεγάλη Βρετανία, οδηγώντας μεγάλα πλήθη πλανημένων προς του Χριστού την Πίστη την Αγία, φάνηκε σ’αυτόν Άγγελος Κυρίου και είπε: «Ο καιρός του θανάτου σου φθάνει, ω Απόστολε του Χριστού Πέτρε. Πρέπει λοιπόν να πας στη Ρώμη, στην οποία θα υπομείνεις θάνατο σταυρικό. Έτσι πρόκειται να απολαύσεις τον ετοιμασμένο για σένα στέφανο της δικαιοσύνης, παρά του Αληθινού Θεού».
Έτσι το 66 μ.Χ., μετά από την οπτασία αυτή, ο Απόστολος Πέτρος εγκαταλείπει τη Βρετανία και έρχεται στη Ρώμη για τρίτη φορά στη ζωή του. Είχε δε τότε ο βασιλιάς Νέρωνας δώδεκα χρόνια στην εξουσία.
Ερχόμενος ο Απόστολος, βρήκε τον Επίσκοπο της Ρώμης Λίνο νεκρό. Στη θέση αυτού χειροτόνησε τον Άγιο Κλήμεντα, ενώ ο ίδιος εξακολούθησε να διδάσκει καθημερινά τον λόγο του Ευαγγελίου, στρέφοντας πολλούς στην Πίστη του Χριστού, άνδρες και γυναίκες.
Δύο δε από τις γυναίκες του βασιλιά Νέρωνα, οι πλέον αγαπημένες του, πίστεψαν στον Χριστό και θέλησαν να ζήσουν παρθενική ζωή. Για τον λόγο αυτό, μίσησαν τη συναναστροφή που είχαν με τον βασιλιά και δεν ήθελαν να συνεχίσουν να συζούν μαζί του.
Βλέποντας αυτά ο μιαρός και ασελγής Νέρωνας, θύμωσε πάρα πολύ και διέταξε να φονεύσουν τον Απόστολο Πέτρο και τους μαθητές του, διότι εξαιτίας του ήλθε η σωφροσύνη στις γυναίκες.
Τότε οι στρατιώτες συνέλαβαν αμέσως τον Απόστολο Πέτρο, τον Κλήμεντα και άλλους πολλούς Χριστιανούς, τους οποίους και αποκεφάλισαν, με εξαίρεση τον Απόστολο Πέτρο και τον Κλήμεντα (τον οποίο ελευθέρωσαν ως συγγενή του βασιλιά Νέρωνα).
Τον δε Απόστολο του Χριστού σταύρωσαν ανάποδα, έχοντας το κεφάλι προς τα κάτω και τα πόδια προς τα πάνω, επειδή έτσι το ζήτησε ο ίδιος, λέγοντας: «Δεν είμαι άξιος να με σταυρώσετε όπως τον Χριστό μου ορθό, διότι Εκείνος μεν Σταυρώθηκε ορθός για να βλέπει προς την γη, επειδή επρόκειτο να πάει στον Άδη για να ελευθερώσει τις εκεί ψυχές. Εμένα δε, σταυρώστε με κατακέφαλα, για να βλέπω τον ουρανό όπου πρόκειται να πάω».
Παρέμεινε δε ο Απόστολος Πέτρος εσταυρωμένος για μία ημέρα, παραδίδοντας στα χέρια του Θεού την Αγία και Ολόφωτη ψυχή του. Το γεγονός αυτό συνέβη το έτος 67 μ.Χ.
Έπειτα ο Άγιος Κλήμης, ο μαθητής του και Επίσκοπος Ρώμης, ενταφίασε το πολύτιμο και Άγιο αυτού σώμα, καταθέτοντάς το σε έναν τόπο λεγόμενο Βατικανό, εις Δόξαν του Αληθινού Θεού και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Ο Απόστολος Πέτρος έγραψε δύο Καθολικές Επιστολές (Επιστολές δηλαδή που απευθύνονταν σε Χριστιανούς κατοίκους όχι μίας μόνο περιοχής, αλλά περισσοτέρων). Η μεν πρώτη (που γράφτηκε το 64 μ.Χ.) απευθυνόταν στους Χριστιανούς του Πόντου, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας, της Ασίας και της Βιθυνίας, ενώ η δεύτερη (που γράφτηκε το 67 μ.Χ.) σε όλους τους Χριστιανούς. Μέσα από αυτές προσπαθεί να στηρίξει τους πιστούς στις θλίψεις που υφίστανται, εξαιτίας της πίστης των στον Ιησού Χριστό.
Στην πρώτη Επιστολή του, στο πέμπτο Κεφάλαιο, γράφει προτρέποντας τους Χριστιανούς τα εξής: «Εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί».
Πρέπει επίσης να αναφερθεί πως το «Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον», γράφτηκε δια προσταγής του Αποστόλου Πέτρου από τον Ευαγγελιστή Μάρκο στη Ρώμη, το 43 μ.Χ. (δηλαδή ο Ευαγγελιστής Μάρκος το έγραψε αν όχι καθ'υπαγόρευση, σίγουρα πάντως εμπνευσμένος από το κήρυγμα του Αποστόλου Πέτρου), όπως μας επισημαίνει στο έκτο βιβλίο των υποτυπώσεων ο Άγιος Κλήμης.
Η Εκκλησία μας τιμά τη Μνήμη του Αγίου και Πρωτοκορυφαίου (στην πίστη) Αποστόλου Πέτρου στις 29 Ιουνίου (την ίδια ημέρα που τιμά τη Μνήμη και του άλλου Αγίου και Πρωτοκορυφαίου σε προσφορά Αποστόλου, του Παύλου), ενώ την Προσκύνηση της Τιμίας Αλύσεώς του (που δέχτηκε για τη Δόξα του Χριστού με προσταγή του τετράρχη Ηρώδη και η οποία έπεσε με την εμφάνιση Θείου Αγγέλου, λαμβάνοντας Αγιαστική και Θαυματουργική Χάρη, έτσι ώστε να θεραπεύει αυτούς που την προσκυνούσαν με πίστη από τα δεσμά κάθε κακής ασθένειας), εορτάζει στις 16 Ιανουαρίου.