Πλάγια μυατροφική σκλήρυνση

Αντιοξειδωτικά φάρμακα στην πλάγια μυατροφική σκλήρυνση

Η πλάγια μυατροφική σκλήρυνση [amyotrophic lateral sclerosis: ΑLS] είναι μια νευροεκφυλιστική νόσος που χαρακτηρίζεται από προϊούσα μυική ατροφία και μυική αδυναμία που οφείλονται σε απώλεια των άνω και των κάτω κινητικών νευρώνων. Περιγράφθηκε κλινικά και παθολογοανατομικά για πρώτη φορά από τον Charcot το 1874. Η πλάγια μυατροφική σκλήρυνση απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα μετά το θάνατο του Αμερικανού παίκτη του μπέιζμπολ της ομάδας New York Yankee Lou Gehrig, στον οποίο η διάγνωση τέθηκε το 1939. Μέχρι και σήμερα, η νόσος αναφέρεται συχνά στις ΗΠΑ ως «νόσος του Lou Gehrig». Η νόσος γενικά επιδεινώνεται ταχέως. Η αιτία θανάτου είναι συνήθως η αναπνευστική ανεπάρκεια.

Το ενδιαφέρον για τη βιταμίνη Ε υπάρχει αναζωπυρώθηκε λόγω της επιβράδυνσης της έναρξης της νόσου στο μοντέλο SOD1 της ALS σε ποντίκια. Σε δύο τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες διπλά τυφλές κλινικές μελέτες της βιταμίνης Ε σε συνδυασμό με ριλουζόλη έναντι εικονικού φαρμάκου, που έχουν πλέον ολοκληρωθεί και στις οποίες χορηγήθηκαν 600 IU ημερησίως και 5.000 mg ημερησίως, αντίστοιχα, δεν διαπιστώθηκε κανένα όφελος ως προς την επιβίωση ή ως προς τη λειτουργική κατάσταση, μετά την προσθήκη βιταμίνης Ε στη ριλουζόλη. Ωστόσο, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό, καθώς υπήρξαν πρόσφατες μελέτες που έδειξαν μείωση του κινδύνου για ALS μεταξύ των ληπτών βιταμίνης Ε σε μακροχρόνια βάση.

Έχουν επίσης διερευνηθεί και άλλα αντιοξειδωτικά φάρμακα ή φάρμακα που στοχεύουν στη λειτουργία των μιτοχονδρίων.

Η Ν-ακετυλοκυστεΐνη, που είναι ένα αντιοξειδωτικό το οποίο χορηγείται άνευ ειδικής συνταγής, παρέτεινε σε στατιστικά σημαντικό βαθμό την επιβίωση και καθυστέρησε την έναρξη κινητικών συμπτωμάτων όταν χορηγήθηκε προσυμπτωματικά, στο μοντέλο SOD1 της ALS σε ποντίκια. Ωστόσο, μια κλινική μελέτη για τη Ν-ακετυλοκυστεΐνη στην ALS δεν κατάφερε να αποδείξει στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς την επιβίωση ή ως προς τη μεταβολή της έκπτωσης των κινητικών συμπτωμάτων.

Η κρεατίνη, που διαθέτει νευροπροστατευτικές δράσεις, παρουσίαζε επίσης θετικά δεδομένα στα πειραματόζωα, αλλά οι μελέτες στον άνθρωπο δεν κατάφεραν να αποδείξουν στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς την επιβίωση, ως προς κλίμακα λειτουργικότητας στην ALS ή ως προς την πνευμονική λειτουργία, σε όσους έλαβαν 5 έως 10g κρεατίνης. Το αντιδιαβητικό φάρμακο μετφορμίνη, που χορηγείται στο διαβήτη τύπου II, αλλά παράλληλα διαθέτει αντιοξειδωτικές και αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, δεν έδειξε κάποιο όφελος σε άρρενα ποντίκια του μοντέλου SOD1 της ALS,ενώ επιτάχυνε την επιδείνωση της νόσου στα θηλυκά ποντίκια. Έχουν υπάρξει πολλές άλλες μικρές μελέτες με τα αντιοξειδωτικά, όπως με τη σελεγιλίνη και τη μελατονίνη, οι οποίες αν και δεν κατάφεραν να διαπιστώσουν θετικά αποτελέσματα, γενικά υπήρξαν πολύ μικρές ώστε να εξαχθούν σημαντικά συμπεράσματα.

Παρά τις πολλαπλές αρνητικές μελέτες αντιοξειδωτικών φαρμάκων, ένα από αυτά εξακολουθεί να προσφέρει ελπίδες. Η δεξπραμιπεξόλη, που είναι το R+ εναντιομερές της πραμιπεξόλη, διαθέτει αντιοξειδωτικές ιδιότητες, που εν μέρει οφείλονται στη στόχευση της διατήρησης της λειτουργίας των μιτοχονδρίων μέσω της μείωσης της κυτταρικής απόπτωσης. Το S-εναντιομερές, δηλαδή η πραμιπεξόλη, επί του παρόντος χορηγείται στη νόσο του Parkinson και στο σύνδρομο ανήσυχων κάτω άκρων. Η αμιγής R+ μορφή διαθέτει μικρότερη συγγένεια για τους ντοπαμινεργικούς υποδοχείς και επομένως έτσι μειώνονται και πολλές από τις ανεπιθύμητες ενέργειες ντοπαμινεργικού τύπου που θα περιόριζαν τη δόση της. Η δεξπραμιπεξόλη επί του παρόντος (Νοέμβριος 2012) βρίσκεται σε μελέτες φάσης III που βασίζονται σε μια ελπιδοφόρο διφασική μελέτη φάσης II, η οποία έδειξε μια δοσοεξαρτώμενη τάση προς βραδύτερη έκπτωση της λειτουργικότητας και μια στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς τη μείωση της θνησιμότητας.