Το λαίμαργο ποντίκι
Το λαίμαργο ποντίκι
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα ποντικάκι πολύ λαίμαργο. Του άρεσε τόσο πολύ το φαγητό, που η κοιλίτσα του γινόταν τεράστια και στρογγυλή, σαν μπαλάκι!
- Γιατί τρως τόσο πολύ; του έλεγαν τ' άλλα ποντικάκια.
- Γιατί να μην τρώω; απαντούσε το λαίμαργο ποντικάκι. Το φαγητό είναι τόσο νόστιμο!
- Καμιά μέρα θα πάθεις ζημιά από το πολύ φαγητό, του έλεγαν οι φίλοι του.
- Μην ανησυχείτε! Έχω γερό στομαχάκι και μπορώ να χωνεύω ό,τι κι αν φάω.
Μια μέρα, το λαίμαργο ποντικάκι αποφάσισε να εξερευνήσει το σπίτι. Άφησε τη φωλίτσα του στο υπόγειο και ανέβηκε με προσοχή στο ισόγειο, μήπως και το δει καμιά γάτα και το πιάσει. Βρήκε μια μικρή τρυπούλα σε έναν τοίχο, μπήκε μέσα με δυσκολία και βρέθηκε σε ένα κελάρι γεμάτο νοστιμιές! Τυριά, σαλάμια, καρύδια και άλλα πολλά.
Το ποντικάκι ενθουσιάστηκε.
Πω πω! Είμαι πολύ τυχερό! Θα φάω ό,τι θέλω και δεν θα πω σε κανέναν γι' αυτό το κελάρι!
Άρχισε να τρώει με τη ψυχή του. Έφαγε τυρί, σαλάμι, λίγο κρέας, και ξανά τυρί και σαλάμι. Από το πολύ φαγητό, η κοιλίτσα του έγινε στρογγυλή σαν τόπι.
Μπράβο μου! Είμαι πολύ τυχερό. Όλο τον χειμώνα θα έρχομαι εδώ να τρώω τα πιο νόστιμα φαγητά!
Χάιδεψε τη φουσκωμένη κοιλίτσα του και, καθώς κοίταζε το τυρί, ήθελε να φάει κι άλλο.
Ας φάω ακόμη μια μπουκιά πριν φύγω, είπε. Είναι τόσο νόστιμο!
Ξαφνικά, ακούστηκαν βήματα. Κάποιος ερχόταν στο κελάρι.
Πρέπει να φύγω αμέσως! αποφάσισε το ποντικάκι. Αν με πιάσουν εδώ μέσα, θα πάθω ζημιά!
Έτρεξε προς την τρυπούλα, έχωσε το κεφάλι του μέσα, αλλά η φουσκωμένη κοιλίτσα του δεν μπορούσε να περάσει. Είχε σφηνώσει!
Προσπάθησε πολύ, αλλά δεν κατάφερε να περάσει. Τότε, ο άνθρωπος που μπήκε στο κελάρι το είδε και το έπιασε.